Οικονομία & Αγορές
Παρασκευή, 14 Μαρτίου 2014 11:36

«Η Ελλάδα χρειάζεται επενδύσεις ύψους 12 δισ. ετησίως»

«Η αύξηση των επενδύσεων από το (πτωτικό) 13% του ΑΕΠ στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 20% συνιστά παράγοντα - κλειδί για την έξοδο από την κρίση και για πραγματική ανάπτυξη», εκτιμά ο πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Γάτσιος, από το βήμα διαλόγου του naftemporiki.gr για τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.

«Η αύξηση των επενδύσεων από το (πτωτικό) 13% του ΑΕΠ στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 20% συνιστά παράγοντα - κλειδί για την έξοδο από την κρίση και για πραγματική ανάπτυξη», εκτιμά ο πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Γάτσιος, από το βήμα διαλόγου του naftemporiki.gr για τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.

Ο κ. Γάτσιος υπογραμμίζει ότι αυτή η διαφορά των 7 ποσοστιαίων μονάδων ισοδυναμεί με επενδύσεις ύψους 12 δισ. ευρώ ετησίως, που κατά τη γνώμη του μπορούν να ωθήσουν την οικονομία προς τα πάνω. Προσθέτει δε πως η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων είναι εφικτή, ιδιαίτερα αν συνεπικουρείται από τις χρηματοδοτήσεις του ΕΣΠΑ και των Διαρθρωτικών Ταμείων της ΕΕ. Σύμφωνα με τον πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, οι τομείς οι οποίοι, αρχικά τουλάχιστον, μπορούν και είναι αναγκαίο να προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια, εγχώρια και ξένα, καθώς και δημόσιες επενδύσεις είναι τρεις: οι υποδομές, ο τουρισμός και η ενέργεια.

Συνέχεια από το 1ο μέρος

Ποιες είναι κατά τη γνώμη σας οι επιλογές σήμερα με στόχο ένα βιώσιμο ελληνικό δημόσιο χρέος;

Γίνεται πολλή συζήτηση για το κατά πόσο ένα γενναίο κούρεμα, όπως προτείνει το ΔΝΤ, ή μια επιμήκυνση του χρέους με ταυτόχρονη μείωση των επιτοκίων δανεισμού, όπως προτείνεται από την Γερμανία, είναι η καταλληλότερη μέθοδος για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους. Από ένα σημείο και μετά, η συζήτηση αυτή έχει μόνο «ακαδημαϊκό» ενδιαφέρον. Ας πούμε ότι προσωπικά πιστεύω ότι η πρώτη μέθοδος είναι προτιμητέα. Και λοιπόν; Τελικά, εκείνο που έχει σημασία είναι αν οι δανειστές μας θα είναι διατεθειμένοι να την ακολουθήσουν. Και απ’ ό,τι φαίνεται δεν είναι.

Για να αποκτήσουμε μια επαφή με την πραγματικότητα, ας παρατηρήσουμε ότι βρισκόμαστε αυτόν τον καιρό σε μια ατέρμονη διαδικασία συζητήσεων με την τρόικα για την εκταμίευση χρηματοδοτήσεων που θα έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί από τον περασμένο Δεκέμβρη. Και πολύ φοβάμαι ότι η διαδικασία αυτή δεν θα ολοκληρωθεί, όπως διαφαίνεται, στο Eurogroup του Μαρτίου, αλλά σε αυτό του Απριλίου, στην καλύτερη περίπτωση. Η επίκληση από ελληνικής πλευράς της ύπαρξης πρωτογενούς πλεονάσματος, σε συνδυασμό με την επίκληση της σχετικής απόφασης του Eurogroup του Νοεμβρίου 2012 αναφορικά με δανειακές διευκολύνσεις προς την Ελλάδα, δεν φαίνεται να βοήθησε στην επιτάχυνση της διαδικασίας. Αλλά, όπως προανέφερα, εκείνη η απόφαση δεν έθετε ως προϋπόθεση μόνο την ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος, αλλά και «…την πλήρη εφαρμογή όλων των όρων που περιέχονται στο Μνημόνιο…». Παρατηρήστε, επίσης, ότι, κατ’ ουσία, αυτήν την περίοδο βρισκόμαστε σε συζητήσεις για την σύναψη νέας δανειακής σύμβασης, μετά τον Μάιο, ώστε να μπορέσουμε να συντάξουμε τον Προϋπολογισμό τού 2015. Και η έγνοια, ένθεν κακείθεν του πολιτικού τόξου που φιλοδοξούν τότε να κυβερνούν ή να κυβερνήσουν, είναι η νέα σύμβαση να μην ονομαστεί «Μνημόνιο», όταν είναι αυτοί «στα πράγματα», αλλά κάπως αλλιώς. Ας πούμε, «Σύμφωνο για την Ανάπτυξη», ή κάτι τέτοιο. Ακούγεται «φτηνό», και είναι. Δυστυχώς, όμως, είναι η πραγματικότητα.  

