Η επιστροφή της Ιρλανδίας στις αγορές από όπου άντλησε περί τα €4 δισ. με το ιδιαίτερα χαμηλό επιτόκιο του 3,5% έρχεται λίγες εβδομάδες μετά την επίσημη έξοδό της από το μνημόνιο τον προηγούμενο Δεκέμβριο. Φαίνεται δε να επιβεβαιώνει ότι η Ιρλανδική οικονομία έχει μάλλον ξεπεράσει τα φουρτουνιασμένα νερά που την έριξε η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματός της και η δημοσιονομική κρίση που προκλήθηκε από την κρατική βοήθεια που του παρασχέθηκε. Η κατάσταση όμως δεν έχει σταθεροποιηθεί απόλυτα και ένας απαισιόδοξος παρατηρητής θα έλεγε ότι ίσως παραμένει αρκετά εύθραυστη.
Η επιστροφή της Ιρλανδίας στις αγορές από όπου άντλησε περί τα €4 δισ. με το ιδιαίτερα χαμηλό επιτόκιο του 3,5% έρχεται λίγες εβδομάδες μετά την επίσημη έξοδό της από το μνημόνιο τον προηγούμενο Δεκέμβριο. Φαίνεται δε να επιβεβαιώνει ότι η Ιρλανδική οικονομία έχει μάλλον ξεπεράσει τα φουρτουνιασμένα νερά που την έριξε η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματός της και η δημοσιονομική κρίση που προκλήθηκε από την κρατική βοήθεια που του παρασχέθηκε. Η κατάσταση όμως δεν έχει σταθεροποιηθεί απόλυτα και ένας απαισιόδοξος παρατηρητής θα έλεγε ότι ίσως παραμένει αρκετά εύθραυστη.
Επιπρόσθετα, η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει ότι ο Κέλτικος τίγρης έχει ξαναβρεί τον παλιό αναπτυξιακό βρυχηθμό του. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Η ανεργία, αν και έχει αποκλιμακωθεί στο 12,3%, παραμένει υψηλή (μακράν χαμηλότερη όμως του δυσθεώρητου 28% της Ελλάδας), η φτώχεια πλήττει ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, η οικονομική δυσπραγία οδηγεί πολλούς Ιρλανδούς στην μετανάστευση, το δημόσιο χρέος στο 124,8% είναι το τέταρτο υψηλότερο στην Ευρωζώνη μετά από αυτό της Ελλάδας (171,8%), της Ιταλίας (132,9%) και της Πορτογαλίας (128,7%).
«Είθε η τύχη των Ιρλανδών να είναι μαζί σας»[1] είναι η γνωστότερη ίσως ιρλανδική παροιμία. Προϊδεάζει η έξοδος της Ιρλανδίας από το μνημόνιο και στις αγορές μία αντίστοιχη πορεία για την Ελλάδα και την χειμαζόμενη ελληνική οικονομία και κοινωνία; Δυστυχώς, η απάντηση δεν είναι εκ προοιμίου καταφατική. Πρώτον διότι οι γενεσιουργές αιτίες που οδήγησαν τις δύο χώρες σε κρίση δανεισμού, στο μνημόνιο και στην οξύτατη οικονομική κρίση δεν είναι οι ίδιες. Η πηγή του προβλήματος στη Ιρλανδία ήταν το τραπεζικό σύστημα και όχι το συσσωρευμένο χρέος ενός σπάταλου και αναποτελεσματικού κράτους - κράτους τροχοπέδη στην ανάπτυξη - όπως στην περίπτωση της Ελλάδας.
Παραδείγματος χάρη: την περίοδο 2001-08 το δημοσιονομικό έλλειμμα στην Ελλάδα ήταν κατά μέσο όρο της τάξεως του -5,7% του ΑΕΠ ετησίως. Στην Ιρλανδία μόλις -0,05% (για την ακρίβεια μέχρι το 2007 κατέγραφε πλεονάσματα με μόνη εξαίρεση το 2002). Για την ίδια περίοδο, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αντιστοιχούσε στο 103,5% του ΑΕΠ κατά μέσο ετήσιο όρο. Της Ιρλανδίας μόνο 31%. Εν ολίγοις, τελείως διαφορετικές αφετηρίες. Σε αυτό πρέπει να συνυπολογιστεί και ο διαφορετικός (πολιτικός) τρόπος με τον οποίο αντέδρασε στα πρώτα στάδια της κρίσης (αλλά και εν συνεχεία την διαχειρίσθηκε) η κάθε χώρα. Κάτι, που στον έναν ή στον άλλο βαθμό, προδιέγραψε τόσο την μετέπειτα πορεία όσο και την σημερινή κατάσταση.
Το γεγονός ότι η Ιρλανδία εισήλθε σε καθεστώς μνημονίου πριν από την Ελλάδα, αλλά βγαίνει από αυτό πρώτη, πιστοποιεί, κατά κάποιο τρόπο, του λόγου το αληθές. Αντανακλά όμως και κάτι άλλο. Πολύ βαθύτερο και σοβαρότερο που πιθανότατα θα καθηλώσει την ελληνική οικονομία σε χαμηλές οικονομικές και αναπτυξιακές επιδόσεις για σαφώς μακρύτερο χρονικό διάστημα συγκριτικά με τα άλλα μέλη της ομάδας των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου που ταλανίζονται από την τρέχουσα κρίση. Και αυτό δεν αφορά μόνο στα χρόνια δημοσιονομικά προβλήματα. Η κρίση στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα βαθύτατων δομικών προβλημάτων και παθογενειών. Είναι μία κρίση του συνολικότερου παραγωγικού, οικονομικού, διοικητικού, πολιτικού (ίσως δε και πολιτισμικού) μοντέλου που συστηματικά οικοδομήθηκε στην μεταπολιτευτική περίοδο. Οι αλλαγές, οι μεταρρυθμίσεις, οι τομές και εν τέλει οι ρίξεις που απαιτούνται είναι πολλές και δύσκολες. Απαραίτητες όμως για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις εισόδου της χώρας και της οικονομίας σε ένα ενάρετο κύκλο ανάπτυξης, προόδου και ευημερίας.
Ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω είχε κάποτε διεισδυτικά παρατηρήσει ότι «η πρόοδος είναι αδύνατη χωρίς την αλλαγή, και εκείνοι που δεν μπορούν να αλλάξουν τα μυαλά τους δεν μπορούν να αλλάξουν τίποτα»[2]. Το ερώτημα συνεπώς είναι κατά πόσο οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, αποφεύγοντας και κυρίως τιθασεύοντας την ροπή που συχνά επιδεικνύουν για λαϊκισμούς και ατελέσφορες μικροκομματικές σκιαμαχίες, μπορούν να βρουν τη δύναμη να διαβούν το δύσκολο και ακανθώδες – πολιτικά και κοινωνικά -μονοπάτι των αναγκαίων αλλαγών και ρήξεων, ευελπιστώντας ότι «η τύχη των Ιρλανδών θα είναι μαζί μας». Όμως, «συν Αθηνά και χείρα κίνει». Αλλά οι μέχρι τούδε επιδόσεις της κυβέρνησης στον τομέα των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων σε επίπεδο διοίκησης (για να μείνουμε μόνο σε αυτό) μάλλον υπολείπονται των ρυθμών που η αδήριτη πραγματικότητα επιτάσσει.
Χρήστος Κόλλιας
Καθηγητής
Τμήμα Οικονομικών Επιστημών
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας