«Ο ελληνικός λαός διέβλεψε αυτό που οι καταστροφολόγοι δεν μπορούσαν να διαβλέψουν: ότι η μελλοντική του ευημερία και ασφάλεια είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το ευρώ» τονίζει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γ. Προβόπουλος σε άρθρο του στην εφημερίδα «Wall Street Journal» στο αναφέρεται για την «αξιοσημείωτη μεταστροφή της ελληνικής οικονομίας» από το ξέσπασμα της κρίσης. Ο ίδιος εκτιμά ότι οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα φέρνουν πράγματι αποτελέσματα και αναμένει ότι η πρόοδος θα συνεχιστεί.
«Ο ελληνικός λαός διέβλεψε αυτό που οι καταστροφολόγοι δεν μπορούσαν να διαβλέψουν: ότι η μελλοντική του ευημερία και ασφάλεια είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το ευρώ» τονίζει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γ. Προβόπουλος σε άρθρο του στην εφημερίδα «Wall Street Journal» στο οποίο κάνει μιλάει για την «αξιοσημείωτη μεταστροφή της ελληνικής οικονομίας» από το ξέσπασμα της κρίσης.
Ο ίδιος εκτιμά ότι οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα φέρνουν πράγματι αποτελέσματα και αναμένει ότι η πρόοδος θα συνεχιστεί.
Ωστόσο όπως τονίζει με την ανεργία να βρίσκεται ακόμη πάνω από το 25%, οι μεγαλύτερες προκλήσεις είναι ο εφησυχασμός και η μεταρρυθμιστική κόπωση.
Ακόμη υποστηρίζει ότι θα απαιτηθούν και άλλες διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, καθώς επίσης και αναδιατάξεις στους επιχειρηματικούς τομείς. Ωστόσο, όπως σημειώνει, αυτές θα είναι ευκολότερο να εφαρμοστούν μέσα σε μια οικονομία η οποία ανακάμπτει.
Αναφερόμενος στις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα, ο διοικητής της ΤτΕ τονίζει ότι η προσαρμογή που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα είναι μοναδική για τα διεθνή δεδομένα.
«Πουθενά αλλού δεν ήταν πιο εντυπωσιακή η προσαρμογή από αυτήν που πραγματοποιήθηκε στον τραπεζικό τομέα», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Αναλυτικά το άρθρο του κ. Προβόπουλου έχει ως εξής:
«Πριν από κάποια χρόνια, πολλοί προέβλεπαν ότι η Ελλάδα θα αποχωρούσε από τη ζώνη του ευρώ. Οι καταστροφολόγοι υποστήριζαν ότι η Ελλάδα δεν θα κατάφερνε να προωθήσει τις δημοσιονομικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που ήταν απαραίτητες για να παραμείνει η χώρα στο ευρώ, ούτε θα μπορούσε να διασώσει το τραπεζικό της σύστημα εν μέσω μίας χωρίς προηγούμενο κρίσης δημοσίου χρέους. Σύμφωνα με τους ίδιους, οι προσπάθειες για να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα και να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα θα προκαλούσαν επώδυνες συνέπειες που δεν θα ήταν πολιτικά αποδεκτές, ενώ η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος θα ήταν αναπόφευκτη. Τελευταία, όμως, οι σειρήνες της καταστροφής έχουν σιγήσει. Γιατί συνέβη αυτό;
Η μεταστροφή της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με το ξέσπασμα της κρίσης, σχεδόν πέντε χρόνια πριν, είναι αξιοσημείωτη. Πέρυσι, η κυβέρνηση πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα σχεδόν 1% του ΑΕΠ από πρωτογενές έλλειμμα 10,5% του ΑΕΠ το 2009. Επίσης, η ανταγωνιστικότητα – σε όρους κόστους εργασίας - έχει βελτιωθεί κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 30%. Η ανταγωνιστικότητα προωθείται μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ευελιξία στις αγορές εργασίας και προϊόντων.
Το χρόνιο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδος - ίσο με σχεδόν το 15% του ΑΕΠ μόλις πριν από πέντε χρόνια – έχει σήμερα μετατραπεί σε πλεόνασμα, το πρώτο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε εξέλιξη βρίσκεται επίσης η εξισορρόπηση της ελληνικής οικονομίας. Το μερίδιο εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο ΑΕΠ αυξήθηκε πέρυσι στο 28% από 18% το 2009.
Αυτό που κάνει τα επιτεύγματα αυτά ιδιαιτέρως εντυπωσιακά είναι ότι έχουν συμβεί εν μέσω της συρρίκνωσης της οικονομίας κατά 25% τα τελευταία πέντε χρόνια. Αναμένω ότι αυτή η πρόοδος θα συνεχιστεί.
