Τέσσερις στους δέκα εργοδότες στην Ελλάδα (42%) αντιμετωπίζουν δυσκολία στην κάλυψη θέσεων εργασίας, όπως αποκαλύπτει η «Έρευνα Έλλειψης Ταλέντου» της ManpowerGroup για το 2014.
Τέσσερις στους δέκα εργοδότες στην Ελλάδα (42%) αντιμετωπίζουν δυσκολία στην κάλυψη θέσεων εργασίας, όπως αποκαλύπτει η «Έρευνα Έλλειψης Ταλέντου» της ManpowerGroup για το 2014.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το υψηλό ποσοστό ανεργίας που καταγράφεται στη χώρα μας, το συγκεκριμένο ποσοστό - αυξημένο κατά 4 μονάδες σε σχέση με πέρυσι και 6 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο - καταδεικνύει το σημαντικό έλλειμμα απαιτούμενης εμπειρίας (42%), τεχνικών δεξιοτήτων (hard skills) (29%), επαγγελματικών δεξιοτήτων (soft skills) (19%) και διαθέσιμων υποψηφίων (18%) που χαρακτηρίζει την ελληνική αγορά εργασίας, σύμφωνα με τις απόψεις των ίδιων των εργοδοτών.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της έλλειψης ταλέντου σε παγκόσμιο επίπεδο, το ποσοστό των εργοδοτών που δυσκολεύεται να βρει υποψηφίους με τα απαιτούμενα προσόντα για τη σωστή λειτουργία των επιχειρήσεών τους ανέρχεται σε 36%, αυξημένο κατά 1 μονάδα από πέρυσι, και στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων επτά χρόνων.
Τη μεγαλύτερη δυσκολία για την εύρεση κατάλληλων ατόμων αντιμετωπίζουν οι εργοδότες στην Ιαπωνία (81%), το Περού (67%), την Ινδία (64%), την Αργεντινή (63%) και τη Βραζιλία (63%). Αντιθέτως, το ζήτημα της έλλειψης ταλέντου δείχνει να προβληματίζει ελάχιστα τους Ιρλανδούς (2%), Ισπανούς (3%) και Ολλανδούς (5%) εργοδότες.
Οι 10 θέσεις εργασίας με τη μεγαλύτερη δυσκολία κάλυψης
Στην Ελλάδα, για έβδομη συνεχόμενη χρονιά οι εργοδότες αντιμετωπίζουν τη μεγαλύτερη δυσκολία στην κάλυψη θέσεων «Επαγγελματιών Πωλητών», με δεύτερη σε δυσκολία κάλυψης ειδικότητα αυτή των «Υψηλόβαθμων Στελεχών», η οποία παραμένει στην ίδια θέση της κατάταξης με πέρυσι. Την τρίτη θέση φέτος κατέχουν οι «Εξειδικευμένοι Τεχνίτες», οι οποίοι πέρυσι βρίσκονταν στην πέμπτη θέση.
Εκτός Top 10 για το 2014 μένει το «Προσωπικό Εξυπηρέτησης και Υποστήριξης Πελατών», το οποίο πέρυσι καταλάμβανε τη θέση Νο 4, όπως και το Προσωπικό ΙΤ, το οποίο βρισκόταν στο Νο 7. Οι δύο νέες είσοδοι στη λίστα είναι οι «Εργάτες» και οι «Χειριστές Μηχανημάτων», στις θέσεις 8 και 9 αντίστοιχα.
«Για όποιον παρακολουθεί στενά την αγορά, το φετινό Top 10 των ειδικοτήτων δεν έχει εκπλήξεις, καθώς αποτυπώνει τις δύο κυρίαρχες τάσεις του σήμερα. Από τη μία Υψηλόβαθμα Στελέχη και Στελέχη Πωλήσεων κάθε επιπέδου παραμένουν δυσεύρετα, όχι τόσο γιατί λείπουν οι υποψήφιοι από την ελληνική αγορά, όσο γιατί λείπουν οι δεξιότητες που θα τους επιτρέψουν να δημιουργήσουν αξία σε αυτές τις ακόμη πιο απαιτητικές, σύνθετες εποχές», σχολιάζει η Δρ Βενετία Κουσία, πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της ManpowerGroup.
«Από την άλλη, θέσεις που - ιδεοληπτικά - θεωρούσαμε μέχρι χθες δεύτερης κατηγορίας, όπως τεχνίτες, τεχνικοί, εργάτες και χειριστές μηχανημάτων, βρίσκονται επίσης σε έλλειψη, ως συνέπεια της κινητικότητας των πληθυσμών και του δημογραφικού προβλήματος. Όμως η ανάγκη να γίνουν οι ελληνικές επιχειρήσεις πιο ανταγωνιστικές δεν επιτρέπει ιδεοληψίες, ούτε καλύπτεται μόνο με μειώσεις κόστους», προσθέτει η Δρ Κουσία.
«Το μήνυμα είναι σαφές: αν θέλουμε κατάλληλο και δεσμευμένο ανθρώπινο δυναμικό σε όλα τα επίπεδα της ιεραρχίας είναι πραγματικά η στιγμή να προσεγγίσουμε αυτή την ανάγκη με τρόπο ορθολογικό. Υπάρχουν επιτυχημένες πρακτικές πάνω στις οποίες μπορούμε να στηριχθούμε όπως το δυϊκό σύστημα, το οποίο με συστηματικό τρόπο βοηθά τον νέο άνθρωπο να μεταβεί ομαλά και με αξιοπρέπεια στην αγορά εργασίας, καθώς επίσης και πρακτικές ενσωμάτωσης μεγαλύτερων αναξιοποίητων ομάδων πληθυσμού», σημειώνει.
Ο αντίκτυπος της έλλειψης ταλέντου στις επιχειρήσεις
Την ίδια ώρα, δύο στους τρεις (66%) Έλληνες εργοδότες εκτιμούν ότι οι θέσεις απασχόλησης που παραμένουν κενές λόγω δυσκολίας εύρεσης κατάλληλων εργαζόμενων έχουν από μέτρια έως υψηλή επίπτωση στην ικανότητα της επιχείρησης να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πελατών της. Το ποσοστό αυτό είναι αυξημένο κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με πέρυσι.
Παγκοσμίως, το ποσοστό των εργοδοτών που θεωρούν ότι οι κενές θέσεις έχουν μέτρια έως υψηλή επίπτωση στην επιχειρηματική τους λειτουργία διαμορφώνεται στο 54%, αμετάβλητο σε σχέση με πέρυσι.