Οικονομία & Αγορές
Σάββατο, 25 Ιανουαρίου 2014 10:45

Γιατί η Ελλάδα δεν προσελκύει επενδύσεις;

«Η Ελλάδα αυτήν τη στιγμή κατατάσσεται 163η σε 173 χώρες όσον αφορά στη συνδρομή των επενδύσεων στο ΑΕΠ», τονίζει ο πρώην σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας Ζαφείρης Τζαννάτος, ο οποίος σε συνέντευξη στο naftemporiki.gr (2ο μέρος) αναλύει την ελληνική περίπτωση ως προς το χρέος, τις ιδιωτικοποιήσεις, τους φόρους, τις δαπάνες και τις απολύσεις στο δημόσιο.

«Η Ελλάδα αυτήν τη στιγμή κατατάσσεται 163η σε 173 χώρες όσον αφορά στη συνδρομή των επενδύσεων στο ΑΕΠ», τονίζει ο πρώην σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας Ζαφείρης Τζαννάτος, ο οποίος σε συνέντευξη στο naftemporiki.gr (2ο μέρος) αναλύει την ελληνική περίπτωση ως προς το χρέος, τις ιδιωτικοποιήσεις, τους φόρους, τις δαπάνες και τις απολύσεις στο δημόσιο.

1ο μέρος: Τι (δεν) πετυχαίνει το ελληνικό πρόγραμμα

Υιοθετείτε την άποψη που θέλει την πολιτική στον δημόσιο τομέα, πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης, να έχει λειτουργήσει σε βάρος του ιδιωτικού τομέα;

Συμφωνώ απόλυτα. Όπως επισήμαινε και η αξιολόγηση του ΔΝΤ τον Ιούνιο του 2013, ενώ έχουν ληφθεί τόσα άλλα μέτρα τα οποία έχουν επιβαρύνει τον ιδιωτικό και τον κοινωνικό τομέα, «οι αρχές δεν έχουν οριστικοποιήσει ακόμη τα σχέδια για τη μείωση του προσωπικού». Από τις προγραμματισμένες απολύσεις 15.000 εργαζομένων του δημόσιου τομέα το 2012 και άλλων 150.000 την περίοδο 2013-2015, οι πρώτες 4.000 υλοποιήθηκαν μόλις το περασμένο καλοκαίρι και εστίασαν σχεδόν αποκλειστικά στο προσωπικό της δημόσιας ραδιοφωνίας, την ΕΡΤ, που κατά καιρούς απέκλινε από τις πολιτικά ορθές πρακτικές. Η αύξηση της ανεργίας προήλθε σχεδόν αποκλειστικά από τον ιδιωτικό τομέα. Οι πελατειακές σχέσεις και ο νεποτισμός δεν πεθαίνουν εύκολα.

Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης αποτιμά το κόστος της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς στην Ελλάδα στο 15% του ΑΕΠ. Η διαφθορά κοστίζει 29 δις ανά έτος και η γραφειοκρατία προσθέτει ακόμη 14 δις. Συγκριτικά, η προσπάθεια για πρόσθετα έσοδα από την άμεση και έμμεση φορολόγηση, που βάζει φρένο στην ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, αναμένεται να αποδώσει λιγότερο από 2% τη διετία 2013-14. Η Ελλάδα δεν είναι χώρα υψηλού κόστους εργασίας επειδή οι εργαζόμενοι δεν είναι παραγωγικοί. Η Ελλάδα είναι υψηλού κόστους οικονομία λόγω της γραφειοκρατίας και διαφθοράς.

Τη στιγμή που ξέσπασε η τρέχουσα κρίση, η Ελλάδα βρισκόταν στις 30 πρώτες χώρες στον κόσμο, όσον αφορά στο κατά κεφαλήν εισόδημα, αλλά ήταν μόνο 96η όσον αφορά στην ανταγωνιστικότητα. Η Ελλάδα παραμένει στις δέκα τελευταίες χώρες που υστερούν στον Δείκτη της Παγκοσμιοποίησης -και σε αυτές τις χώρες περιλαμβάνονται το Ιράν, η Βενεζουέλα, η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, η Ουρουγουάη, η Αργεντινή, η Συρία και το Ουζμπεκιστάν.

