Πολιτικό συμβολισμό, αλλά ακατανόητη από οικονομικής πλευράς, χαρακτηρίζει την έξοδο στις κεφαλαιαγορές ο καθηγητής Μακροοικονομίας Σπ. Παρασκευόπουλος, τονίζοντας ότι η ελάφρυνση του χρέους προϋποθέτει εμπιστοσύνη.
Ακατανόητο από οικονομικής απόψεως χαρακτηρίζει το εγχείρημα της εξόδου στις κεφαλαιαγορές ο ομότιμος καθηγητής Μακροοικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας Σπύρος Παρασκευόπουλος, επικρίνοντας, μεταξύ άλλων, το υψηλό επιτόκιο δανεισμού και υπογραμμίζοντας ότι η κυβέρνηση δεν έχει εξηγήσει τι θα κάνει το δάνειο.
«Άλλωστε, η κυβέρνηση δεν είπε τι θα το κάνει το δάνειο. Το χρειάζεται; Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα δάνεια του παρελθόντος έφεραν την Ελλάδα στη σημερινή οικτρή κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Αυτό το κακό δεν επιτρέπεται να συνεχιστεί. Γι’ αυτό δεν συμφωνώ καθόλου με αυτή την κίνηση», αναφέρει ο Έλληνας καθηγητής.
«Το ποσό που αντλήθηκε είναι για τα μέτρα των χρηματαγορών μηδαμινό»
Όλα δείχνουν ότι η κυβέρνηση επιδιώκει με την κίνηση αυτή να δώσει έναν πολιτικό συμβολισμό επιβεβαίωσης της «αναθέρμανσης της ελληνικής οικονομίας», υποστηρίζει ο κ. Παρασκευόπουλος.
«Το ποσό που αντλήθηκε είναι για τα μέτρα των διεθνών χρηματαγορών μηδαμινό. Δεν αποκλείεται το μέγεθος του προτεινόμενου δανείου να θεωρηθεί είτε ως ένδειξη ότι και η ίδια η κυβέρνηση δεν πιστεύει στις “επιτυχίες” της, είτε - το χειρότερο - ως προσπάθεια εκ μέρους της Αθήνας να δοκιμάσει τη διαχρονική συνέπεια των κριτηρίων, με τα οποία αποτιμούνται διεθνώς οι πιστωτικοί κίνδυνοι», εξηγεί ο καθηγητής Παρασκευόπουλος, παραπέμποντας στο υψηλό δημόσιο χρέος της Ελλάδας, το οποίο δεν μπορεί να θεωρείται βιώσιμο.
«Το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο»
Για να εξυπηρετηθεί το υπάρχον δημόσιο χρέος (περίπου 325 δισ. ευρώ) απαιτούνται κατά μέσο όρο 10 δισ. ευρώ ετησίως. Περίπου τα μισά από αυτά είναι τόκοι. Αν η κυβέρνηση επιδιώκει να μην επιτρέψει την περαιτέρω διόγκωση του χρέους, τότε θα πρέπει να εξοικονομεί κάθε χρόνο, δηλαδή να έχει στον ετήσιο προϋπολογισμό της, 5 δισ. ευρώ πρωτογενές πλεόνασμα.
«Αν αυτό δεν το εισπράξει από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, από πωλήσεις δημόσιας ιδιοκτησίας ή δεν αυξήσει ακόμη περισσότερο τους φόρους, τότε η ελληνική οικονομία θα πρέπει να έχει μία μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ τουλάχιστον κατά 8%. Όπως πολύ εύκολα μπορεί να καταλάβει ο καθένας μας, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να συμβεί στο άμεσο μέλλον. Άρα βγαίνει το απλό συμπέρασμα, ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο», υποστηρίζει ο κ. Παρασκευόπουλος.
Για να καταστεί βιώσιμο το ελληνικό δημόσιο χρέος απαιτείται η απομείωσή του, επισημαίνει ο οικονομολόγος, διευκρινίζοντας, ωστόσο, ότι είναι πολύ δύσκολο στην παρούσα φάση να πεισθούν οι δανειστές να κάνουν τέτοιου είδους παραχωρήσεις.
«Η εύκολη απάντηση είναι το “κούρεμα” του ελληνικού χρέους, αυτό όμως είναι μάλλον αδύνατο να περάσει από τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια των δανειστών», εκτιμά ο Έλληνας καθηγητής και προσθέτει: «Η άλλη λύση είναι να γίνει σημαντική επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων με παράλληλη μείωση των επιτοκίων. Μια τέτοια εξέλιξη προϋποθέτει μεγάλη εμπιστοσύνη των δανειστών έναντι των ελλήνων πολιτικών. Η μέχρι τώρα συμπεριφορά των κυβερνώντων στο πεδίο της υλοποίησης των συμφωνηθέντων και οι απειλές της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι δεν δεσμεύεται σε τίποτα, δεν προσφέρονται για τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης».
Συμβολική η επίσκεψη Μέρκελ στην Αθήνα
Συμβολικής σημασίας προκειμένου να ενισχυθεί πολιτικά η συγκυβέρνηση χαρακτηρίζει την επίσκεψη της καγκελαρίου Μέρκελ στην Αθήνα ο κ. Παρασκευόπουλος, που δεν αναμένει από το γεγονός αυτό κάποια σημαντική εξέλιξη όσον αφορά την διαχείριση του χρέους.
«Η γερμανίδα καγκελάριος θα επαναλάβει και θα τονίσει άλλη μια φορά ότι η γερμανική κυβέρνηση και η γερμανική οικονομία είναι αλληλέγγυες προς την Ελλάδα, αν βεβαίως η Αθήνα ανταποκριθεί με συνέπεια στις συμφωνημένες δημοσιονομικές και διαρθρωτικές υποχρεώσεις της και δημιουργήσει έτσι το απαιτούμενο κλίμα πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας. Έτσι θα έρθουν και οι γερμανοί τουρίστες για διακοπές και οι γερμανοί επιχειρηματίες για επενδύσεις. Οι Έλληνες, όμως, πρέπει να δώσουν πρώτοι το καλό παράδειγμα», καταλήγει ο Έλληνας οικονομολόγος.
Πηγή: Deutsche Welle