Με δίχτυ προστασίας οργανώθηκε το πρώτο βήμα επιστροφής του ελληνικού δημοσίου στις διεθνείς αγορές ομολόγων. Για θετική εξέλιξη με μεσοπρόθεσμα οφέλη κάνει λόγο μια σειρά οικονομικών παρατηρητών, χωρίς να απουσιάζουν αναλύσεις υπέρ μιας πιο κυνικής προσέγγισης των κινήτρων που οδήγησαν το ενδιαφέρον των επενδυτών.
Με δίχτυ προστασίας οργανώθηκε το πρώτο βήμα επιστροφής του ελληνικού δημοσίου στις διεθνείς αγορές ομολόγων. Για θετική εξέλιξη με μεσοπρόθεσμα οφέλη κάνει λόγο μια σειρά οικονομικών παρατηρητών, χωρίς να απουσιάζουν αναλύσεις υπέρ μιας πιο κυνικής προσέγγισης των κινήτρων που οδήγησαν το ενδιαφέρον των επενδυτών.
Κορώνα
Στα πρότυπα αντίστοιχων ενεργειών των έτερων «αδύναμων κρίκων» της Ευρωζώνης, όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, η Ελλάδα κινήθηκε εύλογα σε χαρτογραφημένες περιοχές προτού δοκιμάσει το, κατά πολλούς μετα-μνημονιακό, ντεμπούτο στις αγορές.
«Προηγήθηκε συνεννόηση με τις μεγάλες θεσμικές τράπεζες και διασφαλίστηκε ότι θα απορροφηθεί το σύνολο των ομολογιών. Αντίστοιχα, διασφαλίστηκε το ύψος του επιτοκίου», εξηγεί στο naftemporiki.gr ο καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά Μιχάλης Γκλεζάκος.
Ο ίδιος μιλά για μία «καλή κίνηση», ώστε να συνηθίζει η αγορά την ιδέα της ελληνικής επιστροφής, αν και συμβολική. «Δεν σημαίνει ότι αν επιχειρήσουμε σε αυτήν τη φάση την έκδοση 10ετούς ομολόγου θα αντλήσουμε, για παράδειγμα, 15 δις, αλλά είναι ένα βήμα», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Σε κάθε περίπτωση το κόστος δανεισμού (επιτόκιο 4,95%) είναι πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο των Ευρωπαίων εταίρων, ωστόσο, η απάντηση δια στόματος του κ. Γκλεζάκου είναι μάλλον αφοπλιστική: «Η ελευθερία έχει κόστος. Η επιλογή να μην βρίσκεται η Ελλάδα υπό τις ‘εντολές’ της τρόικας έχει εκ των πραγμάτων κάποιο τίμημα».
Τι σημαίνει όμως η ελεγχόμενη επιστροφή στις αγορές για το πεδίο της ρευστότητας στην ελληνική πραγματική οικονομία; Βραχυπρόθεσμα, τίποτα, καθώς το ποσό των 3 δις που άντλησε το ελληνικό δημόσιο δεν είναι ικανό να αλλάξει τα δεδομένα. Ωστόσο, δεδομένου ότι με την έκδοση του 5ετούς ομολόγου ενδέχεται να έχουν μπει οι βάσεις για μία ολική επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές μεσοπρόθεσμα, αναμένονται αντίστοιχα θετικές εξελίξεις και στον τομέα της ρευστότητας.
Γράμματα
Είναι δυνατό μόλις δύο χρόνια μετά την αναδιάρθρωση του χρέους, το οποίο παραμένει διεθνώς ένα από τα υψηλότερα ως ποσοστό του ΑΕΠ, και δεδομένων των επιπτώσεων της μακράς ύφεσης, να καταφέρνει η Ελλάδα να προσελκύει χρηματοδότες;
Παρά το γεγονός ότι διεθνή δημοσιεύματα κάνουν λόγο για «θαυματουργή ανάρρωση της Αθήνας», αυτό το ερώτημα θέτουν τα τελευταία 24ωρα οικονομικοί αναλυτές οι οποίοι θεωρούν βεβιασμένη, αν όχι ακατανόητη, την ελληνική επιστροφή στις αγορές.
