Υπεγράφησαν σήμερα οι απαραίτητες αποφάσεις για την εφαρμογή του φόρου υπεραξίας κατά τις μεταβιβάσεις ακίνητης περιουσίας.
Υπεγράφησαν σήμερα οι απαραίτητες αποφάσεις για την εφαρμογή του φόρου υπεραξίας κατά τις μεταβιβάσεις ακίνητης περιουσίας.
Όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Οικονομικών, με τις αποφάσεις αυτές καθορίζονται αφενός ο χρόνος κτήσης της ακίνητης περιουσίας και αφετέρου ο τύπος και το περιεχόμενο της σχετικής δήλωσης.
Η διαδικασία και το έντυπο του φόρου υπεραξίας
Τα κύρια σημεία της απόφασης για τη διαδικασία και το έντυπο της υποβολής της δήλωσης φόρου υπεραξίας έχουν ως εξής:
Ο φορολογούμενος που μεταβιβάζει ακίνητη περιουσία υποχρεούται, πριν τη σύνταξη του συμβολαίου, να δηλώνει το σύνολο των στοιχείων που αφορούν τον προσδιορισμό του φόρου υπεραξίας.
Η δήλωση περιλαμβάνει τα στοιχεία του πωλητή, του συμβολαιογράφου που καταρτίζει την συμβολαιογραφική πράξη και θα διενεργήσει την παρακράτηση και την απόδοση του φόρου, τα στοιχεία του αγοραστή, τον χρόνο και την αξία κτήσης και μεταβίβασης, το είδος της ακίνητης περιουσίας ή των ιδανικών μεριδίων αυτής ή του εμπράγματου δικαιώματος, τα έτη διακράτησης, τους συντελεστές και τον υπολογισμό του φόρου.
Ο συμβολαιογράφος υποχρεούται να ελέγχει και να βεβαιώνει την ακρίβεια των ανωτέρω στοιχείων καθώς και να θεωρεί τη δήλωση, δεν έχει, όμως, ευθύνη για όσα στοιχεία δεν έχουν περιέλθει σε γνώση του και δεν περιλαμβάνονται στο συμβόλαιο που συντάσσει.
Αν με το ίδιο συμβόλαιο μεταβιβάζονται περισσότερα εμπράγματα δικαιώματα, ο φορολογούμενος (πωλητής) υποβάλλει μία δήλωση στην οποία θα περιγράφονται τα ανωτέρω στοιχεία που αφορούν το κάθε δικαίωμα.
Αν με το ίδιο συμβόλαιο περισσότερα πρόσωπα (πωλητές) μεταφβιβάζουν, υποβάλλεται από το καθένα χωριστή δήλωση.
Η δήλωση παραλαμβάνεται από υπάλληλο της Δ.Ο.Υ. (ή του Γ.Ε.Φ.) της έδρας του συμβολαιογράφου.
Η δήλωση, υπογεγραμμένη από τον συμβολαιογράφο και τον πωλητή, υποβάλλεται σε τρία (3) αντίτυπα, από τα οποία το πρώτο παραμένει στη Δ.Ο.Υ., και τα υπόλοιπα αντίτυπα επιστρέφονται θεωρημένα.
Την ίδια ημέρα ή το αργότερο την επόμενη ημέρα της σύνταξης του συμβολαίου ο συμβολαιογράφος καταχωρεί σε ανεξάρτητη εφαρμογή του πληροφοριακού συστήματος του Υπουργείου Οικονομικών (δίκτυο TAXISnet) τουλάχιστον τα εξής στοιχεία: τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) του πωλητή, τον αριθμό και την ημερομηνία σύνταξης του συμβολαίου, το ποσό της υπεραξίας επί του οποίου υπολογίζεται ο φόρος, τη Δ.Ο.Υ. παραλαβής της δήλωσης, τον αριθμό της δήλωσης και το φορολογικό έτος που αφορά.
Με την καταχώριση οριστικοποιείται η δήλωση, βεβαιώνεται η οφειλή στον Α.Φ.Μ. του συμβολαιογράφου και παράγεται μοναδικός κωδικός πληρωμής του παρακρατηθέντος φόρου και η «Ταυτότητα Οφειλής»(Τ.Ο.). Θεωρημένο αντίγραφο της δήλωσης που υποβάλλει ο πωλητής στη Δ.Ο.Υ. επισυνάπτεται στο συμβόλαιο.
Ο φόρος που παρακρατείται από το συμβολαιογράφο με τη σύνταξη του συμβολαίου αποδίδεται από αυτόν με τραπεζική επιταγή που έχει ήδη εκδώσει κατά το χρόνο σύνταξης του συμβολαίου ο πωλητής σε διαταγή του Ελληνικού Δημοσίου, εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την υπογραφή του συμβολαίου, η οποία κατατίθεται αποκλειστικά στην τράπεζα έκδοσης της τραπεζικής επιταγής.
