Σημαντικά αναβαθμισμένες αναμένεται να είναι oι συνθήκες ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, με την έναρξη λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης το Νοέμβριο του 2014, σύμφωνα με τον γενικό γραμματέα της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ), Χρ. Γκόρτσο.
Σημαντικά αναβαθμισμένες αναμένεται να είναι oι συνθήκες ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, σε ένα καθεστώς ασφαλέστερης χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, με την έναρξη λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης το Νοέμβριο του 2014, σύμφωνα με τον γενικό γραμματέα της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ), Χρήστο Γκόρτσο.
Για τη χώρα μας, αναφέρει ο κ. Γκόρτσος σε άρθρο του σε νέο συλλογικό τόμο της ΕΕΤ, αναγκαία προϋπόθεση αποτελούν, βέβαια, η διατηρησιμότητα της τρέχουσας σταθεροποίησης των δημοσιονομικών δεικτών και η διασφάλιση ενός σταθερού πολιτικού κλίματος, οι οποίες θα επιτρέψουν τη σταδιακά σταθερή επιστροφή καταθέσεων στα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα και τη δυνατότητα προσφυγής τους στις διεθνείς διατραπεζικές αγορές και στις διεθνείς κεφαλαιαγορές για την άντληση περαιτέρω δανειακών κεφαλαίων.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΕΤ, μόνο με αυτό τον τρόπο θα γεμίσει η δεξαμενή των δανειακών κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων, ώστε αυτά να επιστρέψουν πλήρως, με ασφάλεια για τους καταθέτες τους, στη συνήθη δανειοδοτική τους δραστηριότητα, εφόσον εν τω μεταξύ έχει επιτευχθεί σταδιακά και η ανάκαμψη του πραγματικού τομέα της οικονομίας.
Όπως αναφέρει ο κ. Γκόρτσος στο άρθρο του, με τη θέση σε εφαρμογή του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, τον Νοέμβριο του 2014, με επίκεντρο την ΕΚΤ, αρχίζει μια νέα εποχή για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Η ανάθεση στην ΕΚΤ εποπτικών καθηκόντων για τα πιστωτικά ιδρύματα την καθιστά πλέον κυρίαρχη όχι μόνον στο νομισματικό αλλά και στο τραπεζικό πεδίο.
«Ωστόσο, τα νέα καθήκοντα της ΕΚΤ δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν και χωρίς κάποιο σκεπτικισμό», αναφέρει ο κ. Γκόρτσος. Όπως λέει, αυτό οφείλεται σε δύο παράγοντες:
(i) H ανάθεση (εν γένει) σε μια νομισματική αρχή εποπτικών αρμοδιοτήτων σχετικά με φορείς του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ιδίως δε σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα, εγείρει ζητήματα σύγκρουσης συμφερόντων, θέτοντας, εν προκειμένω, σε κρίση κατά πόσον η ΕΚΤ, ως νομισματική αρχή, θα είναι σε θέση να υπηρετεί με συνέπεια και αποτελεσματικά τον πρωταρχικό της στόχο, σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της σταθερότητας του επιπέδου των τιμών στην Ευρωζώνη.
- (ii) Δεν πρέπει, επίσης, να αποκλειστεί το (απευκταίο) ενδεχόμενο της συνδρομής προϋποθέσεων υπό τις οποίες, κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών της θητείας της ΕΚΤ ως εποπτικής αρχής, ένα ή περισσότερα συστημικά σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα που θα τελούν υπό την εποπτεία της να εκτεθούν σε αφερεγγυότητα, γεγονός που θα μπορούσε να αποδοθεί και σε δική της πλημμελή άσκηση καθηκόντων. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αξιοπιστία της ΕΚΤ, ως νομισματικής αρχής, θα ετίθετο σε έντονη αμφισβήτηση (όχι τόσο από ουσιαστική, αλλά από πολιτική άποψη), με όλες τις συνεπαγόμενες αρνητικές επιπτώσεις για τη βιωσιμότητα της Ευρωζώνης.
«Δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι οι τρέχουσες εξελίξεις θα έχουν σημαντική επίπτωση και στη λειτουργία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Από το Νοέμβριο του τρέχοντος έτους, η άμεση μικρο-προληπτική εποπτεία των τεσσάρων συστημικών πιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας μας (Τράπεζα Πειραιώς, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Alpha Bank και Eurobank Ergasias) θα ασκείται από την ΕΚΤ (με τη συνδρομή της Τράπεζας της Ελλάδος), ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος θα διατηρήσει την αρμοδιότητα για την άμεση εποπτεία (υπό τις Οδηγίες της ΕΚΤ) των υπολοίπων πιστωτικών ιδρυμάτων (περιλαμβανομένων των συνεταιριστικών)», επισημαίνει ο κ. Γκόρτσος.