Όλα αυτά καταδεικνύουν το πραγματικό, όχι φαντασιακό, μέγεθος της διαπραγματευτικής μας δύναμης. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτή θα δυναμώνει, μόνο στο βαθμό και στο μέτρο που δυναμώνει η παραγωγική μας ικανότητα, ιδιαίτερα στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων». Παραγωγική ανασυγκρότηση και εξαγωγές είναι ο μόνος δρόμος που έχουμε μπροστά μας και ο μόνος τρόπος για μια υγιή ανάπτυξη. Αν τον ακολουθήσουμε με συνέπεια και αποφασιστικότητα, θα μπορούμε ταυτόχρονα να θέτουμε με πειστικότητα αιτήματα για τρόπους ελάφρυνσης του χρέους. Εκεί πρέπει να είναι η εστίαση των προσπαθειών μας, αντί στην κατασκευή σχετικών «σεναρίων».

Είναι η βιωσιμότητα των υφιστάμενων γραμμών παραγωγής και η δημιουργία νέων δίπλα από τις υπάρχουσες που μπορούν να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους. Όχι το αντίστροφο. Πρέπει να ασχοληθούμε με ουσιαστικό τρόπο και με τον παρονομαστή τού κλάσματος του χρέους.

Όπως γνωρίσαμε έως σήμερα το ελληνικό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, τι αφήνει πίσω του;

Όταν ξεκινούσε το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, τα Μνημόνια, η Ελλάδα ήταν στο χείλος τού γκρεμού, εάν δεν αιωρείτο ήδη στο κενό. Κανένας δεν μπορεί να έχει στα σοβαρά αντίρρηση για την αναγκαιότητα της δημοσιονομικής προσαρμογής. Όμως, το σταθεροποιητικό πρόγραμμα ήταν και είναι απλά μια απόπειρα διάσωσης από μια, καταστροφική για τη χώρα και κοινωνία μας, άτακτη χρεοκοπία. Το αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι εγγυημένο, ιδιαίτερα στις συνθήκες που χαρακτήριζαν την οικονομία μας, και σε κάθε περίπτωση εξαρτιόταν και εξαρτάται κυρίως από την συμπεριφορά του σωζόμενου. Βέβαια, όσο επιτυχώς και αν εφαρμοζόταν, δεν θα μπορούσε να είναι ανώδυνο, αφού αποσκοπούσε στο να «προσγειώσει» την οικονομία σε ένα χαμηλότερο επίπεδο μακροχρόνιας, ευσταθούς ισορροπία, από εκείνο που την είχε οδηγήσει η τρελή κούρσα υπερκατανάλωσης και η «φούσκα» που αυτή είχε δημιουργήσει. Εάν η ελληνική οικονομία, παρότι ασθμαίνουσα και συρρικνούμενη, καταφέρνει να επιβιώνει και να ελπίζει σε μια έξοδο από την κρίση, τούτο οφείλεται στη δημοσιονομική προσαρμογή. Γιατί εάν, αντίθετα με ό,τι συνέβη τα προηγούμενα χρόνια, κυριαρχούσε η άποψη ότι ο δρόμος για την καταπολέμηση της επερχόμενης πτώχευσης περνούσε μέσα από τη δημιουργία ακόμη περισσοτέρων ελλειμμάτων, η κατάρρευση της οικονομίας θα ήταν ακαριαία.

