Οικονομία & Αγορές
Πέμπτη, 06 Φεβρουαρίου 2014 10:56

Η χαμηλή πτήση των ελληνικών εξαγωγών

Το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, η έλλειψη εξωστρέφειας όλα τα προηγούμενα χρόνια και η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα των εθνικών προϊόντων και υπηρεσιών προκαλούν τη χαμηλή πτήση στον τομέα των εξαγωγών, οι οποίες σύμφωνα με εκτιμήσεις που διατυπώνονται στο naftemporiki.gr μαζί με τις επενδύσεις θα πρέπει να προσεγγίσουν το 25-30% του ΑΕΠ.

Το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, η έλλειψη εξωστρέφειας όλα τα προηγούμενα χρόνια και η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα των εθνικών προϊόντων και υπηρεσιών προκαλούν τη χαμηλή πτήση στον τομέα των εξαγωγών, οι οποίες σύμφωνα με εκτιμήσεις που διατυπώνονται στο naftemporiki.gr μαζί με τις επενδύσεις θα πρέπει να προσεγγίσουν το 25-30% του ΑΕΠ.

Ο χάρτης των ελληνικών εξαγωγών

Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία για το πρώτο 10μηνο του 2013, όπως τα επεξεργάστηκε το Κέντρο Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών, το πρώτο 10μηνο του 2013 οι ελληνικές εξαγωγές ανήλθαν σε 22.987,3 εκατ. ευρώ έναντι 22.174,3 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2012. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών (και συμπεριλαμβανομένης της αξίας των πλοίων) ο όγκος των ελληνικών εξαγωγών για την ίδια περίοδο ανέρχεται σε 13.935,9 εκατ. ευρώ, δηλαδή -2% σε σύγκριση με το 2012.

  • 10.038,4 εκατ. ευρώ προς ΕΕ
  • 3.041,0 εκατ. ευρώ προς Βαλκάνια
  • 3.179,0 εκατ. ευρώ προς Μ.Ανατολή-Β.Αφρική
  • 964,1 εκατ. ευρώ προς Β.Αμερική
  • 372,8 εκατ. ευρώ προς Κίνα

Η πορεία των τελευταίων ετών

«Τα τελευταία 3-4 χρόνια οι επιδόσεις είναι καλές, παρ’ όλες τις αντιξοότητες. Το 2012 συνδέθηκε με το ιστορικό ρεκόρ των περίπου 27 δισ. ευρώ (σχεδόν 15% του ΑΕΠ). Το 2013 χαρακτηρίστηκε από σκαμπανεβάσματα και αναμένουμε τα αποτελέσματα του Δεκεμβρίου για να δούμε πού ακριβώς βρισκόμαστε», εξηγεί στο naftemporiki.gr η πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων Χριστίνα Σακελλαρίδη.

Λόγω της κάμψης η οποία σημειώθηκε τον Νοέμβριο του 2013, κυρίως λόγω της μείωσης των εξαγωγών προς τις χώρες εκτός ΕΕ (-28,6% συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών και -10,2% εξαιρουμένων αυτών), ο ρυθμός αύξησης για το 11μηνο του 2013 περιορίστηκε μόλις στο 0,9% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2012. Τα πετρελαιοειδή προϊόντα παρατηρείται να προσθέτουν δυναμική στο σύνολο των εξαγωγών, την ώρα που τα αγροτικά προϊόντα αντιστέκονται και αντισταθμίζουν τις πιέσεις στους υπόλοιπους κλάδους.

Η κ. Σακελαρίδη αποδίδει την «κόπωση» της εξαγωγικής δραστηριότητας στην έλλειψη ρευστότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, επικαλούμενη τις αυστηρές προϋποθέσεις χορήγησης δανείων από τις τράπεζες αλλά και τα δυσβάσταχτα βάρη των φόρων και των προστίμων που τους συνοδεύουν.

Αναφέρεται δε σε αποτρεπτικούς εξωγενείς παράγοντες, όπως η εμφάνιση νέων αγορών αλλά και η ρευστότητα στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου (ύφεση στην Κύπρο, κρίση στην Τουρκία, αστάθεια στη Συρία).

Ωστόσο, τα όποια δεδομένα δημιουργεί για τις επιχειρήσεις η τρέχουσα συγκυρία δεν είναι σε θέση να υπερκεράσουν τον ρόλο των ευρύτερων διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της ελληνικής παραγωγικής βάσης.

Γιατί δεν απογειώνονται οι εξαγωγές;

Σε πρόσφατη συνέντευξη στο naftemporiki.gr ο οικονομολόγος και σύμβουλος επιχειρηματικότητας Αρίστος Δοξιάδης χαρακτήριζε την αργή αύξηση των ελληνικών εξαγωγών ως την αρνητική έκπληξη της Ευρώπης, υπογραμμίζοντας ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει έτοιμες μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες θα επωφελούνταν από τις όποιες παρεμβάσεις στο κόστος εργασίας ή από άλλα κίνητρα προς την κατεύθυνση διευκόλυνσης της εξαγωγικής δραστηριότητας.

