Οικονομία & Αγορές
Πέμπτη, 02 Σεπτεμβρίου 2004 09:34

Air France: Yπερδιπλάσια κέρδη μετά την αύξηση των ταξιδίων

ΥΠΕΡΔΙΠΛΑΣΙΑ κέρδη, το πρώτο τρίμηνο της χρήσης, εμφάνισε η μεγαλύτερη αεροπορική εταιρεία της Ευρώπης, Air France SA, μετά τη συγχώνευσή της με την ολλανδική KLM Royal Dutch Airlines τον Μάϊο, αποτέλεσμα της αύξησης της ζήτησης ταξιδίων, η οποία ήταν μεγαλύτερη από την αντίστοιχη της τιμής των καυσίμων.

Τα καθαρά κέρδη ανήλθαν στα 95 εκατ. ευρώ (115 εκατ. δολ.) έναντι 46 εκατ. ευρώ, που ήταν κατά την αντίστοιχη περυσινή χρονική περίοδο, σύμφωνα με σχετική της ανακοίνωση. Η αεροπορική εταιρεία προβλέπει σημαντική αύξηση των λειτουργικών κερδών για τη χρήση, υπό την προϋπόθεση ότι η τιμή του πετρελαίου θα κυμανθεί στα 40 δολ. το βαρέλι.

Η επιβατική κίνηση για τις δύο αεροπορικές εταιρείες, αυξήθηκε σε ποσοστό της τάξης του 18% το τρίμηνο, μετά τη μείωση που σημείωσε κατά την αντίστοιχη περυσινή χρονική περίοδο, αποτέλεσμα του πολέμου στο Ιράκ και της επιδημίας του συνδρόμου της άτυπης πνευμονίας, SARS.

Oι πωλήσεις το τρίμηνο που έληξε στις 30 Ιουνίου, σημείωσαν αύξηση της τάξης του 12%, φθάνοντας στα 4,46 δισ. ευρώ. Πέντε οικονομικοί αναλυτές του Bloomberg News, εκτιμούσαν, ότι τα καθαρά της κέρδη θα ανέλθουν σε 89 εκατ. ευρώ.

Οι μετοχές της Air France, έχουν σημειώσει άνοδο 5% το τρέχον έτος, έναντι υποχώρησης 21% του δείκτη Bloomberg Europe Airlines. Οι μετοχές της British Airways έχουν υποχωρήσει λιγότερο από 1% φέτος, τη στιγμή που οι μετοχές της γερμανικής Lufthansa AG απώλεσαν 25%, με αποτέλεσμα να έχουν την τρίτη χειρότερη επίδοση μεταξύ των μετοχών των εταιρειών που απαρτίζουν τον δείκτη DAX στη Φραγκφούρτη.

Οι τιμές του μπρεντ έχουν αυξηθεί περισσότερο από το 1/3 φέτος, φθάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα 16 ετών και στα 44,33 δολ. το βαρέλι στις 19 Αυγούστου στο Λονδίνο. Τα συμβόλαια του Οκτωβρίου διαπραγματεύθηκαν χθες στα περίπου 39,50 δολ. το βαρέλι.

Η International Air Transport Association προέβλεψε στις 4 Αυγούστου, ότι οι αεροπορικές εταιρείες θα χάσουν συνολικά την τρέχουσα χρήση, έξι δισ. δολάρια.