Στις εξελίξεις που αποδεικνύουν το υψηλό και σταθερό ενδιαφέρον του ξένου επιχειρηματικού και επενδυτικού κεφαλαίου για την Ελλάδα στέκεται στην εβδομαδιαία ανάλυση της η Alpha Bank
Στις εξελίξεις που αποδεικνύουν το υψηλό και σταθερό ενδιαφέρον του ξένου επιχειρηματικού και επενδυτικού κεφαλαίου για την Ελλάδα στέκεται στην εβδομαδιαία ανάλυση της η Alpha Bank, εκτιμώντας ότι το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων από εδώ και πέρα εισέρχεται σε μια νέα πολύ πιο αποφασιστική και πιο αποδοτική για τη χώρα φάση ταχείας υλοποίησης.
Η Alpha Bank χαρακτηρίζει ως έκθεση-σταθμό για την ελληνική οικονομία, την ανάλυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ), μετά την ολοκλήρωση της 4ης Εξέτασης του 2ου Προγράμματος Προσαρμογής, καθώς αναγνωρίζει, πλέον, τη μεγάλη πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα.
Οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εξέλιξη του ΑΕΠ στα επόμενα έτη, σημειώνει η Alpha Bank, σηματοδοτούν την προοπτική για την απολύτως ομαλή υλοποίηση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας στην περίοδο 2014-2018, χωρίς δημοσιονομικά και ασφαλώς χωρίς χρηματοδοτικά κενά.
Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποθέτει, όπως και παλαιότερα, ότι τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης (ΓΚ) θα υστερήσουν στην περίοδο της ανάκαμψης και ανάπτυξης της οικονομίας και θα μειωθούν από 44% του ΑΕΠ το 2013 και 44,6% του ΑΕΠ το 2014, σε 43,2% του ΑΕΠ το 2015 και σε 42,4% του ΑΕΠ το 2016 και ακόμη χαμηλότερα στο 42,2% του ΑΕΠ το 2017.
Με αυτή την υπόθεση εκτιμά ότι απαιτούνται πρόσθετα μέτρα ύψους €2,0 δισ. για να επιτευχθεί το πρωτογενές πλεόνασμα ύψους €5,6 δισ. το 2015 και επιπλέον €1,8 δισ. για να επιτευχθεί το πλεόνασμα ύψους €8,9 δισ. το 2016. Αν αυτά τα μέτρα ληφθούν τότε το πρωτογενές πλεόνασμα ύψους €9,3 δισ. το 2017 θα μπορεί να επιτευχθεί ακόμη και με μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης και με αύξηση των δημοσίων δαπανών.
Ωστόσο, όπως σημειώνει η Alpha Bank τα νέα μέτρα δεν θα είναι αναγκαία αν τα έσοδα της ΓΚ μειωθούν στο 44,5% του ΑΕΠ το 2015, από 44,6% του ΑΕΠ το 2014 και στη συνέχεια στο 44,4% το 2016 και στο 43,6% το 2017. Σχετικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τον Ιούλιο η Ε. Επιτροπή προέβλεπε ότι τα έσοδα της ΓΚ θα διαμορφώνονταν στο 43,2% του ΑΕΠ το 2013 και στο 43,6% του ΑΕΠ το 2014.
Στην πραγματικότητα, τα έσοδα του 2013 διαμορφώθηκαν στο 44% του ΑΕΠ (παρά τη μεταφορά σημαντικών εσόδων από το 2013 στο 2014), ενώ τα έσοδα του 2014 εκτιμώνται τώρα στο 44,6% του ΑΕΠ. Παρά το ότι η Επιτροπή μπορεί να εκτιμά την επίπτωση στα έσοδα από το 2015 από την μείωση των εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία κατά 3,9 π.μ. και από τυχόν άλλες φορολογικές ελαφρύνσεις που θα αποφασιστούν στα επόμενα έτη, θα πρέπει να αναμένεται ότι οι επιπτώσεις αυτών των μέτρων στα έσοδα μπορεί και πρέπει να υπερ-αντισταθμιστούν από τη βελτίωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και από την μεγάλη επίσης βελτίωση του βαθμού φορολογικής συνέπειας των φορολογουμένων στην περίοδο της ανάπτυξης της οικονομίας.
Σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση για πτώση των εσόδων της ΓΚ στο 42,2% του ΑΕΠ το 2017, από 44,6% το 2014 δεν είναι συμβατή με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αύξηση του ΑΕΠ της χώρας, όπως προαναφέρθηκε.
Λαμβάνοντας υπόψη και την ταχεία επανα-ιδιωτικοποίηση των συστημικών τραπεζών που θα έχει ως συνέπεια τη μείωση του δημοσίου χρέους κατά ποσό άνω των €20 δισ. έως το τέλος του 2016, καθώς και την αναμενόμενη επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και των εισπράξεων από αυτές τις ιδιωτικοποιήσεις από το 2015 και μετά, τότε ακόμη και με πρωτογενές πλεόνασμα στη ΓΚ περί το 4% του ΑΕΠ είναι δυνατή η μείωση του δημοσίου χρέους κάτω του 120% του ΑΕΠ ήδη από το 2020.
Επομένως, αυτό που παρουσιάζεται στους Πίνακες της Ε. Επιτροπής ως δημοσιονομικό κενό (που απαιτεί νέα μέτρα) ύψους €2,0 δισ. το 2015 και επιπλέον €1,8 δισ. το 2016 μπορεί να αποφευχθεί αν επαληθευτεί η εκτίμηση της Ε. Επιτροπής για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μετά το 2015, ιδιαίτερα μετά τις πρόσφατες εξαιρετικά ευνοϊκές εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας.
Όσον αφορά τις χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναλύει στη Σελίδα 70 της Έκθεσής της τους λόγους για τους οποίους οι ανάγκες αυτές είναι καλυμμένες έως τον Μάιο του 2015, ακόμη και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ήδη προωθούμενη κατάργηση των κρατικών ομολόγων που είχαν δοθεί για την αγορά των προνομιούχων μετοχών των τραπεζών καθώς και η δυνατότητα χρήσης ταμειακών πλεονασμάτων που είναι διαθέσιμα σε φορείς της γενικής κυβέρνησης.
Επίσης, η κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών είναι τώρα δεδομένη (εάν βέβαια καταβληθούν οι δόσεις της χρηματοδοτικής ενίσχυσης από τη ΖτΕ και από το ΔΝΤ) χωρίς να χρησιμοποιηθούν τα €11 δισ. που είναι σήμερα διαθέσιμα στο Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), τα οποία, μετά τις εντυπωσιακές αυξήσεις των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών από τον ιδιωτικό τομέα, θα οδηγηθούν τελικά σε μείωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης.