Έτος «χαμηλής πτήσης» ήταν το περυσινό για την ελληνική μεταποίηση, όπως προκύπτει από έρευνα της ICAP για τις εξελίξεις στον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας το 2003. Ο δείκτης παραγωγής σημείωσε πτώση 0,4%, ο βαθμός χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού περιορίστηκε στο 76,5, από 77,1 το 2002, ενώ κάμψη σημείωσε και ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών.
ΤΟ 2003 ήταν ένα έτος «χαμηλής πτήσης» για την ελληνική μεταποίηση. Ο δείκτης παραγωγής σημείωσε πτώση 0,4%, ο βαθμός χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού περιορίστηκε στο 76,5, από 77,1 το 2002, ενώ κάμψη σημείωσε και ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών.
Τα παραπάνω προκύπτουν από έρευνα της ICAP για τις εξελίξεις στον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας το 2003.
Αναλυτικότερα, τα δεδομένα των ισολογισμών και των αποτελεσμάτων χρήσης 5.356 μεταποιητικών μονάδων συνάδουν με την εικόνα αυτή, την οποία είχε σκιαγραφήσει ήδη από τον Ιούνιο. Από την ανάλυσή τους προκύπτει ότι οι πωλήσεις αυξήθηκαν με ρυθμό 6,4% και ανήλθαν σε €39,8 δισ. Η ελαφρώς ταχύτερη αύξηση του κόστους πωληθέντων, περιόρισε τη διεύρυνση των μικτών κερδών στο 5,0%, σε €8,7 δισ. Το δε περιθώριο μικτού κέρδους μειώθηκε ελαφρώς στο 21,8%.
Σύμφωνα πάντα με την έκθεση της ICAP, παρ’ ότι οι χρηματοοικονομικές δαπάνες παρέμειναν σχεδόν στάσιμες, η σημαντική άνοδος των λοιπών λειτουργικών δαπανών, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι δαπάνες προώθησης και διάθεσης των προϊόντων, οδήγησε σε μείωση των λειτουργικών κερδών κατά 6,8% σε €2,0 δισ. Από την άλλη πλευρά όμως, η μεγάλη βελτίωση του μη λειτουργικού αποτελέσματος οδήγησε σε διεύρυνση της κερδοφορίας. Τούτο όμως εν πολλοίς οφείλεται σε μία ολιγομελή ομάδα επιχειρήσεων. Η βελτίωση του μη λειτουργικού αποτελέσματος πέντε μεγάλων επιχειρήσεων «εξηγεί» το 70% της συνολικής μεταβολής του μεγέθους αυτού. Το προ φόρου αποτέλεσμα της μεταποίησης βελτιώθηκε κατά 9,6% σε €2,3 δισ. Η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων αυξήθηκε από 9,2% σε 9,8%, ενώ το περιθώριο καθαρού κέρδους βελτιώθηκε ελαφρά, σε 5,8%.
Το 2003 υπήρξε νέα μείωση των επενδύσεων στη μεταποίηση. Τα συνολικά κεφάλαια της μεταποίησης αυξήθηκαν κατά 5,3% και ανήλθαν σε €51,3 δισ. το 2003. Η αύξηση αυτή προήλθε κυρίως από άνοδο του κυκλοφορούντος· αντίθετα, τα καθαρά πάγια παρέμειναν στάσιμα. Η δε χρηματοδότηση έγινε κυρίως, κατά 78,0%, μέσω υποχρεώσεων. Έτσι, ο λόγος των ξένων προς τα ίδια κεφάλαια αυξήθηκε στο 1,2. Τέλος, δεν υπήρξαν ουσιώδεις μεταβολές στους μέσους χρόνους είσπραξης απαιτήσεων και πληρωμής προμηθευτών και η γενική ρευστότητα παρέμεινε στάσιμη στο 1,3.
Οι εξελίξεις στη μεταποίηση επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό από τις μεταβολές των μεγεθών των πέντε μεγαλυτέρων από πλευράς πωλήσεων κλάδων. Βάσει των στοιχείων του 2003 αυτοί ήταν οι εξής: είδη διατροφής, προϊόντα πετρελαίου, μη μεταλλικά ορυκτά, μεταλλικά προϊόντα και φάρμακα. Το συνολικό τους μερίδιο επί των πωλήσεων, των μικτών και προ φόρου κερδών υπερέβαινε το 50%· το δε μερίδιό τους επί του ενεργητικού και των παγίων ήταν υψηλότερο του 40%. Ειδικότερα, οι μεταβολές των μεγεθών των επιχειρήσεων προϊόντων πετρελαίου «εξηγούν» μεγάλο μέρος των αντιστοίχων του συνόλου. Συγκεκριμένα, καλύπτουν το 49,2% της αύξησης των πωλήσεων και το 75,5% της βελτίωσης του καθαρού αποτελέσματος. Εξαιρουμένου του εν λόγω κλάδου, η αύξηση των πωλήσεων περιορίζεται σε 5,2% και αυτή των προ φόρου κερδών σε 3,3%.
