Παρά την αύξηση του λόγου χρέους-ΑΕΠ την τελευταία πενταετία, το δημόσιο χρέος της χώρας είναι σήμερα πιο βιώσιμο σε σύγκριση με το 2009 και αυτό που θα είχε προκύψει χωρίς την υλοποίηση ή την ελλιπή υλοποίηση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, εκτιμά η Eurobank.
Παρά την αύξηση του λόγου χρέους-ΑΕΠ την τελευταία πενταετία, το δημόσιο χρέος της χώρας είναι σήμερα πιο βιώσιμο σε σύγκριση με το αρχικό σημείο αναφοράς, δηλαδή το έτος 2009, και αυτό που θα είχε προκύψει χωρίς την υλοποίηση ή την ελλιπή υλοποίηση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής.
Αυτό επισημαίνει η Διεύθυνση Τρέχουσας Οικονομικής Ανάλυσης & Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank σ τη νέα έκδοση του περιοδικού της δελτίου Greece Macro Monitor με τίτλο «Δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής, αυτόματοι σταθεροποιητές & δημόσιο χρέος - Μια άσκηση προσομοίωσης για την Ελλάδα».
Η μελέτη εξετάζει την εξέλιξη του ελληνικού δημόσιου χρέους σύμφωνα με μια σειρά διακριτών σεναρίων για: α) το μέγεθος και το βαθμό επιμονής (persistence) του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή δηλ. το ενδεχόμενο συνεχιζόμενης μείωσης του ονομαστικού ΑΕΠ για ένα ή περισσότερα έτη πέραν του έτους εφαρμογής της δημοσιονομικής προσαρμογής, β) το συνολικό μέγεθος και το χρονικό ορίζοντα εφαρμογής της δημοσιονομικής προσαρμογής, και γ) την αντίδραση των αγορών στα μέτρα σύσφιξης της δημοσιονομικής πολιτικής.
Σύμφωνα με τη Eurobank, προγενέστερες οικονομετρικές μελέτες της για τις υφεσιακές επιπτώσεις των προγραμμάτων λιτότητας στην Ελλάδα σε περιόδους μεγάλης συρρίκνωσης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας εκτιμούν δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές υψηλότερους της μονάδας.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το τρέχον επίπεδο του λόγου δημοσίου χρέους-ΑΕΠ της Ελλάδας, η επιβολή μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής μπορεί να οδηγήσει σε άμεση αύξηση του ανωτέρου λόγου εάν ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής είναι υψηλότερος του 0,5.
Η ανωτέρω εκτίμηση αιτιολογεί, σε μεγάλο βαθμό, την αύξηση κατά 45,3 μονάδες του λόγου χρέους-ΑΕΠ την περίοδο 2010-2013, παρά την πρωτόγνωρη δημοσιονομική προσαρμογή που συντελέσθηκε την αντίστοιχη περίοδο.
Οι αναλυτές της Eurobank εκτιμούν πως, παρά την ανεπιθύμητη αυτή εξέλιξη, η αποφυγή λήψης δημοσιονομικών μέτρων ή ακόμη και μια πιο σταδιακή / λιγότερο εμπροσθοβαρής εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής τα τελευταία 4-5 έτη θα οδηγούσε σε εκρηκτική αύξηση του λόγου δημοσίου χρέους-ΑΕΠ ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε σταθεροποίηση του λόγου σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα από τα υφιστάμενα.
Τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης της παρούσας μελέτης υποδηλώνουν, μεταξύ άλλων, ότι η κατά το ήμισυ υλοποίηση ή η μη υλοποίηση του υφιστάμενου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής θα οδηγούσε το λόγο δημοσίου χρέους-ΑΕΠ της Ελλάδας σε επίπεδα μεταξύ 185% και 250% το 2020 και μεταξύ 215% και 360% το 2030, ακόμα και υπό την - ιδιαίτερα αισιόδοξη - υπόθεση ότι, και στην περίπτωση αυτή, η χώρα θα τύγχανε: α) επαρκούς χρηματοδότησης με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους από τους δανειστές του επίσημου τομέα, και β) επιπλέον ελάφρυνση του δημοσίου χρέους από μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί ήδη (PSI+, πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων κ.α.).
Σύμφωνα με τη Eurobank, τα ανωτέρω επίπεδα συγκρίνονται με σχετικό, αναθεωρημένο, στόχο του προγράμματος προσαρμογής για μείωση του λόγου χρέους-ΑΕΠ στο 125% περίπου το 2020 καθώς και εκτίμησής της για περαιτέρω υποχώρησή του στο 82% του ΑΕΠ περίπου το 2030, βάσει του υφιστάμενου μακροοικονομικού σεναρίου.