Σε σύγκριση με τη μέση ευρωπαϊκή χώρα, η Ελλάδα έχει έναν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό υποχρεωτικών διαδικασιών στον ιδιωτικό τομέα, όπου εμπλέκεται το κράτος. Το μεγάλο πρόβλημα είναι οι πολυάριθμες προσοδοθηρικές ομάδες που περιορίζουν τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών σε συνδυασμό με τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά. Το γεγονός ότι μειώθηκαν οι μισθοί με την εσωτερική υποτίμηση αλλά όχι και οι τιμές σε ανάλογο βαθμό συνεπάγεται ότι το «κράτος δικαίου» δεν ισχύει για τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ. Οι νόμοι δεν εξυπηρετούν τα ευρύτερα συμφέροντα της κοινωνίας. Η λογοδοσία είναι χαμηλή και υπονομεύει τις προοπτικές ανάπτυξης. Το άνισο παιχνίδι εμποδίζει την ανταγωνιστική λειτουργία των ιδιωτικών αγορών και προστίθεται στον μεγάλο διοικητικό φόρτο που επιβάλλεται από την κυβέρνηση. Παράλληλα, ένα αναποτελεσματικό σύστημα οικονομικής δικαιοσύνης θέτει σημαντικά εμπόδια στις επενδύσεις.

Οι δαπάνες που σχετίζονται με αυτές τις διαδικασίες έχουν εκτιμηθεί ως πολύ υψηλές. Για παράδειγμα, το κόστος εκκίνησης μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα ήταν 15.500 δολάρια σε σύγκριση με 7.800 δολάρια στην Ευρώπη στην αρχή της δεκαετίας του 2000, ενώ οι υποχρεωτικές διαδικασίες για την καταχώρηση μιας ανώνυμης εταιρείας ήταν στην Ελλάδα 37 ημέρες, έναντι μόλις 3 στη Δανία, 6 στο Ηνωμένο Βασίλειο και 10 στη Γερμανία. Το εκτιμώμενο συνολικό διοικητικό βάρος υπολογίζεται μεταξύ 5,4% και 6,8% του ΑΕΠ το 2003, που αντιστοιχεί στη συνέχεια μεταξύ 8,3 και 10,6 δις δολάρια. Αυτό είναι περισσότερο από ό,τι απαιτείται σήμερα για να εξαλειφθεί το πρωτογενές έλλειμμα, να τεθούν οι οικονομικές δυνάμεις σε κίνηση με στόχο την ανάπτυξη και να καταστεί βιώσιμο το χρέος.

Πώς σχολιάζετε την ανάλυση σύμφωνα με την οποία στην Ελλάδα όσο περισσότερες είναι οι απολύσεις στο δημόσιο, τόσο μεγαλύτερη είναι η ύφεση στην πραγματική οικονομία;

Είναι κοινός τόπος ότι η απόλυση των μη παραγωγικών εργαζομένων αυξάνει την παραγωγικότητα και δίνει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη. Αυτό ισχύει για κάθε τομέα, δημόσιο ή ιδιωτικό. Ωστόσο, αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, οι μισθοί των οποίων καταβάλλονται μέσω των φόρων οι οποίοι επηρεάζουν αρνητικά τις επιδόσεις του ιδιωτικού τομέα. Η διατήρηση πλεονάζοντος προσωπικού στον δημόσιο τομέα «χτυπά» δύο φορές την οικονομία.

Πρέπει, ωστόσο, να γίνει διάκριση του δημόσιου τομέα μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και των κρατικών επιχειρήσεων. Η δημόσια διοίκηση, ακόμη και πολλές κοινωνικές υπηρεσίες, είναι σίγουρα υπερμεγέθης. Για παράδειγμα, τη στιγμή που άρχισε η κρίση, το 20% των τμημάτων στον δημόσιο τομέα είχε μόνο έναν υπάλληλο. Αυτά τα τμήματα, μαζί με εκείνα που είχαν δύο υπαλλήλους (τον διευθυντή και ενδεχομένως έναν ή μία γραμματέα), αντιπροσώπευαν το 1/3 του συνόλου των τμημάτων. Είναι σαφές εδώ ότι προσλήψεις γίνονται σε θέσεις που δημιουργούνται από την πολιτική «ανάγκη» απασχόλησης και προώθησης των ημετέρων, φίλων και συγγενών. Ωστόσο, η δημόσια διοίκηση και οι κοινωνικές υπηρεσίες διαδραματίζουν επίσης ζωτικό ρόλο στη λειτουργία των υποθέσεων του κράτους και προσφέρουν εκπαίδευση, υγεία και κοινωνικές υπηρεσίες στους πολίτες. Θα πρέπει κανείς να είναι προσεκτικός προτού αποφασίσει ποιον τομέα θα συρρικνώσει και ποιον υπάλληλο θα απολύσει. Η αξιολόγηση των μεταρρυθμίσεων στον δημόσιο τομέα και οι σωστές απολύσεις πρέπει να γίνονται βάσει προγράμματος βασισμένου σε τρεις εμπεριστατωμένες εκθέσεις: οικονομικές, θεσμικές και λειτουργικές. Οι αναπτυγμένες χώρες διενεργούν τέτοιες μελέτες πριν προβούν σε μεταρρυθμίσεις. Η Ελλάδα υστερεί σε αυτόν τον τομέα ακόμη και τώρα, ενώ έχει ένα μεγάλο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα στο άμεσο μέλλον.

Ωστόσο, το μεγάλο μέρος του προβλήματος στον δημόσιο τομέα έχει να κάνει με τις κρατικές επιχειρήσεις (ΔΕΚΟ), στις οποίες οφείλεται εν πολλοίς η κακή φήμη της Ελλάδας περί «τεμπέληδων, υπερπληρωμένων και πρόωρα συνταξιοδοτούμενων εργαζομένων». Από το 1970 έως το 2007 η απασχόληση αυξήθηκε κατά 31% στον ιδιωτικό τομέα και κατά 150% στον δημόσιο τομέα -η αύξηση προήλθε σχεδόν αποκλειστικά από τη δημιουργία θέσεων εργασίας με ιδιαίτερα προνομιακούς όρους στις ΔΕΚΟ. Οι ΔΕΚΟ δραστηριοποιούνται στους παραγωγικούς τομείς όπου δυνητικά ένας υγιής ιδιωτικός τομέας μπορεί να παράγει περισσότερο. Από την πλευρά του κόστους, οι ΔΕΚΟ στην Ελλάδα κατέληξαν να προσφέρουν πολλά, δαπανηρά και σε μεγάλο βαθμό αδικαιολόγητα προνόμια στους υπαλλήλους τους. Η Ελλάδα δεν χρειαζόταν την τρόικα για να αρχίσει να αντιμετωπίζει αυτό το ζήτημα. Είναι κάτι που έπρεπε να έχει συμβεί πριν από πολλά χρόνια. Και νομίζω ότι, με εξαίρεση εκείνους που ενδέχεται να θιγούν από τον εξορθολογισμό των κρατικών επιχειρήσεων, θα συμφωνήσει με αυτό η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων που εργάζεται σκληρά και αγωνίζεται να επιζήσει κάτω από επαχθείς συνθήκες.

Έτσι, παρά την ανησυχία ότι οι περικοπές στον δημόσιο τομέα θα συμβάλουν στην ύφεση, καταστέλλοντας την αγοραστική δύναμη των απολυθέντων εργαζομένων, το ζήτημα είναι αν οι εν λόγω εργαζόμενοι είναι παραγωγικοί και πώς αυτοί χρηματοδοτούνται. Ο εναλλακτικός τρόπος για να εξετάσουμε αυτό το θέμα είναι να δούμε αν υπάρχουν άλλες μορφές δημοσίων δαπανών που μπορεί να είναι πιο παραγωγικές. Η απάντηση σε αυτό είναι οι επενδύσεις με μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική ανταπόδοση, οι οποίες αποβλέπουν στη μείωση της διαφθοράς, στη δημιουργία χρήσιμων υποδομών και στην προστασία και στην ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου -για παράδειγμα, μέσω της βελτίωσης της εκπαίδευσης και της υγείας.