Πουθενά αλλού δεν ήταν πιο εντυπωσιακή η προσαρμογή από αυτήν που πραγματοποιήθηκε στον τραπεζικό τομέα, ο οποίος και ο ίδιος ήταν θύμα της κρίσης δημοσίου χρέους. Με τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η στρατηγική μας στόχευε στην ανακεφαλαιοποίηση βιώσιμων τραπεζών, χρησιμοποιώντας ένα συνδυασμό δημόσιων και ιδιωτικών κεφαλαίων. Οι μη βιώσιμες τράπεζες, που δεν κατάφεραν να αντλήσουν ιδιωτικά κεφάλαια, τέθηκαν σε εξυγίανση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης και στη συνέχεια της κυπριακής, όλες οι καταθέσεις στην Ελλάδα προστατεύθηκαν απολύτως. Σήμερα, ο τραπεζικός τομέας αποτελείται από τέσσερις καλά ανακεφαλαιοποιημένους, βιώσιμους τραπεζικούς ομίλους και λίγες μικρότερες τράπεζες. Την ίδια στιγμή, οι τράπεζες απολαμβάνουν τις συνέργειες και τις οικονομίες κλίμακας και εξαλείφουν την πλεονάζουσα δυναμικότητα, ενώ επικεντρώνονται στις βασικές τους δραστηριότητες – εκχωρώντας μη τραπεζικές εργασίες και εξορθολογίζοντας τα δίκτυα και τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό.
Το Μάρτιο η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσίευσε τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests) του τραπεζικού συστήματος. Με βάση αυτά τα αποτελέσματα, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες της χώρας έπρεπε να συγκεντρώσουν σχεδόν 6 δισ. ευρώ, για να εξασφαλίσουν ότι θα έχουν αρκετά κεφάλαια για να απορροφήσουν τυχόν ζημιές που θα προκαλούνταν, βάσει μιας υποθετικής σειράς ακραία αρνητικών γεγονότων.
Από τότε, και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν επανέλθει στις αγορές κεφαλαίου, αντλώντας συνολικά 8,5 δισ. ευρώ. Δύο από αυτές εξέδωσαν, επιπλέον, ομόλογα για άντληση ρευστότητας από τις διεθνείς αγορές. Όλες αυτές οι εκδόσεις υπερκαλύφθηκαν κατά μεγάλη πλειοψηφία από ξένους επενδυτές, γεγονός που δείχνει ότι οι διεθνείς αγορές εμπιστεύονται το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Τα αποτελέσματα των stress tests και η επάνοδος στις αγορές διευκόλυναν και την έξοδο της ελληνικής κυβέρνησης στις αγορές.
Οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα φέρνουν πράγματι αποτελέσματα. Από την κορύφωση της ελληνικής κρίσης στα μέσα του 2012 μέχρι σήμερα, τα spreads των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου έχουν μειωθεί δραματικά, οι τιμές των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών έχουν υπερδιπλασιαστεί, οι καταθέσεις σταδιακά επιστρέφουν στο τραπεζικό σύστημα και αρκετοί οικονομικοί δείκτες γυρίζουν σε θετικό πρόσημο. Αναμένω την επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης εφέτος, συγκρατημένα στην αρχή και πιο δυναμικά στη συνέχεια.
Σημαντικές προκλήσεις παραμένουν, φυσικά, μπροστά μας. Με την ανεργία να βρίσκεται ακόμη πάνω από το 25%, οι μεγαλύτερες προκλήσεις είναι ο εφησυχασμός και η μεταρρυθμιστική κόπωση. Οι πρόσφατες επιτυχίες της Ελλάδος δεν πρέπει να μας αποσπάσουν την προσοχή από την προσπάθεια που έχουμε ακόμη μπροστά μας. Θα απαιτηθούν και άλλες διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, καθώς επίσης και αναδιατάξεις στους επιχειρηματικούς τομείς. Ωστόσο, αυτές θα είναι ευκολότερο να εφαρμοστούν μέσα σε μια οικονομία η οποία ανακάμπτει.
Η καταιγίδα που έπληξε την ελληνική οικονομία βοήθησε τους Έλληνες να αντιληφθούν πως η χώρα μας αντιμετώπιζε το εξής πρόβλημα: οποιοδήποτε βραχυπρόθεσμο όφελος ανταγωνιστικότητας που θα προέκυπτε από μία ενδεχόμενη επιστροφή στη δραχμή, όπως πράγματι εισηγούνταν οι καταστροφολόγοι, αμέσως θα εξανεμιζόταν, καθώς η χώρα θα επέστρεφε στις παλιές κακές συνήθειες των άτολμων μεταρρυθμίσεων και του υψηλού πληθωρισμού, που θα την καθιστούσαν μη ανταγωνιστική και ευάλωτη σε ύφεση και κρίσεις. Έτσι, ο ελληνικός λαός διέβλεψε αυτό που οι καταστροφολόγοι δεν μπορούσαν να διαβλέψουν: ότι η μελλοντική του ευημερία και ασφάλεια είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το ευρώ».