Τον Δεκέμβριο του 1981 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ανακοίνωσε, με αυθεντικά φιλολαϊκές προθέσεις, τα μέτρα της νέας οικονομικής πολιτικής. Ανάμεσα σε μία σειρά φιλεργατικών ρυθμίσεων εκείνη που ξεχώριζε περισσότερο ήταν η αύξηση του βασικού μισθού το 1982 από τις 13.580 στις 18.580 δραχμές. Είχε προηγηθεί το 1981 η αύξηση του κατά 25%. Η γενναιόδωρη αυτή φιλολαϊκή χειρονομία συμπληρώθηκε, στην διάρκεια του 1982, με δημοσιονομική επέκταση η οποία ολοκλήρωνε ένα πλήρες πλέγμα μέτρων κεϋνσιανής λογικής που πιστευόταν ότι θα αναζωογονούσε την έρπουσα ελληνική οικονομία. Άρθρο των Δημήτρη και Χρήστου Α. Ιωάννου στο naftemporiki.gr.
Των Δημήτρη και Χρήστου Α. Ιωάννου*
Τον Δεκέμβριο του 1981 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ανακοίνωσε, με αυθεντικά φιλολαϊκές προθέσεις, τα μέτρα της νέας οικονομικής πολιτικής. Ανάμεσα σε μία σειρά φιλεργατικών ρυθμίσεων εκείνη που ξεχώριζε περισσότερο ήταν η αύξηση του βασικού μισθού το 1982 από τις 13.580 στις 18.580 δραχμές. Είχε προηγηθεί το 1981 η αύξηση του κατά 25%. Η γενναιόδωρη αυτή φιλολαϊκή χειρονομία συμπληρώθηκε, στην διάρκεια του 1982, με δημοσιονομική επέκταση η οποία ολοκλήρωνε ένα πλήρες πλέγμα μέτρων κεϋνσιανής λογικής που πιστευόταν ότι θα αναζωογονούσε την έρπουσα ελληνική οικονομία. Μόλις, όμως, στις αρχές του 1983, η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ αναγκάσθηκε να ανακρούσει πρύμναν με την “δραματική” υποτίμηση της δραχμής κατά 15,5% και με πάγωμα στις αυξήσεις των μισθών. Γιατί; Μα διότι η “επεκτατική” κεϋνσιανή πολιτική επέδρασε αρνητικά στην ελληνική παραγωγή και αυξητικά στις εισαγωγές! Κάτι που ήταν απολύτως φυσικό σε μία “μικρή ανοικτή οικονομία” με ασθενή παραγωγική βάση. Της ίδιας “κεϋνσιανής” αντίληψης -με ελλείμματα και εξωπραγματικά “γενναιόδωρες” αυξήσεις στις αποδοχές- ήταν και η πολιτική της δυάδας των υπουργών Οικονομικών στην περίοδο 2004-2009. Κωμική μεν ως προς την σύλληψή της, τραγική δε ως προς τα αποτελέσματά της.
Ούτε στην περίπτωση του 1981, ούτε στην περίπτωση του 2004 η κατάληξη ήταν τυχαία. Σε μία οικονομία σαν την ελληνική είναι μοιραίο η κεϋνσιανή επέκταση να μειώνει την παραγωγική βάση και να αυξάνει τις εισαγωγές. Οι “πολλαπλασιαστές” της δημόσιας δαπάνης είναι εξαιρετικά μικροί, έως ασήμαντοι, όταν η δαπάνη αυξάνεται, αλλά καθίστανται θηριώδεις και καταστροφικοί όταν, στην συνέχεια, λόγω του συσσωρευμένου χρέους, η δαπάνη πρέπει να μειωθεί. Συνεπώς η πρώτη καταστροφική πλάνη είναι πως μία κεϋνσιανή επεκτατική πολιτική θα ήταν σε θέση να οδηγήσει την Ελλάδα έξω από την κρίση.