Οι ιδιωτικοποιήσεις μπορούν να βοηθήσουν σε αυτήν τη φάση την ελληνική οικονομία;

Οι ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα επικεντρώνονται αποκλειστικά στην πώληση περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου. Υπάρχουν όμως και άλλες μορφές ιδιωτικοποιήσεων οι οποίες δεν έχουν ληφθεί υπόψη, όπως η δημόσια ιδιοκτησία αλλά υπό ιδιωτικό management ή η εξωτερική ανάθεση ορισμένων δραστηριοτήτων του δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα. Αυτά θα πρέπει επίσης να εξεταστούν με την κατάλληλη προσοχή.

Σε κάθε περίπτωση, προκειμένου μία ιδιωτικοποίηση να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, θα πρέπει το περιουσιακό στοιχείο να χορηγηθεί με διαφανή τρόπο στον πλειοδότη. Πολλοί ξένοι επενδυτές μου έχουν πει ότι στην Ελλάδα δεν είναι πάντα σαφές τι πρόκειται να αγοραστεί και υπό ποιες προϋποθέσεις, ενώ η διαδικασία διαρκεί χρόνια. Κάποιοι από αυτούς πρόσθεσαν ότι μετά από μακρές διαπραγματεύσεις και μετά από αλλεπάλληλες προσφορές, στο τέλος η αγορά έγινε από «τοπικούς επενδυτές». 

Η ιδιωτικοποίηση θα πρέπει να είναι διαφανής, ώστε να έχει αποτέλεσμα. Αυτό που παρατηρεί κανείς σήμερα είναι ότι η ιδιωτικοποίηση αποτελεί ακόμη μία ουραγό στο πρόγραμμα προσαρμογής ενώ ήταν από τους λίγους όρους που συμπεριλήφθηκαν στο πρώτο μνημόνιο και θα έπρεπε να είχε προχωρήσει πιο γρήγορα. Η αρχική ευφορία γύρω από τον στόχο της άντλησης 45 δις μέχρι το 2015 έχει πλέον συμβιβαστεί με έναν στόχο της τάξης των 22 δις και σε μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα από ό, τι είχε αρχικά σχεδιαστεί. Στην πραγματικότητα, οι ιδιωτικοποιήσεις και η μείωση του μεγέθους του δημόσιου τομέα έπρεπε να ήταν στο επίκεντρο των μέτρων, αλλά δεν έχουν προωθηθεί όσο έπρεπε και το βάρος του προγράμματος έχει πέσει σε μεγάλο βαθμό στην αλόγιστη αύξηση της φορολόγησης και σε οριζόντιες μειώσεις στις κοινωνικές υπηρεσίες και παροχές. Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι πολύ στενά συνδεδεμένες με τη διαφθορά. Και το μέγεθος του δημόσιου τομέα είναι πολύ στενά συνδεδεμένo με τις πελατειακές σχέσεις και τον νεποτισμό. Το ένα ενισχύει το άλλο.

Πώς μπορεί η Ελλάδα να προσελκύσει επενδύσεις;

Επιτρέψτε μου να υπογραμμίσω ότι πολύ λίγοι επενδυτές, πλην των κερδοσκόπων, θα τοποθετήσουν χρήματα σε μια χώρα που είναι αφερέγγυα. Το ελληνικό χρέος εξακολουθεί να θεωρείται από τους περισσότερους, συμπεριλαμβανομένου και εμού, μη βιώσιμο. Η αναβολή της ημερομηνίας (από το 2020 στο 2022) κατά την οποία το ελληνικό χρέος προβλέπεται να καταστεί βιώσιμο από τους δανειστές της Ελλάδας δεν στέλνει θετικό μήνυμα στις αγορές. Και πολλοί, συμπεριλαμβανομένου και του ΟΟΣΑ, εκτιμούν ότι το 2022 αποτελεί αισιόδοξη εκτίμηση με βάση τα σημερινά δεδομένα.

