Οικονομία & Αγορές
Τετάρτη, 26 Μαρτίου 2014 16:41

Επενδυτική προστασία σε ομόλογα ασφάλισης

Όταν μία τράπεζα ή ΕΠΕΥ παρέχει επενδυτική υπηρεσία υποχρεούται να ακολουθεί κανόνες διαφώτισης και ενημέρωσης του πελάτη, ώστε ο τελευταίος να λαμβάνει κατά τρόπο υπεύθυνο και με αντικειμενική γνώση τις επενδυτικές αποφάσεις που τον αφορούν.

Όταν μία τράπεζα ή ΕΠΕΥ παρέχει επενδυτική υπηρεσία υποχρεούται να ακολουθεί κανόνες διαφώτισης και ενημέρωσης του πελάτη, ώστε ο τελευταίος να λαμβάνει κατά τρόπο υπεύθυνο και με αντικειμενική γνώση τις επενδυτικές αποφάσεις που τον αφορούν.

Οι κανόνες αυτοί εμπεριέχονται κατά βάση στην επενδυτική νομοθεσία (τη λεγόμενη και Mifid σχετική κοινοτική οδηγία). Ωστόσο, επενδυτικές υπηρεσίες παρέχουν και ασφαλιστικές εταιρείες, δίχως οι διατάξεις της παραπάνω οδηγίας να βρίσκουν ρητά εφαρμογή σε αυτές. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ο πελάτης που αγοράζει επενδυτικές υπηρεσίες από ασφαλιστική εταιρεία δεν έχει ανάλογη προστασία.

Κάθε καταναλωτής έχει το θεμελιώδες δικαίωμα σε ασφαλείς υπηρεσίες. Στην περίπτωση των επενδύσεων η διαφώτιση και η ενημέρωση του καταναλωτή σε όλα τα κρίσιμα για την επιλογή του στοιχεία, είναι αυτές που καθορίζουν την ασφάλεια.  

Το Εσωτερικό Μεταβλητό Κεφάλαιο

Αξίζει να αναδείξει κανείς τη σημασία που προσλαμβάνει η εν λόγω προστασία στο παράδειγμα μίας επίκαιρης περίπτωσης. Στα τέλη του 2009  τράπεζα κατηύθυνε πελάτες της, οι οποίοι ενδιαφέρονταν για την καλύτερη προθεσμιακή κατάθεση των χρημάτων τους, στη σύναψη, με τη συνεργαζόμενη ασφαλιστική εταιρεία, ασφάλισης ζωής που συνδέονταν με επενδύσεις. Στην ασφάλιση αυτή το σύνολο του Εσωτερικού Μεταβλητού Κεφαλαίου (ΕΜΚ) επενδυόταν εξαρχής σε εκδιδόμενα ομόλογα κυπριακής τράπεζας, που προσέφεραν για μία πενταετία ετήσιο κουπόνι με σταθερό επιτόκιο. Οταν, ωστόσο, τα ομόλογα αυτά έχασαν την αξία τους, στο πλαίσιο των διαδικασιών εξυγίανσης της εκδότριας τράπεζας, οι καταθέτες, αιφνιδιασμένοι, βρέθηκαν αντιμέτωποι με την απώλεια των κεφαλαίων τους. Οι καταναλωτές αυτοί, όπως και όσοι έχουν εμπλακεί σε ανάλογες συναλλαγές, δεν είναι όμως απροστάτευτοι. Οι υποχρεώσεις για πλήρη διαφώτιση του πελάτη και επιμελή και ασφαλή παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ισχύουν και εν προκειμένω. 

Η παραπάνω ασφάλιση είχε καταστρωθεί κατά τρόπο που να μην εμφανίζει τις επιβαρύνσεις μίας επενδυτικής ασφάλισης (έξοδα πρόσκτησης, διαχειριστικά έξοδα), έτσι ώστε η αξία των μεριδίων του ΕΜΚ να αντιστοιχεί σε ίσης ονομαστικής αξίας ομόλογα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προσομοίαζε περισσότερο σε μία πενταετή προθεσμιακή κατάθεση. Ο καταθέτης, χωρίς επενδυτική εμπειρία αγόραζε μία ασφάλιση, την οποία ακόμη και αν την αντιλαμβανόταν ως τέτοια, πάντως δεν διέφερε σημαντικά από μία μακρόχρονη προθεσμιακή κατάθεση με αξιόλογο, για τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, σταθερό επιτόκιο.