Τώρα, εάν το ερώτημα είναι το κατά πόσο το σταθεροποιητικό πρόγραμμα, τόσο στη διάσταση της δημοσιονομικής προσαρμογής όσο και σε εκείνη της ανταγωνιστικής προσαρμογής, υλοποιήθηκε με τον αποτελεσματικότερο, παραγωγικότερο και δικαιότερο τρόπο, τότε θα σας απαντούσα αρνητικά. Συγκεκριμένα, νομίζω πως τρία είναι τα σημεία μιας ουσιαστικής κριτικής. Και τα τρία βαρύνουν, κατά κύριο λόγο, την ελληνική πλευρά, ως αρμοδίας για τα του οίκου μας. Το πρώτο είναι ότι υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην αναγνώριση του μείζονος προβλήματος της ανταγωνιστικότητας, μόλις το 2012 με το δεύτερο Μνημόνιο. Η συζήτηση που οδήγησε στο πρώτο Μνημόνιο αφορούσε μόνο το δημοσιονομικό πρόβλημα, όταν επιτέλους η ύπαρξή του αναγνωρίστηκε στα τέλη τού 2009.

Δεύτερο, η υλοποίηση της δημοσιονομικής προσαρμογής ακολούθησε τη γνωστή καταστροφική λογική ότι είναι τα έσοδα που πρέπει να προσαρμόζονται στα δεδομένα έξοδα και όχι το αντίστροφο, τα έξοδα στα δεδομένα έσοδα. Σημειώνω, ότι το ECOFIN, πριν τις εκλογές τού 2009, συνιστούσε στην Ελλάδα να προχωρήσει σε μια δημοσιονομική προσαρμογή κυρίως προς την κατεύθυνση μείωσης των δαπανών και με τη λήψη μέτρων «διαρκούς απόδοσης» και όχι «μιας χρήσης». Όμως η Ελλάδα, και πριν και μετά τις εκλογές, κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, υιοθετώντας μέτρα «μιας χρήσης» από τη μεριά των εσόδων, με την επιβολή αλλεπάλληλων μέτρων έκτακτης φορολογίας, άμεσης και έμμεσης, πάνω στα συνήθη φορολογικά υποζύγια καθώς και με οριζόντιες και εύκολες περικοπές δαπανών, όπως στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Η ανομολόγητη επιδίωξη κατά την εφαρμογή του πρώτου Μνημονίου το 2010, ήταν η δημοσιονομική προσαρμογή να πραγματοποιηθεί χωρίς να θιγούν τα «ιερά και όσια» της κομματοκρατίας, να προστατευθούν οι κομματικοί στρατοί στις ΔΕΚΟ και το ευρύτερο Δημόσιο με τους δεκάδες άχρηστους οργανισμούς, η διοίκηση των οποίων εξακολουθεί να προσφέρεται από το κόμμα-κάτοχο του κράτους στους αποτυχημένους πολιτευτές του.

Όσο δε αφορά το μείζον πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, όταν το δεύτερο Μνημόνιο επιτέλους το ανακάλυψε το 2012, η επίλυσή του μέσω της αναγκαίας και αναπόφευκτης «εσωτερικής υποτίμησης» υπήρξε ημιτελής και προκλητικά μονομερής. Η «εσωτερική υποτίμηση» για να είναι επιτυχής οφείλει να περιλαμβάνει όλους τους συντελεστές κόστους (εργατικό κόστος, κόστος λοιπών συντελεστών παραγωγής) και τους συντελεστές τιμών. Όμως, εν προκειμένω, υποτιμήθηκε και υποτιμάται μόνο η μισθωτή εργασία, ενώ το ίδιο δεν ισχύει για τους υπόλοιπους συντελεστές παραγωγής, ούτε για τις τιμές παραγωγού και καταναλωτή. Αξίζει να αναφερθεί, ότι το δεύτερο Μνημόνιο αφιερώνει μόνο τρεις γραμμές στην ανάγκη για μείωση τιμών, μέσω μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. 