Επενδύσεις στην πραγματική οικονομία υλοποιούνται όταν υπάρχουν εσωτερικές δυνατότητες για δανεισμό ή διαθέσιμα κεφάλαια τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και στο εξωτερικό. Οι δύο αυτές συνθήκες προϋποθέτουν ότι το σύντομο μέλλον δεν υπόσχεται πολλά. Παρατηρείτε ότι αναφέρομαι σε επενδύσεις στην πραγματική οικονομία και όχι σε επενδύσεις στο χρηματιστήριο ή σε κρατικά ομόλογα. Γνωρίζουμε καλά πλέον, τουλάχιστον από την οικονομική κρίση του 2008, ότι δεν πρέπει να συγχέουμε τις χρηματοοικονομικές και τις κερδοσκοπικές επενδύσεις με εκείνες οι οποίες γίνονται στην πραγματική οικονομία που βοηθούν στην αύξηση της παραγωγής και στη μείωση της ανεργίας.

Οι συνθήκες για δανεισμό από τράπεζες για άμεσες επενδύσεις δεν είναι ακόμη ευνοικές. Το πρώτο προαπαιτούμενο το οποίο μου έρχεται στο μυαλό είναι η ανάκαμψη των προσδοκιών, η οποία θα προκύψει μηχανικά στο μέλλον. Αν και η χρονική στιγμή είναι υπό συζήτηση, η οικονομία δεν μπορεί να συρρικνώνεται για πάντα. Αυτό όμως ισοδυναμεί με προσευχή.

Το δεύτερο προαπαιτούμενο δεν υπάρχει ακόμη. Έστω και αν υποθέσουμε ότι δεν θα υπάρχει πολιτική αστάθεια λόγω της εύθραυστης κυβερνητικής πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το απρόβλεπτο της φύσης και του μεγέθους της μελλοντικής οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, για παράδειγμα, όσον αφορά στις αλλαγές στα κίνητρα και στη φορολόγηση, στην έλλειψη διαφάνειας και στην ελλιπή εφαρμογή. Αυτά δεν αποτελούν πρόβλημα για τους κερδοσκόπους που εκμεταλλεύονται ακριβώς αυτά τα κενά, αλλά απωθούν τους επενδυτές στους παραγωγικούς τομείς οι οποίοι αποβλέπουν σε μακροχρόνια κέρδη και όχι στις συγκυριακές ευκαιρίες της στιγμής.

Τα ευεργετικά αποτελέσματα από τις επενδυσεις δεν προέρχονται μόνα τους από την αύξηση της παραγωγής. Αυτή είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη πλευρά είναι να υπάρχει πραγματική ζήτηση για τα προϊόντα, τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στο εξωτερικό. Η εσωτερική αγορά παραμένει υποτονική μετά από τη μείωση των διαθέσιμων εισοδημάτων κατά 40% από την αρχή της κρίσης. Ακόμη και όταν η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη (που είναι ο κύριος εμπορικός εταίρος μας) επανέλθει σε εύρωστα επίπεδα, ακόμη και αν οι εξαγωγές μας αυξηθούν με γρήγορους ρυθμούς, η αξία των ελληνικών εξαγωγών είναι μικρή ώστε να ενισχύσει κατά πολύ τη συνολική ζήτηση.

Όσον αφορά τις εγχώριες πιστωτικές προοπτικές, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος δήλωσε πολύ πρόσφατα ότι οι δυνατότητες των τραπεζών να δανείζουν περισσότερο «παραμένουν περιορισμένες» στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Με άλλα λόγια, οι τράπεζες δεν έχουν τη δυνατότητα να δανείσουν στον βαθμό που χρειάζεται για να συμβάλλουν δραστικά στην έξοδο από την κρίση.  Παραμένουν υποκεφαλαιοποιημένες, δεδομένης της απώλειας των καταθέσεων (90 δις μεταξύ 2009 και 2012), του «κουρέματος» στο οποίο υποβλήθηκαν στο πλαίσιο του PSI και της αύξησης των «κόκκινων δανείων», που -όπως είπε και ο διοικητής της ΤτΕ- έχουν φτάσει στο 30%.

