Με μικρή πτώση έκλεισε η Wall Street έπειτα από τρεις ανοδικές συνεδριάσεις, καθώς η πτώση στις εξαγωγές της Κίνας προβλημάτισε την αγορά για τη δυναμική της παγκόσμιας ζήτησης.
Με μικρή πτώση έκλεισε η Wall Street έπειτα από τρεις ανοδικές συνεδριάσεις, καθώς η πτώση στις εξαγωγές της Κίνας προβλημάτισε την αγορά για τη δυναμική της παγκόσμιας ζήτησης.
Ειδικότερα, ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones έχασε 0,21% στις 16.418,68 μονάδες, ο τεχνολογικός Nasdaq υποχώρησε κατά 0,04% στις 4.334,45 μονάδες και ο S&P 500 σημείωσε απώλειες 0,05% στις 1.877,17 μονάδες.
Ενδοσυνεδρικά οι απώλειες των δεικτών έφτασαν έως και το 0,6%, αλλά την τελευταία ώρα έκαναν την εμφάνιση τους μεγάλα κεφάλαια περιορίζοντας τις απώλειες σχεδόν στο ελάχιστο.
Σήμερα είναι η πρώτη συνεδρίαση μετά από πέντε χρόνια συνεχούς bull market στη Wall Street, η οποία ξεκίνησε στις 9 Μαρτίου 2009. Από εκείνη την ημερομηνία, στάμάτησε το ανελέητο sell off που είχε προκαλέσει η χρηματοπιστωτική κρίση των ΗΠΑ που οδήγησε και στην κατάρρευση της Lehman Brothers. Έκτοτε, ο δείκτης - βαρόμετρο της αμερικανικής αγοράς, ο S&P 500, έχει κερδίσει 177%, με πολλούς αναλυτές να παρομοιάζουν την άνοδο με εκείνη της δεκαετίας του 1990 που οδήγησε στη φούσκα των εταιρειών του διαδικτύου.
Σήμερα, από τους 10 κύριους κλάδους του S&P 500, οι οκτώ κατέγραψαν απώλειες, καθώς εκτός από τις ανησυχίες για τις εξαγωγές της Κίνας, οι εξελίξεις στην Κριμαία της Ουκρανίας μόνο καθησυχαστικές δεν είναι, όσο μάλιστα πλησιάζουμε προς το δημοψήφισμα που θα κρίνει την προσάρτηση της στη Ρωσία ή όχι.
Στο ταμπλό, με απώλειες 1,3% έκλεισε η Boeing, με την αγορά να ανησυχεί για τις επιπτώσεις που θα έχει στις πωλήσεις της εταιρείας η εξαφάνιση του αεροπλάνου της Malaysia Airlines, με τους 239 επιβάτες να αγνοούνται.
Άλμα 11% κατέγραψε η Chiquita Brands International, καθώς η αγορά υποδέχτηκε με ενθουσιασμό τη συμφωνία ολικής συγχώνευσης με την Fyffes, ύψους 1,07 δισ. δολάρια.
Κέρδη 6,2% και για την FMC, μετά την ανακοίνωση ότι θα διαχωριστούν οι δραστηριότητες της σε δύο εταιρείες μέχρι τις αρχές του επόμενου έτους, ώστε να γίνει ο όμιλος περισσότερο ευέλικτος στις νέες επενδύσεις.