Πρόσφατη μελέτη την οποία εκπόνησαν το ΙΟΒΕ και το Εργαστήριο Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας του ΕΜΠ για τον ΣΕΒ διαπίστωσε ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δέχονται διπλή ανταγωνιστική πίεση από φτηνούς παραγωγούς (επιχειρήσεις σε χώρες χαμηλού κόστους εργασίας) και ποιοτικούς - διαφοροποιημένους παραγωγούς (επιχειρήσεις από χώρες υψηλών τεχνολογικών / παραγωγικών δυνατοτήτων). Σε αυτό το πλαίσιο, συμπέρανε ότι στην Ελλάδα χρειάζεται να βελτιωθεί -όχι αποκλειστικά η ανταγωνιστικότητα κόστους αλλά- η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα (αναβάθμιση των θεσμών, βελτίωση των συνθηκών του επιχειρείν, πρόοδος στις τεχνολογικές υποδομές) έτσι ώστε να βελτιωθεί η προστιθέμενη αξία των παραγόμενων προϊόντων και τελικά να συμπορευτεί με ανεπτυγμένες οικονομίες και να μην υποβαθμιστεί αντίθετα σε οικονομία χαμηλού κόστους η οποία θα ανταγωνίζεται αναπτυσσόμενες χώρες.

Ο διευθυντής Έρευνας του ΙΟΒΕ Άγγελος Τσακανίκας κλήθηκε από το naftemporiki.gr να αξιολογήσει τις επιδόσεις του ελληνικού εξαγωγικού τομέα τα τελευταία χρόνια, τηρουμένων των προσδοκιών και δεδομένου ότι αποτελεί το κύριο πεδίο ενδιαφέροντος του προγράμματος της τρόικας:

«Οι επιδόσεις είναι μάλλον φτωχές, καθώς το επιχειρηματικό σύστημα ήταν προσανατολισμένο κυρίως στην εσωτερική αγορά. Υπάρχουν ωστόσο επιχειρηματικοί πυρήνες εξωστρέφειας που έχουν εντείνει την προσπάθειά τους και έχουν τοποθετηθεί στις βασικές αγορές του εξωτερικού, ενώ συνολικά έχει γίνει κοινός νους ότι πρέπει να στραφούμε προς το εξωτερικό».

Ως προς την ικανότητα της ελληνικής παραγωγικής βάσης ως έχει να καταστήσει την εξαγωγική δραστηριότητα οδηγό στην αύξηση του ΑΕΠ ο ίδιος εμφανίζεται επιφυλακτικός και επισημαίνει ότι απαιτείται διαφοροποίηση, έμφαση στην καινοτομία και προσπάθεια για μεγαλύτερη ποιότητα και πιστοποίηση.

ΙΟΒΕ και ΕΜΠ για τον ΣΕΒ:

  • Το 2013 το 37% των 2.000 μεγαλύτερων επιχειρήσεων της χώρας (έναντι 52% το 2011) ανέφερε ότι μειώθηκαν οι πωλήσεις εσωτερικού.
  • Το ίδιο έτος διευρύνθηκε ο αριθμός των επιχειρήσεων -του δείγματος- που εξάγουν (50% έναντι 45% το 2011).
  • Οι ισχυρότερες επιδόσεις καταγράφηκαν στη μεταποίηση (εξάγει το 77% των επιχειρήσεων του κλάδου).
  • Οι μικρότερες επιχειρήσεις δήλωσαν ως μεγαλύτερο πρόβλημα την έλλειψη ρευστότητας (77%), επειδή οι προμηθευτές/πελάτες τους έχουν πρόβλημα ρευστότητας και σε δεύτερο λόγο επειδή οι τράπεζες δεν εγκρίνουν νέα δάνεια (61%).
  • Οι μεγάλες επιχειρήσεις εμφανίστηκαν ανθεκτικές στη διατήρηση θέσεων εργασίας.
  • Το μέγεθος της επιχείρησης καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την καινοτομική επίδοση, την εξαγωγική συμπεριφορά και τις επενδύσεις.

«Ακόμα και αν δεν γίνει βασικός πυλώνας της ανάπτυξης του ΑΕΠ, ο εξωτερικός τομέας συνολικά -γιατί και η υποκατάσταση εισαγωγών είναι επίσης σημαντική- πρέπει να συνεισφέρει θετικά στο ΑΕΠ και μαζί με τις επενδύσεις να προσεγγίζουν το 25-30% του ΑΕΠ», υπογραμμίζει ο κ. Τσακανίκας, σημειώνοντας ότι η επέκταση της παραγωγικής βάσης είναι εφικτή μόνο με την προσέλκυση επενδύσεων, παραγωγικού όμως χαρακτήρα, και όχι απλώς χρηματιστηριακών τοποθετήσεων, προκειμένου η τονωτική τους επίδραση να είναι μακροχρόνια και ισχυρή.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
[email protected]