Μία από τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας είναι ότι δεν αξιοποίησε αποτελεσματικά και με προοπτική τα αναπτυξιακά κονδύλια της ΕΕ. Τι χρειάζεται από εδώ και στο εξής για να επιτύχει η Ελλάδα τη μέγιστη δυνατή προστιθέμενη αξία των ευρωπαϊκών επενδύσεων;

Ο όρος «παθογένειες» που χρησιμοποιείτε, παραπέμπει ξανά στο προαναφερθέν άρθρο μου με τον Δημήτρη Ιωάννου. Δυστυχώς, η χρήση των κονδυλίων αυτών στην πρώτη περίοδο συμμετοχής μας στην ΕΕ ήταν αντίστοιχη με αυτήν του καθεστώτος χαμηλών επιτοκίων δανεισμού της περιόδου συμμετοχής μας στην ευρωζώνη. Χρησιμοποιήθηκαν πρωτίστως για να χρηματοδοτήσουν μια πλαστή ευημερία στα πλαίσια μιας παρασιτικής οικονομίας. Το πέρασμα από μια μετεμφυλιακή οικονομία, όπου μια κοινωνική πλειοψηφία δημιουργούσε το πλεόνασμα το οποίο, υπό μορφή προσόδου, διοχετευόταν σε μια ελεγχόμενου μεγέθους ομάδα κυρίαρχων στρωμάτων, σε μια μεταπολιτευτική οικονομία, όπου το δικαίωμα στην πρόσοδο κατέστη σχεδόν πάνδημο, ασχέτως παραγωγικής συνεισφοράς, οδήγησε σε μια τερατογένεση. Καθώς η ισχνή παραγωγική του βάση δεν αρκούσε για να το συντηρήσει, το παράδοξο ελληνικό κοινωνικο-οικονομικό μόρφωμα έπρεπε να αναζητήσει από αλλού την τροφοδοσία του με το απαραίτητο καταναλωτικό πλεόνασμα. Προς την κατεύθυνση αυτή χρησιμοποιήθηκαν και οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, συμβάλλοντας σε μια επίπλαστη ευημερία και ενισχύοντας το ιδεολόγημα ότι η συμμετοχή μας στην Ευρώπη αρκούσε από μόνη της για τη λύση των όποιων προβλημάτων μας. Μια καταστροφική ελαφρότητα.    

Έτσι, η οδική Εγνατία χρειάστηκε περισσότερο χρόνο για την ολοκλήρωσή της απ’ ό,τι χρειάστηκε ο Υπερσιβηρικός, ενώ η ηλεκτροσιδηροδρομική Εγνατία έμεινε στα αζήτητα, το κομμάτι Πάτρα-Αθήνα της ΠΑΘΕ ακόμη κατασκευάζεται, ο δυτικός άξονας εκφυλίστηκε σε παρακάμψεις Άρτας και Αγρινίου, τα μεγάλα λιμάνια της χώρας έμειναν ως είχαν. Για να περιορισθώ μόνο σε μερικά από τα έργα υποδομής που έχει ανάγκη η χώρα.

Σήμερα, η αύξηση των επενδύσεων από το 13% του ΑΕΠ στο οποίο βρίσκονται και, μάλιστα, με τάση πτωτική, στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 20% συνιστά παράγοντα-κλειδί για την έξοδο από την κρίση και για πραγματική ανάπτυξη. Η διαφορά των 7 ποσοστιαίων μονάδων ισοδυναμεί με επενδύσεις ύψους 12 δισ. ευρώ ετησίως, που μπορούν να ωθήσουν την οικονομία προς τα πάνω. Η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων είναι εφικτή, ιδιαίτερα αν συνεπικουρείται από τις χρηματοδοτήσεις του ΕΣΠΑ και των Διαρθρωτικών Ταμείων τής ΕΕ. Οι τομείς οι οποίοι, αρχικά τουλάχιστον, μπορούν και είναι αναγκαίο να προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια, εγχώρια και ξένα, καθώς και δημόσιες επενδύσεις είναι τρεις: οι υποδομές, ο τουρισμός και η ενέργεια.