Ένας από αυτούς, ο χρηματιστηριακός αναλυτής Πάνος Παναγιώτου, δίνει στο naftemporiki.gr τη δική του απάντηση: «Κάθε δανειστής ενδιαφέρεται πρωτίστως για την εξασφάλιση αποπληρωμής των τόκων και του κεφαλαίου του και δευτερευόντως για την επίτευξη κέρδους στο κεφάλαιο που δανείζει, και η Ελλάδα, μέσω του μηχανισμού τον οποίο επέλεξε να υιοθετήσει, μπορεί να παράσχει πολύ μεγάλη εξασφάλιση για την αποπληρωμή των κεφαλαίων που προετοιμάζεται να δανειστεί και να προσφέρει αξιόλογα κέρδη σε όποιον της τα δανείσει».
Ειδικότερα, ο κ. Παναγιώτου μιλά για ένα ελάχιστο πλέον ποσοστό του ελληνικού χρέους που παραμένει στα χέρια διεθνών επενδυτών υπό τη μορφή των νέων ομολόγων που προέκυψαν μετά το PSI, κατηγορία στην οποία εντάσσεται ο υποψήφιος νέος ιδιώτης δανειστής της Ελλάδας και η οποία διασφαλίζει την αποπληρωμή, μεταξύ άλλων λόγω της αναβάθμισης του δικαίου -που ρυθμίζει τα συγκεκριμένα ομόλογα- από ελληνικό σε αγγλικό και λόγω της σύνδεσης της αδυναμίας αποπληρωμής με ταυτόχρονη πτώχευση στα ομόλογα του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Σημειωτέον, η Ελλάδα αξιολογείται από τη Moody’s εννέα βαθμίδες χαμηλότερα από την επενδυτική κατηγορία, ενώ η S&P και η Fitch την αξιολογούν έξι βαθμίδες χαμηλότερα, γεγονός που επικαλείται στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας του ο κ. Παναγιώτου και θίγει με σαφώς επικριτική διάθεση προς τη Moody’s η Αlpha Bank.
Σημείο αναφοράς
Ως προς την απόπειρα σύγκρισης του τωρινού δανεισμού με τον τελευταίο πριν από την ένταξη στον μηχανισμό στήριξης το 2010 (20ετές ομολόγο που άντλησε 390 εκατ. έναντι στόχου 1 δις με κουπόνι 5,90%), ο κ. Γκλεζάκος διατυπώνει το επιχείρημα ότι τα δύο γεγονότα δεν αποτελούν συγκρίσιμα μεγέθη, υπό την έννοια ότι σε εκείνο τη σημείο η Ελλάδα πρακτικά βρισκόταν σε καθεστώς πτώχευσης, ενώ σήμερα βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης.
«Η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές έπρεπε να γίνει έτσι ώστε να κλείσει τον κύκλο της χρηματοοικονομικής περιθωριοποίησής της και να αποκαταστήσει την ισοτιμία της με τα υπόλοιπα κράτη της ευρωζώνης, δηλαδή έπρεπε να πραγματοποιηθεί τόσο με ίσους χρηματοοικονομικούς και νομικούς όρους με αυτούς που ισχύουν για τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη όσο και με αυτούς που ίσχυαν για την ίδια προ της κρίσης. Ωστόσο, κάτι τέτοιο ήταν στην παρούσα φάση αδύνατο», εκτιμά από την πλευρά του ο κ. Παναγιώτου.
Η διάσταση των προσεγγίσεων γύρω από τα μηνύματα που εκπέμπει η πρωτοβουλία δοκιμαστικής επίσκεψης στις αγορές αποκαλύπτει τη σύνθετη χρηματοοικονομική πραγματικότητα την οποία, καλώς ή κακώς, διαμορφώνει εν πολλοίς και η πολιτική παράμετρος, ελέω των επερχόμενων εκλογών.
Συγχρόνως, ένα μέρος των απαντήσεων αντλεί κανείς από το -θετικό- κλίμα που δημιουργούν συνολικά γύρω από τη θέση της Ευρωζώνης στις αγορές τόσο οι διαβεβαιώσεις για ανεξάντλητη αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ, όσο και η διαφαινόμενη απόφαση να μην επαναληφθεί «κούρεμα» των δανείων που βρίσκονται στα χέρια ιδιωτών.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
[email protected]