Ποια βήματα θεωρείτε ότι πρέπει να γίνουν στην Ελλάδα σε επίπεδο αναδιάρθρωσης της παραγωγικής βάσης;

Ένα βήμα που δεν πρέπει να γίνει είναι να αποχωρήσει η Ελλάδα από την ΕΕ ή το ευρώ. Ακόμη και τα πολιτικά κόμματα που αρχικά διατύπωναν αντίστοιχες προτάσεις κατά την έναρξη της κρίσης, σήμερα έχουν αλλάξει θέση. Η πλειοψηφία των Ελλήνων επιθυμεί να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ. Εάν η Ελλάδα εξέλθει από την Ευρώπη, κινδυνεύει να μετατραπεί σε χώρα όπως εκείνες που κάποτε αποτελούσαν τον λεγόμενο Τρίτο Δρόμο (Κούβα, Λιβύη, Συρία, Γιουγκοσλαβία, Βόρεια Κορέα κ.ο.κ.). Και ορισμένοι πολιτικοί μας φλέρταραν με αυτό το μοντέλο στο πρόσφατο παρελθόν. Ευτυχώς αυτό το αποφύγαμε και μπήκαμε -και είμαστε ακόμη- στην Ευρώπη. Παρενθετικά, ήταν ξεκάθαρο από την αρχή της κρίσης ότι οι εταίροι του ευρώ δεν ήθελαν (τότε) την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Αυτό γίνεται σαφές από τη συμφωνία τους να παρέχουν τεράστια ποσά με δικό τους κόστος, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα τείχος προστασίας για την αποτροπή των επιπτώσεων μιας ελληνικής χρεοκοπίας ιδιαίτερα στις γερμανικές και γαλλικές τράπεζες, ουσιαστικά δηλαδή στην Ευρωζώνη.

Υπάρχουν δύο σημαντικά «κανάλια» που θέτουν σε κίνηση τον ενάρετο κύκλο της οικονομικής μεγέθυνσης: επενδύσεις και καλή διακυβέρνηση. Όσον αφορά στη συνδρομή των επενδύσεων στο ΑΕΠ, η Ελλάδα αυτήν τη στιγμή κατατάσσεται 163η σε 173 χώρες, δηλαδή χαμηλότερα και από το Μάλι, τη Γουατεμάλα, το Ελ Σαλβαδόρ, τη Σιέρα Λεόνε και την Ακτή Ελεφαντοστού. Και οι δέκα χώρες που βρίσκονται κάτω από την Ελλάδα είναι κατά βάση χώρες της υποσαχάριας Αφρικής. Και όσον αφορά στη διακυβέρνηση, είμαστε στην τελευταία θέση στην Ευρώπη -πίσω και από τη Βουλγαρία.

Με έναν αναιμικό δημόσιο τομέα που δεν μπορεί να συμβάλλει δυναμικά στην ανάπτυξη λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής και με μία υποτονική εγχώρια αγορά, θα πρέπει να γίνει μεγάλη προσπάθεια για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, μεταξύ άλλων και στον χώρο της ιδιωτικοποίησης. Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει υποκατάστατο για έναν δυναμικό εγχώριο ιδιωτικό τομέα, ο οποίος στην Ελλάδα έχει επιβαρυνθεί εδώ και χρόνια από αδιαφανείς διαδικασίες και ελέγχους. Η γραφειοκρατία και οι δωροδοκίες φορολογούν πρόσθετα τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος εξακολουθεί να βασίζεται σε οικονομικές προσόδους που πηγάζουν από διάφορα μέσα, αντί να βασίζεται σε υγιή ανταγωνισμό. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι έχουν μειωθεί οι μισθοί κατά πολύ, αλλά δεν έχουν μειωθεί -ή έχουν μειωθεί πολύ λίγο- οι τιμές.