Το παραπάνω προϊόν δεν ήταν τελικά καταθετικό. Πολλοί καταναλωτές το συνειδητοποίησαν εκ των υστέρων από τις συνέπειες που προέκυψαν. Δεν ήταν, όμως, ούτε ασφάλιση επενδυτικού χαρακτήρα, με την έννοια της διαχείρισης ενός κεφαλαίου.

Ο πελάτης που αγοράζει συνδεδεμένη με επενδύσεις ασφάλιση, το κάνει προφανώς για να αναθέσει, να εμπιστευθεί, στην ασφαλιστική εταιρεία τη διαχείριση του κεφαλαίου του, μέσω της αγοράς μεριδίων στο ΕΜΚ. Αποβλέπει στην ανάληψη από την ασφαλιστική εταιρεία της επενδυτικής διαχείρισης και  επιμέλειας της περιουσίας του (των μεριδίων του), καθώς ο ίδιος δεν διαθέτει αντίστοιχες γνώσεις και εμπειρία. Η εταιρεία αναλαμβάνει με την επενδυτική ασφάλιση την ευθύνη απέναντι στον πελάτη, με βάση τη συμφωνηθείσα επενδυτική στρατηγική, να διαχειριστεί η ίδια το κεφάλαιό του. Οταν, μετά την έναρξη της ασφάλισης, δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί καμία διαχειριστική πράξη, με την έννοια της επιμέλειας της επένδυσης, δημιουργείται μία κρίσιμη κατάσταση. Η τελευταία γίνεται όμως ιδιαίτερα  επικίνδυνη όταν ο καταναλωτής έχει εντέλει την ευθύνη της επιλογής και διαχείρισης, δίχως ο ίδιος να το συνειδητοποιεί ή να ενημερώνεται με σαφήνεια γι’ αυτό.  
Η επενδυτική ασφάλιση εξαντλούνταν στην παραπάνω περίπτωση στην εξαρχής -υπόδειξη για την- αγορά συγκεκριμένων ομολόγων της κυπριακής τράπεζας. Ο πελάτης προέβαινε, με ή χωρίς επίγνωση ότι ενεργούσε ως επενδυτής, στην αγορά των συγκεκριμένων ομολόγων. Την ασφάλιση, την πώληση δηλαδή των ομολόγων, αναλάμβανε ουσιαστικά να προωθήσει στους επενδυτές η θυγατρική της εκδότριας τράπεζα, η οποία και αποτελούσε και το δίκτυο της ασφαλιστικής. Η τελευταία, δίχως να αποκαλύπτει στον πελάτη τα οφέλη της από τη συγκεκριμένη επένδυση, διαμόρφωνε μία ασφάλιση επενδυτικού χαρακτήρα, για την οποία δεν μπορούσε να αποκλεισθεί, κατά την προσέγγιση των καταναλωτών, ο κίνδυνος να μην  παρασχεθεί σαφής, επαρκής και ακριβής ενημέρωση. Η αλληλεξάρτηση και η ώσμωση συμφερόντων στη διάπλαση ενός επενδυτικού προϊόντος ενέχει όμως τον κίνδυνο παραμέλησης των συμφερόντων του πελάτη. Ακόμη κι αν θεωρούσαν τράπεζα και ασφαλιστική ότι η συγκεκριμένη επιλογή ανταποκρινόταν πράγματι στο συμφέρον του πελάτη, όφειλαν τουλάχιστον να γνωστοποιήσουν σε αυτόν την παραπάνω σύγκρουση συμφερόντων, ώστε ο λήπτης της ασφάλισης να εξετάσει και να διερευνήσει την πρόταση ασφάλισης με την επιβεβλημένη προσοχή και επιφυλακτικότητα.

