Οι προεκλογικές περίοδοι, ιδιαίτερα στη χώρα μας, έχουν μια ιδιαίτερη ικανότητα να μεταβάλλουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε πράξεις και επιλογές.
Αναδημοσίευση από τη «Ναυτεμπορική»
Οι προεκλογικές περίοδοι, ιδιαίτερα στη χώρα μας, έχουν μια ιδιαίτερη ικανότητα να μεταβάλλουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε πράξεις και επιλογές.
Η διήθηση των γεγονότων μέσα από το κόσκινο της αμφισβήτησης των κινήτρων αποκαλύπτει πολλές φορές τις διαφορετικές πτυχές της πραγματικότητας, θέτοντας το δίλημμα του αν όσα συμβαίνουν κλίνουν προς την πλευρά των αγαθών προθέσεων ή προς εκείνη του προεκλογικού εντυπωσιασμού.
Τα δεδομένα είναι συγκεκριμένα, αλλά η ερμηνεία ποικίλλει. Χθες, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την αύξηση των συντάξεων που λαμβάνουν όσοι συνταξιούχοι του Δημοσίου έχουν αναπηρία πάνω από 80%.
Πρόκειται στην ουσία για υλοποίηση δέσμευσης προς την ομάδα αυτή των συμπολιτών μας που δόθηκε όταν από τις αρχές του 2013 εφαρμόστηκε η γενική κατάργηση της χορήγησης Δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα στους συνταξιούχους.
Η κυβέρνηση υποσχέθηκε τότε ότι το ποσό της απώλειας των δώρων θα επέστρεφε υπό τη μορφή της ισόποσης αύξησης των ετήσιων συντάξιμων αποδοχών.
Σωστή κίνηση για τη στήριξη μιας πολύ ευπαθούς ομάδας, θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς, αν η κίνηση αυτή γινόταν σε διαφορετικό χρόνο από το παρά πέντε μιας εκλογικής αναμέτρησης.
Η εξήγηση «τώρα έχουμε πλεόνασμα» δεν ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη ότι η δαπάνη της συγκεκριμένης επιλογής είναι τόσο μικρή -εκτιμάται στα 3,5 εκατ. ευρώ- που θα μπορούσε να είχε υλοποιηθεί ευθύς εξαρχής.
Η ευρύτητα των προεκλογικά παρεξηγήσιμων επιλογών δεν περιορίζεται στην αποκατάσταση των αποδοχών κάποιων συνταξιούχων, αλλά εκτείνεται σε πολύ βαρύτερα όσον αφορά το δημοσιονομικό κόστος θέματα.
Οι παρεμβάσεις που ανατρέπουν την πολύ πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία, την καθιέρωση του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών, κατεβάζοντας πολύ τον πήχη των προστίμων, πώς ακριβώς θα μπορούσαν να αξιολογηθούν αν ενταχθούν στο προεκλογικό σκηνικό;
Παραμένοντας στο ίδιο περιβάλλον, αλλά ανεβαίνοντας αρκετά σκαλιά παραπάνω στις δημοσιονομικές επιπτώσεις, θα συναντήσει κανείς τις ανομολόγητες επισήμως, αλλά υπαρκτές κυβερνητικές προθέσεις προσφυγής στις αγορές για δανεισμό πριν από την εκλογική αναμέτρηση.
Η πιθανή έκδοση ομολόγου τριετούς ή πενταετούς διάρκειας θα σημάνει επιτόκιο άνω του 5% και πολλά εκατομμύρια ευρώ επιπλέον επιβάρυνση στο δημόσιο χρέος.
Οσο και αν τα ελληνικά ομόλογα έχουν τρέξει πολύ από την αρχή της χρονιάς, τα επίπεδα στα οποία έχουν διαμορφωθεί οι αποδόσεις τους απέχουν ακόμη πολύ από το να θεωρηθούν ικανές να συντηρήσουν ένα μακροπρόθεσμο κόστος δανεισμού.
Αρα, ποιες προθέσεις μπορεί να καταλογίσει κανείς σε μια τέτοια επιλογή; Προσπάθεια αναβίωσης πηγών χρηματοδότησης ή εντυπωσιασμού της «πολιτικής αγοράς» και τεκμηρίωσης της επιτυχούς ακολουθούμενης πολιτικής;
Είναι απολύτως σαφές ότι η προεκλογική περίοδος δεν προσφέρεται για σοβαρές μεγάλες αποφάσεις.
ΝΙΚΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ - [email protected]