Οικονομία & Αγορές
Πέμπτη, 01 Ιουλίου 2004 13:43

Μελέτη της ΕΤΕ για την αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας

Οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης στη ζήτηση ηλεκτρισμού, κατά τα τελευταία χρόνια, αναμένεται να εξαντλήσουν τις παραγωγικές δυνατότητες του εγχώριου ηλεκτροπαραγωγικού τομέα καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη νέων επενδύσεων, επισημαίνει σε σχετική της μελέτη η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας.

Ο ρυθμός αύξησης στην κατανάλωση ηλεκτρισμού υπερκερνά σημαντικά το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά την τελευταία πενταετία (αυξανόμενη με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 4,8% σε σύγκριση με 3,7% που είναι ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ), καθιστώντας την Ελλάδα μία εκ των ταχύτερα αναπτυσσομένων αγορών ηλεκτρικής ενέργειας στην ευρωζώνη, γεγονός εύλογο, δεδομένου του υψηλού ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Η κατακεφαλήν κατανάλωση ηλεκτρισμού στη χώρα παραμένει μία εκ των δύο χαμηλότερων μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης υποδηλώνοντας ότι η ζήτηση θα εξακολουθήσει να αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς.

Ακόμα πιο έντονη είναι η αύξηση της αιχμής ισχύος

Η σημαντική αύξηση της αιχμής στη ζήτηση ισχύος, κατά τα τελευταία χρόνια, αντανακλά τη διευρυμένη συμμετοχή του τομέα των υπηρεσιών και των νοικοκυριών με συνέπεια την αυξημένη ζήτηση ισχύος στους θερινούς μήνες.

Κατά τα επόμενα χρόνια, η ζήτηση θα εξακολουθήσει να αυξάνεται με ταχύ ρυθμό, υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της ευρωζώνης, δεδομένων των υψηλότερων αναμενόμενων ρυθμών ανάπτυξης τη ελληνικής οικονομίας και της σημαντικά χαμηλότερης κατακεφαλήν κατανάλωσης ισχύος. Παράλληλα, η αυξημένη μεταβλητότητα και οι σημαντικά υψηλότερες ετήσιες αιχμές ζήτησης ισχύος αναμένεται να απαιτήσουν την περαιτέρω αύξηση του αποθέματος εγκατεστημένης ισχύος κατά 3200 ΜW, προκειμένου να υπάρχει επαρκής προσφορά έως το 2010, ενώ σήμερα βρίσκονται σε φάση υλοποίησης σχέδια παραγωγής ισχύος συνολικού μεγέθους 1200 ΜW.

Οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος δεν είναι αρκετά ελκυστικές για τους νέους επενδυτές

Το επίπεδό τους είναι σημαντικός παράγοντας σε μια απελευθερωμένη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ιδιαίτερα σε σχέση με τη δυνατότητα προσέλκυσης νέων επενδύσεων στον τομέα, υπογραμμίζει στην έκθεσή της η Εθνική. Όσον αφορά τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα, είναι σημαντικά χαμηλότερες για τα νοικοκυριά σε σύγκριση με την ευρωζώνη (κατά 35% περίπου), ενώ οι τιμές βιομηχανικού ρεύματος βρίσκονται κοντά στο μέσο ευρωπαϊκό όρο. Το χαμηλό επίπεδο των τιμών αντανακλά το γεγονός ότι η ΔΕΗ, ο παραγωγός του 97% της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας, χρησιμοποιεί μια σχετικά φθηνή πρώτη ύλη, το λιγνίτη. Ωστόσο, οι νέοι παραγωγοί θα βασίζονται κυρίως σε μονάδες με καύσιμο το φυσικό αέριο, σημαντικά ακριβότερη πρώτη ύλη.

Ακόμη και αν υποθέσουμε, αναφέρει η Εθνική, ότι θα υπάρξει μία μέση ετήσια αύξηση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος υπερβαίνουσα τον ετήσιο πληθωρισμό κατά μισή ποσοστιαία μονάδα ετησίως, οι εκτιμώμενες τιμές χονδρικής πώλησης του ηλεκτρικού ρεύματος θα παραμείνουν σημαντικά χαμηλότερες συγκριτικά με το όριο, που οι παραγωγοί στην ευρωζώνη κρίνουν ως ελάχιστο, προκειμένου να είναι κερδοφόρα η επιχείρησή τους. Συνεπώς, το επίπεδο των τιμών δεν φαίνεται να αποτελεί κίνητρο προσέλκυσης επενδυτών.

Όμως, η πιθανή ενσωμάτωση στον υπό διαμόρφωση «Κώδικα Διαχείρισης και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας» της δυνατότητας του Διαχειριστή του Δικτύου να προαγοράζει συμβόλαια διαθεσιμότητας ισχύος -- με τα οποία ο διαχειριστής του δικτύου δεσμεύεται να αγοράσει συγκεκριμένη ποσότητα ισχύος σε συγκεκριμένο χρόνο -- αναμένεται να καταστήσει ελκυστικότερες τις επενδύσεις, καθώς θα εξασφαλίζεται με αυτό τον τρόπο η ανάκτηση ενός τουλάχιστον τμήματος του σταθερού κόστους της αρχικής επένδυσης.

Καταλήγοντας, όπως επισημαίνεται στην έκθεση της ΕΤΕ, ότι η διαμόρφωση ελκυστικής και εκ των προτέρων γνωστής τιμολογιακής πολιτικής, καθώς και η παροχή κάποιας μορφής εγγυήσεων αναφορικά με την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας, που μπορεί να διατεθεί από ιδιώτες παραγωγούς, αποτελούν δύο κρίσιμες παραμέτρους για τη βιωσιμότητα των επενδυτικών σχεδίων ιδιωτών στον κλάδο της ηλεκτροπαραγωγής και κατ’ επέκταση για τη χρηματοδότησή τους. Εάν δεν αποσαφηνισθούν οι παράμετροι του συστήματος διαχείρισης ώστε να προσελκύσουν τις απαραίτητες επενδύσεις καθίσταται αμφίβολη η εξασφάλιση δικλείδας ασφαλείας στην εν λόγω αγορά, που χαρακτηρίζεται από ταχέως αυξανόμενη ζήτηση.