Η αναβάθμιση και ο εκμοντερισμός τού σιδηροδρομικού δικτύου και των δικτύων λιμένων τής χώρας είναι εκ των ων ουκ άνευ, εάν πρόκειται η Ελλάδας να χρησιμοποιήσει πράγματι το πλεονέκτημα της γεωγραφικής της θέσης και να υποστηρίξει μια εξωστρεφή, ανταγωνιστική οικονομία. Ο τουρισμός, με αναβαθμισμένες υποδομές και υπηρεσίες, μπορεί να πρωταγωνιστήσει στη δημιουργία μιας νέας εικόνας για την Ελλάδα που, με τα αρχαιολογικά της μνημεία, τη φύση και τους ανθρώπους της, είναι ένα μέρος που όλοι θέλουν να επισκεφτούν. Η αναπτυξιακή γραμμή τουρισμού-πολιτισμού-κρουαζιέρας-αγροδιατροφής μπορεί να γίνει μοναδική και να «πουλάει» δώδεκα μήνες το χρόνο. Ο τομέας της ενέργειας, τέλος, μπορεί να λειτουργήσει ως στρατηγική εισροή σε μια νέα ανταγωνιστική ελληνική οικονομία, συνδέοντάς την με ένα νέο κύμα ανάπτυξης παγκόσμια. Η Ελλάδα μπορεί, επιπλέον, να συνεισφέρει ως μέρος μιας αλυσίδας ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας. Αν και το φυσικό αέριο και οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας είναι οι νέοι πρωταγωνιστές, επ’ ουδενί δεν πρέπει να αγνοούμε τα πολύ πλούσια κοιτάσματα λιγνίτη που διαθέτει η χώρα και τον υδάτινο πλούτο της. Ωστόσο, είναι πολύ λανθασμένη, κατά τη γνώμη μου, η άποψη ότι η οικονομία μας μπορεί ή πρέπει να γίνει μια οικονομία βασισμένη στο πετρέλαιο. Θα πρέπει να καβαλήσουμε το επόμενο κύμα ανάπτυξης που ογκούται, όχι αυτό που φθίνει. Το Αιγαίο αρχιπέλαγος και το Ιόνιο έχουν πολύ περισσότερο πλούτο να δώσουν απ’ αυτό του πετρελαίου.

Κάποιες επενδύσεις μπορούν να προέλθουν και από το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων. Όχι μέσα από αποκρατικοποιήσεις που θα μπορούσαμε να τις αποκαλέσουμε «της πυρκαγιάς» (“fire sales”), αλλά μέσα από ένα συνεκτικό πρόγραμμα που δουλεύει για την οικονομία και όχι για τους συμβούλους αποκρατικοποιήσεων. Είναι καθοριστικό ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει να αναπτύσσεται παράλληλα με τη διαδικασία δημιουργίας συνθηκών ανοίγματος του ανταγωνισμού, συνθηκών που απουσιάζουν και που είναι υπεύθυνες, σε μεγάλο βαθμό, για το γεγονός ότι η «εσωτερική υποτίμηση» την οποία βιώνουμε αφορά κυρίως τους μισθούς και όχι τις τιμές.

Βασικές προϋποθέσεις για την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων είναι, πρώτο, ένα σταθερό και απλό σύστημα φορολογικών κανόνων και, δεύτερο, απλοποίηση και ταχύτητα στις διαδικασίες αδειοδότησης. Όμως, με ένα φορολογικό σύστημα «κουρελού» από τις εκατοντάδες ρυθμίσεις που εισάγονται ανά μήνα και με μια απίστευτη γραφειοκρατία που γεννά και ενισχύει τη διαφθορά, είναι δύσκολο να δούμε να έρχονται επενδύσεις. Θα πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά το ότι στην Έκθεση του World Economic Forum για το 2013 η Ελλάδα καταλαμβάνει, ως προς το επενδυτικό περιβάλλον, την 142η θέση μεταξύ 148 χωρών. Όπως, επίσης, το ότι από τα περίπου 1 τρισ. δολάρια ξένων άμεσων επενδύσεων που διατέθηκαν ανά τον κόσμο το 2013, το μερίδιο της χώρας μας ήταν μηδενικό, όταν η Ιρλανδία εξασφάλισε για τον εαυτό της 46 δισ. δολάρια και η Ισπανία 37 δισ. δολάρια.  

Αύριο ακολουθεί το 3ο και τελευταίο μέρος.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
[email protected]