Η πορεία του εμπορίου
Συνεχίστηκε το 2003 η ανάπτυξη του ελληνικού εμπορίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ ο όγκος των λιανικών πωλήσεων αυξήθηκε κατά 4,6%, έναντι ανόδου 4,5% το προηγούμενο έτος. Επιπλέον, οι προσδοκίες έγιναν περισσότερο αισιόδοξες· ο σχετικός δείκτης που καταρτίζει το ΙΟΒΕ αυξήθηκε κατά 9,3% το 2003, μετά από άνοδο μόλις 1,2% το 2002.
Οι εξελίξεις αυτές, όπως επισημαίνεται στην έκθεση της ICAP, αντικατοπτρίζονται και στα βασικά μεγέθη του εμπορίου, όπως αυτά προέκυψαν από την επεξεργασία των ισολογισμών και των αποτελεσμάτων χρήσης 8.501 εμπορικών ΑΕ και ΕΠΕ .
Η αξία των πωλήσεων αυξήθηκε κατά 8,4% και ανήλθε σε €56,3 δισ. Η βραδύτερη αύξηση του κόστους πωληθέντων οδήγησε σε σημαντική αύξηση των μικτών κερδών, κατά 12,3% σε €11,4 δισ.· το μικτό περιθώριο διευρύνθηκε από 19,5% σε 20,2%. Η αύξηση των μικτών κερδών ήταν και ο λόγος της μεγάλης βελτίωσης του λειτουργικού αποτελέσματος και των προ φόρου κερδών, κατά 33,1% σε €2,2 δισ. Αντίθετα δε από ότι συνέβη στη μεταποίηση, στο εμπόριο τα μη λειτουργικά στοιχεία δεν επέδρασαν ουσιαστικά στην κερδοφορία. Συνέπεια των εξελίξεων αυτών ήταν η βελτίωση της αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων από 17,6% σε 21,8% και του καθαρού περιθωρίου από 3,3% σε 3,8%.
Ικανοποιητική ήταν επίσης η άνοδος του ενεργητικού του εμπορίου. Αυξήθηκε κατά 10,3% και έφθασε τα 38,7 δισ.· χρηματοδοτήθηκε δε κυρίως μέσω αύξησης των υποχρεώσεων. Η αύξηση των ιδίων κεφαλαίων ήταν χαμηλή, 7,1%, και κάλυψε λιγότερο από 20% της αύξη-σης του ενεργητικού. Συνεπώς, ο λόγος των ξένων προς τα ίδια κεφάλαια χειροτέρευσε από 2,7 σε 2,9.
Πρέπει να τονισθεί όμως, ότι από έρευνα που πραγματοποίησε η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ) προέκυψε ότι οι επιδόσεις των ατομικών, ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εμπορικών επιχειρήσεων ήταν αρκετά κατώτερες των αντιστοίχων των ΑΕ και ΕΠΕ. Το μερίδιο των τελευταίων όμως επί του συνολικού αριθμού των εμπορικών επιχειρήσεων δεν υπερβαίνει το 5% .
Η εμπορική δραστηριότητα συγκεντρώνεται σε ένα σχετικά μικρό αριθμό κλάδων. Οι πέντε μεγαλύτεροι βάσει πωλήσεων κλάδοι, μεταφορικά μέσα, καύσιμα–λιπαντικά, σουπερμάρκετ–πολυκαταστήματα, φάρμακα–καλλυντικά και είδη διατροφής, καλύπτουν το 40,7% των συνολικών κεφαλαίων, το 56,9% των πωλήσεων και το 43,6% των προ φόρου κερδών. Είναι προφανές ότι η συμβολή τους στη διαμόρφωση των συνολικών αποτελεσμάτων είναι καθοριστική. Συγκεκριμένα, συνέβαλαν κατά σχεδόν 40% στη διεύρυνση του ενεργητικού· κατά περισσότερο από 60% στην αύξηση των πωλήσεων και κατά περισσότερο από 40% στη δια-μόρφωση του προ φόρου αποτελέσματος. Πρέπει να σημειωθεί επίσης η συμβολή του κλάδου οικιακών και επαγγελματικών συσκευών στην άνοδο των πωλήσεων και στη βελτίωση της κερδοφορίας.
Η πορεία των λοιπών υπηρεσιών
Το 2003 σημειώθηκε περαιτέρω ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών . Οι πωλήσεις των 5.697 επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν δημοσιοποιήσει τα οικονομικά τους στοιχεία για το 2002 και για το 2003, αυξήθηκαν με ρυθμό 6,7% σε €23,1 εκ. Η ταχύτερη όμως άνοδος του κόστους πωληθέντων περιόρισε την αύξηση των μικτών κερδών στο 2,7%· το μικτό περιθώριο περιορίστηκε κατά μία ποσοστιαία μονάδα, σε 25,5%. Επίσης, η σημαντική αύξηση των λοιπών λειτουργικών εξόδων, στα οποία περιλαμβάνονται τα έξοδα διοίκησης και διάθεσης, οδήγησε σε χειροτέρευση του λειτουργικού αποτελέσματος κατά 8,9%. Από την άλλη πλευρά όμως, όπως αναφέρει η ICAP, η βελτίωση των μη λειτουργικών στοιχείων, τόσο εσόδων όσο και εξόδων, αύξησε τα προ φόρου κέρδη κατά 15,4%, σε €1,4 δισ. Έτσι το περιθώριο καθαρού κέρδους βελτιώθηκε στο 6,1% και η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων στο 7,0%.