Επιπλέον, πρέπει να υπάρξει μια επανεξέταση της προσέγγισης για την αύξηση των φόρων σε σχέση με τις περικοπές των δαπανών. Από τώρα το πρόγραμμα πρέπει να βασιστεί λιγότερο στην αύξηση των φόρων και περισσότερο στη μείωση των κρατικών δαπανών. Ο υπουργός Οικονομικών είπε πρόσφατα ότι δεν θα υπάρξουν επιπρόσθετοι φόροι και πως οι αριθμοί του προβλέπουν αύξηση των φόρων κατά λιγότερο από 1% έως το 2015. Αυτή είναι μια ευπρόσδεκτη αντιστροφή από τα προβλεπόμενα στο Μνημόνιο 1.

Ως συμπέρασμα, οι δαπάνες θα πρέπει να μειωθούν, αν και -όπως έχει επισημάνει πρόσφατα και το ΔΝΤ- η μείωση των κρατικών δαπανών έχει περισσότερες αρνητικές συνέπειες από ό,τι θεωρείτο μέχρι σήμερα. Με άλλα λόγια, στην απόκρυφη γλώσσα των οικονομολόγων, οι «δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές» (η αναλογική επίπτωση της μείωσης των κρατικών δαπανών στην πραγματική οικονομία) είναι υψηλότεροι απ’ ό,τι πιστεύαμε, με αποτέλεσμα μία βαθύτερη ύφεση από τις αρχικές αισιόδοξες προβλέψεις.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι περικοπές δαπανών δεν πρέπει να μειώσουν τις δημόσιες επενδύσεις σε περιοχές με υψηλές οικονομικές αποδόσεις και δικαιολογημένες κοινωνικές δαπάνες. Με άλλα λόγια, οι περικοπές των δαπανών δεν θα πρέπει να είναι αδιάκριτες, αλλά να προσπαθήσουν να εξαλείψουν υπεράριθμο προσωπικό στον δημόσιο τομέα (κυρίως στις ΔΕΚΟ), να περιορίσουν τους μισθούς και τις συντάξεις των ελίτ του δημόσιου τομέα, να διατηρήσουν τις δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες σε αποδεκτό επίπεδο και να εξαλείψουν την απάτη και την κατάχρηση των κοινωνικών δαπανών και παροχών.

Είναι παρήγορο να ακούει κανείς, έστω και καθυστερημένα, αυτό που δήλωσε πρόσφατα ο επικεφαλής της αποστολής του ΔΝΤ στην Ελλάδα Πολ Τόμσεν: «Η Ελλάδα εξακολουθεί να χρειάζεται περαιτέρω εξοικονόμηση πόρων για την επίτευξη των στόχων της δημοσιονομικής διάσωσης. Δεν πρέπει να εφαρμόσει οριζόντια μέτρα. Θα πρέπει να επικεντρωθεί σε ‘αδικαιολόγητες σπατάλες’». Αν αυτό είχε εφαρμοστεί από το Μνομόνιο 1 και είχαν αποφευχθεί τα -εύκολα να εφαρμοστούν- «οριζόντια μέτρα», η Ελλάδα θα ήταν σήμερα σε πολύ καλύτερη θέση.

Δεν είναι τόσο το μέγεθος των περικοπών δαπανών που προκαλεί προβλήματα. Κυρίως είναι ο αδιάκριτος χαρακτήρας τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Παγκόσμια Τράπεζα απαιτεί (τουλάχιστον σε επίπεδο αρχής και καλής πρακτικής) οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες να βασίζονται σε εμπεριστατωμένες οικονομικές, θεσμικές και λειτουργικές εκθέσεις με ανάλυση των κοινωνικών επιπτώσεων. Μετά από πέντε χρόνια, ανάλογες μελέτες πάνω στη βάση της συγκεκριμένης προσέγγισης και πρακτικής παραμένουν περισσότερο επιθυμητές παρά εφικτές στην Ελλάδα.

Διαβάστε αύριο το 3ο μέρος: Ανεργία, κοινωνική πολιτική, ευρύτερες προοπτικές

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
[email protected]