Στον αντίποδα, όμως, της ”κεϋνσιανής” πλάνης υπάρχει και μία δεύτερη: η “φιλελεύθερη”. Κεντρική σε αυτήν είναι η άποψη ότι στην Ελλάδα η επιχειρηματικότητα εμποδίζεται απαγορευτικά να λειτουργήσει από την γραφειοκρατία και την διαφθορά, και αυτό εξηγεί γιατί η οικονομία δεν αναπτύσσεται. Βεβαίως η άποψη αυτή στηρίζεται σε μία αναμφισβήτητη πραγματικότητα: η Ελλάδα είναι η πλέον διεφθαρμένη χώρα της πρώην δυτικής Ευρώπης. Πλην όμως παραγνωρίζει, άλλες δύο πραγματικότητες. Πρώτον ότι και άλλες χώρες ήταν, και είναι, βαθειά διεφθαρμένες, όπως η Ιαπωνία (του μεταπολέμου), η Νότιος Κορέα, η Κίνα, η Ινδία κλπ. Αυτό όμως δεν τις εμπόδισε να γνωρίσουν ανάπτυξη και διαρθρωτικές αναβαθμίσεις στην οικονομία τους. Η σχέση της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας με την οικονομική στασιμότητα είναι σχετική και όχι απόλυτη και μονοσήμαντη. Δεύτερον ότι, παρά την διαφθορά και την γραφειοκρατία, ακόμη και εν μέσω της κρίσης, η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα ανθεί -αλλά στους λάθος τομείς. Το διαπιστώνει κανείς αυτό παρατηρώντας, στην πλατεία της πόλης ή του χωριού του, την ταχύτητα με την οποία εμφανίζονται και εξαφανίζονται επιχειρήσεις εστίασης, διασκέδασης κλπ. Οι επιχειρηματίες τους δεν φαίνεται να έχουν κανένα πρόβλημα, παρ’ όλα τα “εμπόδια”, να δημιουργούν και να κλείνουν επιχειρήσεις με ταχύτητα αστραπής. Αντί για την γραφειοκρατία και την διαφθορά πραγματικός εχθρός τους είναι μάλλον ο κορεσμός αφού ακόμη και ο πλέον υπέρβαρος λαός της Ευρώπης δεν μπορεί να καταναλώσει περισσότερο από 3000 θερμίδες ημερησίως ανά άτομο, ή να καταπόσει περισσότερα από 15 «σφηνάκια».
Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι τα αιτήματα για περιορισμό της γραφειοκρατίας και απελευθέρωση των αγορών -πράγματα που αποτελούν προϋποθέσεις και για την μείωση της διαφθοράς- δεν έχουν νόημα. Οι αλλαγές αυτές είναι επιβεβλημένες, πλην όμως δεν αρκούν για την ανάπτυξη από μόνες τους.
Το κοινό χαρακτηριστικό που έχουν και οι δύο πλάνες που θεωρούνται / προτείνονται ως “λύσεις”, (δηλαδή η μακροοικονομική “τόνωση” ή η μικροοικονομική “απελευθέρωση”), είναι πως υπόσχονται γρήγορη και εύκολη έξοδο από την κρίση. Διότι, όπως είναι γνωστό, την σήμερον ημέραν δεν μπορείς να είσαι αξιόμαχος στην πολιτική και στην τηλοψία εάν δεν προσφέρεις ικανοποίηση όλων των επιθυμιών στον συντομότερο δυνατό χρόνο. (Έστω και αν, η δεύτερη, τουλάχιστον, πρόταση αναφέρεται σε κάτι που είναι σωστό και απαραίτητο, πλην όμως δεν αρκεί από μόνο του).
Αντίθετα με τις δύο δημοκοπικές πλάνες, στην πραγματικότητα το -ούτως ή άλλως επισφαλές- εγχείρημα εξόδου από την κρίση απαιτεί μακροχρόνια συνδυασμένη προσπάθεια στηριγμένη σε αντιδημοφιλή μέτρα. Στο επίπεδο της μακροοικονομίας πρέπει, για πρώτη φορά έστω, να γίνει κατανοητό πως όταν η ζήτηση αυξάνεται, σταθερά, ταχύτερα από την προσφορά, κατάληξη είναι η καταστροφή. Σκοπός της μακροοικονομικής πολιτικής σήμερα στην Ελλάδα πρέπει να είναι η αλλαγή των “σχετικών τιμών” στην οικονομία κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πιο κερδοφόρο να παράγεις παρά να εισάγεις ή να τροφοδοτείς την κατανάλωση. Υπό τον περιορισμό της υπάρξεως υπερεθνικού νομίσματος και υπερεθνικής νομισματικής πολιτικής, ο στόχος αυτός είναι παντελώς ασύμβατος με κάθε πολιτική κεϋνσιανής έμπνευσης.
Στο επίπεδο της μικροοικονομίας, εκτός από την ικανή συνθήκη της απελευθέρωσης των αγορών, αναγκαία συνθήκη είναι η ύπαρξη “ενδογενούς” αναπτυξιακής δυναμικής: αξιόπιστοι θεσμοί, συσσώρευση παραγωγικών εμπειριών και δεξιοτήτων, αυτόνομη και διεθνώς ανταγωνιστική επιχειρηματικότητα, πραγματική έρευνα και πρόσκτηση γνώσεων. Πράγματα δηλαδή που όχι μόνον χρειάζονται χρόνο αλλά και απαιτούν την μεσολάβηση μίας πολιτιστικής και κοινωνικής επανάστασης εναντίον των κατεστημένων ιδεών και συμφερόντων της ελληνικής κοινωνίας.
*Οικονομολόγοι
Πρόσφατες εργασίες τους:
Οι Μισθοί και η Εσωτερική Υποτίμηση στην Ελλάδα, Foreign Affairs The Hellenic Edition, Τεύχος 21, Δεκέμβριος 2013-Ιανουάριος 2014, σελ. 96-123.
Θύμα Λιτότητας η Ελλάδα ή "Ολλανδικής Ασθένειας;" Foreign Affairs, The Hellenic Edition, Αύγουστος- Σεπτέμβριος 2013, Τεύχος 18, σελ. 40-54.