Τα συνολικά κεφάλαια του τομέα αυξήθηκαν με ρυθμό 7,0% και ανήλθαν σε €51,5 δισ. Η αύξηση των καθαρών παγίων συνεισέφερε το 62,6% αυτής της μεταβολής. Η δε χρηματοδότηση έγινε κυρίως, κατά 61,9%, μέσω νέων υποχρεώσεων. Ο δείκτης ξένων προς ίδια κεφάλαια παρέμεινε όμως στάσιμος στο 1,5.
Οι πέντε μεγαλύτεροι βάσει πωλήσεων κλάδοι ήταν: οι τηλεπικοινωνίες, τα τυχερά παιχνίδια–καζίνο, οι υπηρεσίες μεταφορών, όπου κυριαρχεί η Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών, οι υπηρεσίες προς επιχειρήσεις και η διαφήμιση. Μαζί καλύπτουν το 33,5% του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων, σχεδόν το ήμισυ των κεφαλαίων, το 64,2% των πωλήσεων, ενώ τα προ φόρου κέρδη τους υπερβαίνουν αυτά του συνόλου του τομέα. Συνεισέφεραν μάλιστα το 37,1% της αύξησης του ενεργητικού του τομέα, το 70,4% της αύξησης των πωλήσεων και το 31,5% της βελτίωσης του καθαρού αποτελέσματος. Στην τελευταία συνέβαλε αποφασιστικά η αντιστροφή του ζημιογόνου αποτελέσματος των επιχειρήσεων θαλασσίων μεταφορών, η οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο στη Μινωικές Γραμμές ΑΝΕ.
Ο τουρισμός
Παρ’ ότι τα επίσημα στατιστικά δεδομένα για το 2003 δεν είναι ακόμα διαθέσιμα, η ICAP αναφέρει πως υπάρχουν ενδείξεις ότι υπήρξε μείωση των αφίξεων αλλοδαπών τουριστών. Όπως και να έχει το θέμα, το 2003 δεν φαίνεται ότι ήταν ευνοϊκό για τις επιχειρήσεις του τομέα. Από την επεξεργασία και ανάλυση των οικονομικών αποτελεσμάτων 4.168 επιχειρήσεων που έχουν δημοσιεύσει ισολογισμό και τα δύο τελευταία έτη προκύπτει ότι οι πωλήσεις αυξήθηκαν με χαμηλό ρυθμό, 3,1%· επιπλέον, η κατά πολύ ταχύτερη αύξηση του κόστους οδήγησε σε κάμψη των μικτών κερδών κατά 7,6% και σε απότομη κάμψη του μικτού περιθωρίου, από 25,4% σε 22,8%. Περαιτέρω, η σημαντική διεύρυνση των λοιπών λειτουργικών εξόδων οδήγησε σε δραματική μείωση των λειτουργικών κερδών· περιορίστηκαν από €129 εκ. το 2002 σε €16 εκ. το 2003. Έτσι, παρά την κάποια βελτίωση του μη λειτουργικού αποτελέσματος, τα προ φόρου κέρδη συρρικνώθηκαν από €108 εκ. σε μόλις €4 εκ. Η μείωση αυτή των κερδών σε σημαντικό βαθμό οφείλεται στην επιδείνωση των οικονομικών αποτελεσμάτων τεσσάρων μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων και μίας εταιρείας ενοικίασης αυτοκινήτων· όλες υπέστησαν ζημιές υψηλότερες των €4 εκ.
Από πλευράς κεφαλαίων και χρηματοδότησης παρατηρείται ότι το ενεργητικό διευρύνθηκε κατά 9,1% και έφθασε τα €10,2 δισ. Η αύξηση αυτή οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά από τα καθαρά πάγια· χρηματοδοτήθηκε δε σχεδόν αποκλειστικά από υποχρεώσεις και δη βραχυπρόθεσμες. Εξ αιτίας τούτου, η σχέση ξένων προς ίδια κεφάλαια αυξήθηκε από 1,0 σε 1,1.
Τα ξενοδοχεία αποτελούν το σημαντικότερο κλάδο του τομέα. Το μερίδιό τους επί του ενεργητικού ήταν 82,1%, επί των πωλήσεων 63,9%, ενώ ήταν ο μόνος ζημιογόνος κλάδος με αρνητικό καθαρό αποτέλεσμα €15,1 εκ.