Ο συμβολαιογράφος για την κατάθεση της τραπεζικής επιταγής ενεργεί ως πληρεξούσιος του Ελληνικού Δημοσίου και νόμιμος κομιστής της επιταγής.
Η κατάθεση των τραπεζικών επιταγών γίνεται από τους φορείς είσπραξης, όπως αυτοί έχουν οριστεί στην αριθμ. Δ5Α 1123655 ΕΞ 2013 (Β΄1964) Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών σε μεταβατικούς λογαριασμούς με την ονομασία «Λογαριασμός Ελληνικού Δημοσίου Απόδοσης Φόρου Υπεραξίας Ακινήτων». Οι λογαριασμοί αυτοί είναι ειδικού σκοπού για την απόδοση των ποσών αυτών για την πληρωμή της Ταυτότητας Οφειλής που συνοδεύει εκάστη επιταγή.
Η Ταυτότητα Οφειλής εξοφλείται αυθημερόν από τους φορείς είσπραξης.
Η οφειλή δεν βαρύνει τον συμβολαιογράφο πριν παρέλθει η προθεσμία απόδοσης του φόρου, ήτοι κατά τις πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την υπογραφή του συμβολαίου, και κατά το διάστημα αυτό δεν λαμβάνονται ασφαλιστικά ή διοικητικά μέτρα είσπραξης εις βάρος αυτού, και η οφειλή δεν λαμβάνεται υπόψη για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας και δεν συμψηφίζεται με τυχόν απαιτήσεις του συμβολαιογράφου έναντι του Δημοσίου.
Η δήλωση υποβάλλεται και όταν δεν προκύπτει υπεραξία (μηδενική) ή όταν αυτή θεωρείται μηδενική.
Στην περίπτωση που η υπεραξία θεωρείται μηδενική λόγω απόκτησης του δικαιώματος προ του 1995, στη δήλωση συμπληρώνεται μόνο το έτος κτήσης.
Ο καθορισμός του χρόνου κτήσης του ακινήτου
Η δεύτερη απόφαση αφορά τον καθορισμό του χρόνου κτήσης του ακινήτου, ζήτημα το οποίο δημιουργούσε ερμηνευτικές ασάφειες υπό το παλαιό νομοθετικό καθεστώς και αβεβαιότητα όσον αφορά τον προσδιορισμό του φόρου.
Τα κύρια σημεία της απόφασης σχετικά με το χρόνο κτήσης είναι τα ακόλουθα:
Κτηματομεσίτες
Αναστολή έως τις 30 Ιουνίου στην επιβολή του φόρου υπεραξίας για να μπορούν να υλοποιηθούν όλες οι εκκρεμούσες αγοραπωλησίες μέχρι να βρεθεί ο τρόπος υπολογισμού και εφαρμογής για να αυξηθούν τα έσοδα από τους φόρους μεταβίβασης, ζητάει με επιστολή στο πρωθυπουργό ο πρόεδρος Ομοσπονδίας Κτηματομεσιτών Ελλάδος Ιωάννης Ρεβύθης.
«Δυστυχώς, εδώ και τέσσερις μήνες δεν έχει υλοποιηθεί με νόμο ο παράλογος - κατά την γνώμη μας - φόρος υπεραξίας στα ακίνητα. Μέχρι τώρα έχει χάσει το δημόσιο από φόρους μεταβίβασης πάνω από 100.000.000 ευρώ (την ώρα που ζητά το κράτος εναγωνίως έσοδα). Έχουν καταστραφεί πολλοί ιδιοκτήτες ακινήτων οι οποίοι αδυνατούν να μεταβιβάσουν το ακίνητο τους επειδή δεν μπορούν να γίνουν συμβόλαια έχουμε γίνει διεθνώς ρεζίλι από ξένους επενδυτές που λόγω αυτού του γεγονότος ανέβαλαν την αγορά κάποιου ακινήτου που είχαν ενδιαφερθεί και είναι αβέβαιο εάν θα ξαναπατήσουν στην χώρα μας» αναφέρει στην επιστολή του ο πρόεδρος Ομοσπονδίας Κτηματομεσιτών Ελλάδος.
«Μεσίτες, συμβολαιογράφοι, δικηγόροι, μηχανικοί και εκατοντάδες επαγγελματίες που ασχολούνται με τα ακίνητα, αλλά και οι ιδιοκτήτες τους, βρίσκονται σε δεινή οικονομική θέση λόγω του συγκεκριμένου θέματος» επισημαίνεται επίσης.