Από την 01/01/2014, όλες οι παροχές σε είδος από τις επιχειρήσεις προς τους εργαζομένους θεωρούνται εισόδημα και φορολογούνται ως εισόδημα.
Από την 01/01/2014, όλες οι παροχές σε είδος από τις επιχειρήσεις προς τους εργαζομένους θεωρούνται εισόδημα και φορολογούνται ως εισόδημα.
Μεταξύ των παροχών αυτών –ο κατάλογος περιλαμβάνει τα κινητά που έχουν οι εργαζόμενοι και τα πληρώνουν οι επιχειρήσεις, τα εταιρικά αυτοκίνητα κλπ- είναι και τα δάνεια που δίνουν οι εταιρείες στους εργαζόμενούς τους ή και οι προκαταβολές μισθών.
Πρακτικά, όποιος ζητά και παίρνει προκαταβολή από την εταιρεία του, θα πληρώνει και φόρο εισοδήματος με συντελεστή που θα κυμαίνεται από 22% έως 42%. Σήμερα, δόθηκε στη δημοσιότητα και η υπουργική απόφαση βάσει της οποίας θα υπολογίζεται ο τόκος σε αυτά τα δάνεια.
Η νομοθετική διάταξη που ορίζει την υποχρέωση καταβολής φόρου για τις παροχές σε είδος με τη μορφή δανείου, έχει ως εξής:
«Οι παροχές σε είδος με τη μορφή δανείου, προς εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα περιβάλλονται τη μορφή έγγραφης συμφωνίας και αποτιμώνται με βάση το ποσό της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των τόκων που θα κατέβαλε ο εργαζόμενος στη διάρκεια του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο έλαβε την παροχή, εάν το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων ήταν το μέσο επιτόκιο αγοράς, του οποίου η μέθοδος υπολογισμού ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατά τον ίδιο μήνα και των τόκων που τυχόν κατέβαλε ο εργαζόμενος στη διάρκεια του εν λόγω ημερολογιακού μήνα. Σε περίπτωση που δεν υφίσταται έγγραφη συμφωνία δανείου, το σύνολο του αρχικού κεφαλαίου λογίζεται ως παροχή σε είδος. Η προκαταβολή μισθού άνω των τριών (3) μηνών θεωρείται δάνειο».
Από τον ίδιο τον νόμο λοιπόν, απορρέει η υποχρέωση έκδοσης υπουργικής απόφασης για τον υπολογισμό του επιτοκίου.
Την απόφαση υπέγραψε ήδη ο Γ. Μαυραγάνης. Αναφέρει τα εξής:
«Ως μέσο επιτόκιο αγοράς, για την εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 13 του Ν. 4172/2013, λαμβάνεται το επιτόκιο των τραπεζικών δανείων σε ευρώ, προς ιδιώτες, με τη μεθοδολογία που ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδας ανά μήνα, ανά κατηγορία και ανά υποκατηγορία δανείου. Αναλυτικότερα, προκειμένου για συμβάσεις καταναλωτικών, στεγαστικών, ανοιχτών δανείων και υπεραναλήψεων από τρεχούμενους λογαριασμούς λαμβάνεται το επιτόκιο της αντίστοιχης κατηγορίας και υποκατηγορίας δανείου όπως ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδας, για τον μήνα κατά τον οποίο ελήφθη η παροχή. Για συμβάσεις λοιπών δανείων, λαμβάνεται το επιτόκιο κατ’ αναλογία των όσων ισχύουν για τα καταναλωτικά δάνεια. Αν σε κάποια από τις υποκατηγορίες δανείων δεν ορίζεται επιτόκιο για τον μήνα που ελήφθη η παροχή, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των επιτοκίων της αντίστοιχης κατηγορίας δανείου για τον ίδιο μήνα. Σε περίπτωση προκαταβολής μισθού άνω των τριών μηνών, ως επιτόκιο λαμβάνεται το χαμηλότερο από τα επιτόκια κάθε κατηγορίας δα νείου από αυτές που περιγράφονται παραπάνω, όπως ισχύουν κατά το μήνα χορήγησης της προκαταβολής.
Σε περίπτωση που στη σύμβαση δανείου δεν αναγράφεται συγκεκριμένος σκοπός, ως επιτόκιο λαμβάνεται το επιτόκιο που ορίζει η Τράπεζα της Ελλάδας για τιςυπεραναλήψεις από τρεχούμενους λογαριασμούς για τον μήνα κατά τον οποίο ελήφθη η παροχή».
newsroom naftemporiki.gr