Οι καλές ειδήσεις από την Ευρωζώνη πληθαίνουν, η ύφεση υποχωρεί και τα προγράμματα οικονομικής στήριξης οδεύουν προς το τέλος. Ωστόσο, ορισμένοι ειδικοί τονίζουν ότι η κρίση δεν έχει ξεπεραστεί, όπως γράφει η Deutsche Welle.
Οι καλές ειδήσεις από την Ευρωζώνη πληθαίνουν, η ύφεση υποχωρεί και τα προγράμματα οικονομικής στήριξης οδεύουν προς το τέλος. Ωστόσο, ορισμένοι ειδικοί τονίζουν ότι η κρίση δεν έχει ξεπεραστεί, όπως γράφει η Deutsche Welle.
Το 2014 φαίνεται ότι είναι χρονιά καμπής για την Ευρωζώνη. Μετά από δύο χρόνια, οι 18 χώρες - μέλη της αναμένεται να σημειώσουν μία ελαφρά ανάπτυξη της τάξης του 1%.
Αυτό, σε συνδυασμό και με την αποχώρηση της Ιρλανδίας και της Ισπανίας από τους μηχανισμούς οικονομικής στήριξης, αποτελεί μεν ενθαρρυντικό στοιχείο, ωστόσο, δεν μπορεί να εκληφθεί ως μήνυμα οριστικής υπέρβασης της κρίσης στο σύνολό της, σύμφωνα με τον επικεφαλής του οικονομικού ινστιτούτου Ifo του Μονάχου.
Όπως εξηγεί ο Χανς-Βέρνερ Ζιν, «εξομαλύναμε ή περιορίσαμε την χρηματοοικονομική κρίση, καθησυχάζοντας τους επενδυτές με μία συλλογική υπόσχεση διάσωσης, όμως η κρίση στην πραγματική οικονομία δεν επιλύεται με αυτόν τον τρόπο. Η μαζική ανεργία διατηρείται. Η βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα περιορίστηκε κατά 30% σε σύγκριση με την προ κρίσης εποχή».
«Το ζήτημα ενός νέου κουρέματος θα συνεχίσει να υφίσταται»
Η ανεργία - ειδικότερα στους νέους - στην Ελλάδα βρίσκεται στα ύψη και το δημόσιο χρέος ξεπερνά το 170% του ΑΕΠ της χώρας, παρά το μερικό κούρεμα χρέους επενδυτών του ιδιωτικού τομέα. Όπως εκτιμά ο οικονομολόγος του Πανεπιστημίου της Βόννης Μόριτς Σούλαρικ, «αν εξετάσει κανείς την Ελλάδα, (σ.σ. θα δει) ότι το ζήτημα ενός νέου κουρέματος του χρέους θα συνεχίσει να υφίσταται».
Ο γερμανός οικονομολόγος θεωρεί ανησυχητικό το επίπεδο του χρέους και στην Ιταλία, που ανέρχεται στο μεταξύ σε 130% του ΑΕΠ της χώρας. Όπως εξηγεί, σε αυτό συνέβαλε η άνω του μέσου όρου αύξηση του κόστους εργασίας, η συνεπακόλουθη μείωση της ανταγωνιστικότητας, αλλά και η ανελαστική αγορά εργασίας.
Οι παράγοντες αυτοί προβληματίζουν και τις γαλλικές επιχειρήσεις, οι οποίες διαμαρτύρονται ότι παρά τη δύσκολη οικονομική συγκυρία δεν τους επιτρέπεται να προχωρήσουν εύκολα σε μειώσεις προσωπικού. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με το συγκριτικά χαμηλό όριο συνταξιοδότησης και τον σχετικά υψηλό κατώτατο μισθό, είχαν ως αποτέλεσμα η γαλλική οικονομία να χάσει σε ανταγωνιστικότητα έναντι της Γερμανίας.
Όπως επισημαίνει στην DW η Ντανιέλα Σβάρτσερ, διευθύντρια του προγράμματος για την Ευρώπη στο αμερικανικό ίδρυμα German Marshall Fund: «Η γαλλική οικονομία ζει παραδοσιακά σε μεγάλο βαθμό από την εσωτερική κατανάλωση. Αυτή τη στιγμή η προθυμία των Γάλλων για δαπάνες δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη εξαιτίας της υψηλής ανεργίας και της αβεβαιότητας για το μέλλον».
Και ενώ το δημόσιο χρέος προσεγγίζει το ανησυχητικό όριο του 100% του ΑΕΠ, η νέα γαλλική κυβέρνηση επιχειρεί να βάλει φρένο με τη δρομολόγηση ενός νέου πακέτου μεταρρυθμίσεων. Η Ντανιέλα Σβάρτσερ αισιοδοξεί ότι η Γαλλία θα τα καταφέρει και, όπως υπογραμμίζει, πρέπει να τα καταφέρει, καθώς ως δεύτερη ισχυρότερη οικονομία της ευρωζώνης η πορεία της θα αποτελέσει καθοριστικό κριτήριο για το αν και οι πιο αδύναμες χώρες του ενιαίου νομίσματος μπορούν -μέσω μεταρρυθμίσεων και με τις δικές τους δυνάμεις- να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους.
Τροχοπέδη το ισχυρό ευρώ
Εμπόδιο σε αυτό το δρόμο αποτελεί το ισχυρό ευρώ. Η αύξηση της αξίας του ενιαίου νομίσματος έναντι των άλλων ισχυρών νομισμάτων τη χρονιά που πέρασε επιβάρυνε τον τομέα των εξαγωγών στις χώρες της κρίσης. Αυτό αποτελεί, κατά τον Χανς-Βέρνερ Ζιν, συνέπεια της πολιτικής διάσωσης που ακολουθείται.
Όπως εξηγεί ο γερμανός οικονομολόγος, «η αρχιτεκτονική της διάσωσης δεν σήμανε μόνο ότι επενδυτές από τη Γερμανία πηγαίνουν και πάλι στην Ισπανία, αλλά και ότι οι Κινέζοι τολμούν να επιστρέψουν στην Ευρώπη. Αυτό οδήγησε σε ανατίμηση του ευρώ. Αυτή είναι η παράπλευρη απώλεια της πολιτικής διάσωσης».
Σύμφωνα με τον επικεφαλής του οικονομικού ινστιτούτου Ifo, ο στόχος της σταθεροποίησης των χρηματαγορών έρχεται σε σύγκρουση με εκείνον της σταθεροποίησης της πραγματικής οικονομίας. Όπως εξηγεί, όσο υλοποιείται ο πρώτος στόχος, τόσο αναστέλλεται η επίτευξη του δευτέρου ως απόρροια της ανατίμησης.
Πηγή: Deutsche Welle