Σε κάθε ανάλογη περίπτωση ένα ερώτημα αποκτά καίρια σημασία: Είναι τελικά το ενδιαφέρον για την παροχή της υπηρεσίας στον πελάτη που διαμόρφωσε την ασφάλιση ή το ενδιαφέρον για την προώθηση των ομολόγων της εκδότριας; Οποιος δίνει την πρώτη απάντηση θα πρέπει να εξηγήσει την επιλογή να επενδυθεί το σύνολο του μεταβλητού κεφαλαίου στο ίδιο ομόλογο, χωρίς μέριμνα για διασπορά και ελαχιστοποίηση του κινδύνου. Ακόμη περισσότερο να εξηγήσει γιατί κανείς να επιλέξει την αγορά του  συγκεκριμένου ομολόγου στην ονομαστική αξία  όταν ενδεχομένως ομόλογα, ακόμη και της ίδιας της εκδότριας, με ανάλογη εναπομένουσα διάρκεια προσφέρονταν ήδη σε σημαντικά χαμηλότερη αξία στη δευτερογενή αγορά.

Από τη στιγμή που μια ασφαλιστική εταιρεία συμβάλλεται με τον πελάτη για την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας, δεν μπορεί να αποποιηθεί τις ευθύνες ενημέρωσης και διαφώτισης που και η ίδια έχει απέναντι σε αυτόν. Οι καταναλωτές, οι οποίοι μάλιστα δεν διαθέτουν επενδυτική εμπειρία για να είναι σε θέση να λάβουν οι ίδιοι ορθές επενδυτικές αποφάσεις, χρειάζονται ακριβή, σαφή, μη παραπλανητική, εξειδικευμένη και προσανατολισμένη στις ανάγκες τους πληροφόρηση. Κάθε καταναλωτής, ασφαλώς, μπορεί να ελέγξει αν έλαβε ορθή ενημέρωση για τα χαρακτηριστικά, τα μειονεκτήματα και τους κινδύνους της επένδυσης. Μπορεί να βλέπει στην αίτηση ασφάλισης που υπέγραψε αν η εταιρεία ενδιαφέρθηκε να πληροφορηθεί τις γνώσεις και την εμπειρία του, τη χρηματοοικονομική του κατάσταση, τις ανάγκες και τους στόχους του, ώστε να του παράσχει πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή και να αποφανθεί για την καταλληλότητα της επένδυσης.

Το γεγονός ότι ένα επενδυτικό προϊόν προωθείται στους καταναλωτές μέσω μίας επενδυτικής ασφάλισης, δεν σημαίνει ότι αυτοί δεν έχουν δικαίωμα στην ασφάλεια. Η εν λόγω προστασία θεμελιώνεται άλλωστε σε θεμελιώδεις συναλλακτικές αρχές και διατάξεις. Οι καταναλωτές δεν έχουν λοιπόν παρά να αναλογιστούν τις συνθήκες υπό τις οποίες έχουν οδηγηθεί στη σύναψη και διατήρηση μίας ασφάλισης που τους ζημίωσε. Στο βαθμό που η ελλιπής, ασαφής και ανακριβής πληροφόρηση για κρίσιμα στοιχεία της επένδυσης καθόρισαν την «απόφασή» τους, δικαιούνται στο ακέραιο την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν.

Η προώθηση επενδυτικών προϊόντων μέσω ασφαλίσεων αναδεικνύει με ανάγλυφο τρόπο και τις ευθύνες της Πολιτείας. Η τελευταία οφείλει να εδραιώσει τους κανόνες προστασίας του επενδυτή και να διευκολύνει την εφαρμογή τους και στην ασφαλιστική αγορά. Δεν επιτρέπεται η τελευταία (αντιθέτως την απαξιώνει) να δραστηριοποιείται σε ένα τόσο κρίσιμο τομέα και να υστερεί απέναντι σε ανταγωνιστικούς μάλιστα κλάδους σε διαφάνεια και προστασία του πελάτη.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΠΥΡΑΚΟΣ