Οικονομία & Αγορές
Παρασκευή, 24 Ιανουαρίου 2014 12:17

Τι (δεν) πετυχαίνει το ελληνικό πρόγραμμα

Το πρώτο μνημόνιο προέβη σε λαθεμένη διάγνωση για το ελληνικό ζήτημα και εξυπηρέτησε κυρίως τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, η δεδομένη λογιστική πρόοδος των ελληνικών δημοσιονομικών είχε τεράστιο κοινωνικό κόστος και το μείζον ζήτημα του δημόσιου χρέους παραμένει ανεπίλυτο, συμπεραίνει σε συνέντευξη στο naftemporiki.gr (1ο μέρος) ο πρώην σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας Ζαφείρης Τζαννάτος. 

Το πρώτο μνημόνιο προέβη σε λαθεμένη διάγνωση για το ελληνικό ζήτημα και εξυπηρέτησε κυρίως τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, στη συνέχεια η δεδομένη λογιστική πρόοδος των ελληνικών δημοσιονομικών είχε τεράστιο κοινωνικό κόστος και σήμερα το μείζον ζήτημα του δημόσιου χρέους παραμένει ανεπίλυτο, συμπεραίνει ο πρώην σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας Ζαφείρης Τζαννάτος σε συνέντευξη στο naftemporiki.gr (1ο μέρος), στο πλαίσιο αφιερώματος για τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.

Ποιους στόχους έχει πετύχει, κατά τη γνώμη σας, έως σήμερα το ελληνικό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής;

Η δημοσιονομική προσαρμογή, η οποία επικεντρώνεται στη μείωση του ελλείμματος και του χρέους, είναι μόνο ένα μέρος του προγράμματος προσαρμογής στην Ελλάδα. Πρέπει δηλαδή να γίνει διάκριση μεταξύ της δημοσιονομικής προσαρμογής και της οικονομικής προσαρμογής, η οποία είναι πολύ ευρύτερη. Το πρόγραμμα έδωσε υπερβολική έμφαση στη δημοσιονομική προσαρμογή σε βάρος της οικονομίας και αντιστοίχο αντίκτυπο στους κοινωνικούς τομείς. Αυτό που πέτυχε το πρόγραμμα έως σήμερα είναι να εξυπηρετήσει τα οικονομικά συμφέροντα της ευρύτερης ΕΕ (και της παγκόσμιας οικονομίας) αλλά όχι σε ένα μεγάλο βαθμό τα ελληνικά συμφέροντα.

Από λογιστική άποψη, το έλλειμμα έχει μειωθεί και μάλιστα αξιέπαινα, ωστόσο, προκαλώντας μεγάλο κόστος για την οικονομία, με αποτέλεσμα να έχουμε τη μεγαλύτερη ύφεση της σύγχρονης ιστορίας. Το υπουργείο Οικονομικών πρόσφατα ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα έχει επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό, όμως, εξαιρεί υποχρεώσεις του δημοσίου, όπως επιστροφές φόρου και εκκρεμείς πληρωμές προς την κοινωνική ασφάλιση. Σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονός ότι έχει σημειωθεί (λογιστική) πρόοδος, αν και υπάρχει μεγάλο κενό χρηματοδότησης το οποίο αναμένεται να έρθει στην επιφάνεια περίπου τον Μάιο του τρέχοντος έτους.

Όμως, η δημοσιονομική προσαρμογή έχει αποτύχει να μειώσει το ελληνικό χρέος και να το καταστήσει βιώσιμο. Από αυτήν την άποψη -και αυτός είναι ο κρίσιμος στόχος, δεν είναι δηλαδή ενδιάμεσος όπως η μείωση του ελλείμματος- δεν υπήρξε καμία πρόοδος. Και αυτό συνέβη παρά την αναδιάρθρωση και τα «κουρέματα». Στο τέλος του 2009 το δημόσιο χρέος ήταν 299 δις (129% του ΑΕΠ). Σήμερα βρίσκεται μάλλον σε περισσότερα από 320 δις (174% του ΑΕΠ). Όπως δήλωσε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, κ. Χρήστος Σταϊκούρας, σε μια κοινοβουλευτική συζήτηση τον περασμένο Σεπτέμβριο, «το πρόβλημα της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους παραμένει ανοικτό».

Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα λάθη του προγράμματος το οποίο εφαρμόστηκε και εφαρμόζεται στην Ελλάδα;

Το ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής δεν επωφελήθηκε από τα πολύτιμα διδάγματα των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής τα οποία μπορούσε να αντλήσει κανείς μέσα από τη μεγάλη διεθνή εμπειρία με αντίστοιχα προγράμματα στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Ασία. Από το τέλος της δεκαετίας του 1980, η κυρίαρχη προσέγγιση ήταν η «προσαρμογή με ανθρώπινο πρόσωπο», η οποία εκτείνεται πέρα από την εξέταση των δημοσιονομικών αριθμών και του επίσημο τομέα, και λαμβάνει υπ’ όψη τις επιπτώσεις στην ανάπτυξη, στην άτυπη οικονομία και στους κοινωνικούς τομείς.

Προσωπικά, έχω εργαστεί σε προγράμματα διαρθρωτικών προσαρμογών και ειδικότερα ήμουν επικεφαλής της ομάδας της Παγκόσμιας Τράπεζας η οποία σχεδίασε το πρόγραμμα για την απασχόληση και τον κοινωνικό τομέα στο πλαίσιο του -τότε- μεγαλύτερου πακέτου διάσωσης στην ιστορία, της Νότιας Κορέας, το 1997. Αυτό που γνωρίζουμε για τη διαρθρωτική προσαρμογή είναι ότι η επιτυχία της προϋποθέτει τρεις συνθήκες:

  •          Πρώτον, θα πρέπει να γίνεται σωστή διάγνωση των προβλημάτων και να τίθονται σαφείς στόχοι (συμπεριλαμβανομένης της εξισορρόπησης της λιτότητας με τις προοπτικές για την οικονομική ανάπτυξη). Στην Ελλάδα, η διάγνωση ήταν εκείνη της συμβατικής έλλειψης ρευστότητας η οποία θα μπορούσε να ξεπεραστεί γρήγορα με μία ελάχιστη βοήθεια και «τότε τα πράγματα θα κατηφορίσουν». Αφήνοντας στην άκρη την υπόσχεση ότι «τα πράγματα θα κατηφορίσουν», η οποία έχει πλέον απαξιωθεί, όλοι τώρα γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα δεν αντιμετώπιζε χαμηλή ρευστότητα αλλά αφερεγγυότητα, λόγω ενός μη βιώσιμου χρέους το οποίο χρειαζόταν άμεση αναδιάρθρωση το 2010. Αυτό  ακόμη και σήμερα δεν έχει συμβεί παρά το μαζικό bail out που έχει λάβει η χώρα.
  •          Δεύτερον, το πρόγραμμα πρέπει να είναι τεχνικά ορθό από την άποψη της σύνθεσης και της αλληλουχίας των μέτρων, των προσδοκιών για την ανάκαμψη και της ικανότητας εφαρμογής των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων. Ενώ το αρχικό πρόγραμμα (Μνημόνιο 1) εστίασε ορθά στον δημόσιο τομέα και στις ιδιωτικοποιήσεις, υπερεκτίμησε το πόσο γρήγορα θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις και να πουληθούν τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την υποτονικότητα των αγορών και την έλλειψη ικανότητας, αν όχι διαφάνειας, της ελληνικής δημόσιας διοίκησης να εφαρμόσει τα μέτρα. Αντί να συγκεντρωθούν σε αυτούς τους δύο τομείς, οι επόμενες εκδόσεις του προγράμματος πρόσθεσαν μια κακοσχεδιασμένη εσωτερική υποτίμηση, ένα συστατικό για το οποίο ακόμη και το ΔΝΤ συμφωνεί πλέον ότι δεν «δούλεψε», πέρα ​​από την περικοπή των μισθών και -πρακτικά- την κατάργηση (αντί για μιά μεταρρύθμιση) του συστήματος των εργασιακών σχέσεων.
  •          Τρίτον, τα μέτρα πρέπει να είναι κοινωνικά αποδεκτά, με έμφαση στην προστασία των φτωχών και των ευάλωτων ανάμεσα στις μεσαίες τάξεις. Το ελληνικό πρόγραμμα δεν επέστησε καμία προσοχή στον κοινωνικό αντίκτυπο. Αναζητώντας στα αγγλικά γραμμένα αρχικά έγγραφα του προγράμματος της τρόικας τη λέξη «ισότητα» (equality), δεν τη βρήκα πουθενά. Από την άλλη πλευρά, αναζητώντας τη λέξη «δικαιοσύνη» (equity), την εντόπισα μόνο σε αναφορά που σχετίζεται με τα «ίδια κεφάλαια που διακρατούν οι τράπεζες» μια και η λέξη έχει αυτές τις δύο έννοιες στα αγγλικά. Επιπλέον, η λέξη «προστασία» χρησιμοποιείται μόνο για την προστασία των καταθετών, τη νομική προστασία στο πλαίσιο των ιδιωτικοποιήσεων και τη μείωση της εργατικής προστασίας.

Άλλα λάθη του προγράμματος αφορούν στο σχέδιο για τη μείωση του ελλείμματος κατά 2/3 μέσω της αύξησης της φορολογίας  (ένας απατηλός στόχος) και μόνο κατά 1/3 μέσω της μείωσης των δαπανών (τις οποίες η κυβέρνηση μπορεί να ελέγξει). Η φοροδιαφυγή είναι ηθικά απαράδεκτη και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μέρος οποιασδήποτε δημοσιονομικής εξυγίανσης. Ωστόσο, περισσότερο από το 70% των Ελλήνων απασχολείται σε μικρές ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες συνήθως έχουν μικρό περιθώριο κέρδους. Η προσπάθεια να κλείσει η ψαλίδα του ελλείμματος με την επισημοποίηση της άτυπης οικονομίας, για λόγους αύξησης των εσόδων κατά τη διάρκεια της ύφεσης, ισοδυναμεί με οικονομική αυτοκτονία. Το κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων από την έναρξη του προγράμματος έχει στερήσει από την πραγματική οικονομία έναν από τους αναπτυξιακούς μοχλούς της στον τομέα των πολύ μικρών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενώ συνέβαλε στην αύξηση της ανεργίας, στην απώλεια εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και σε πρόσθετες δαπάνες για την καταβολή των επιδομάτων ανεργίας.

Η άτυπη οικονομία είναι μία πραγματική οικονομία. Σε γενικές γραμμές οι μισές δραστηριότητες της παραοικονομίας προσφέρουν συμπληρωματικά προϊόντα και υπηρεσίες στην επίσημη οικονομία, προσφέροντας έτσι προστιθέμενη αξία στο ΑΕΠ. Τα 2/3 του εισοδήματος που προέρχεται από την παραοικονομία ξοδεύεται στν επίσημη οικονομία και μπορεί να διατηρήσει, αν όχι να αυξήσει, εισοδήματα τα οποία αντιστοιχούν στο 1/3 του ενεργού πληθυσμού που απασχολείται σε αυτή. Το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα (24,3%) δεν ξεπερνά ιδιαίτερα τον μέσο όρο της ΕΕ (19,2%) και είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο της Λετονίας (περίπου 27%) που είναι σήμερα «το παιδί στην αφίσα» της ευρωπαϊκής προσαρμογής.

Εδώ μπορεί να δει κανείς την αλληλεπίδραση ανάμεσα στους φόρους και στην άτυπη οικονομία, όπως και τις κοινωνικές επιπτώσεις κατά τον σχεδιασμό ενός προγράμματος προσαρμογής. Στη Λετονία όλη η βοήθεια ήρθε στην αρχή του προγράμματος και δεν «έσταξε» όπως στην Ελλάδα.  Η Λετονία δεν μείωσε απλώς τους μισθούς του δημόσιου τομέα, αλλά απέλυσε το 30% των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ στην Ελλάδα η ανεργία αυξήθηκε από τον ιδιωτικό τομέα. Επίσης έκλεισε τους μισούς κρατικούς φορείς -μία υπόθεση που στην Ελλάδα βρίσκεται ακόμη στα σκαριά. Απαγόρευσε τη διπλομισθία των δημοσίων υπαλλήλων και οι υπουργοί της υπέστησαν μισθολογικές περικοπές της τάξης του 35%. Η Λετονία μείωσε τις κρατικές δαπάνες από 44% του ΑΕΠ σε ένα μεσαίο επίπεδο του 36% του ΑΕΠ μέσα σε δύο χρόνια, σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου οι κρατικές δαπάνες επίσης βρίσκονταν περίπου στο 45% το 2010, αλλά υποχώρησαν ελάχιστα έως και τα μέσα του 2013. Η Λετονία διατήρησε έναν χαμηλό φόρο επί των εταιρικών κερδών της τάξης του 15%, ενώ ο φόρος των φυσικών προσώπων παρέμεινε σταθερός στο 21%. Όσον αφορά στον κοινωνικό τομέα, οι συντάξεις και οι κοινωνικές παροχές μειώθηκαν ελάχιστα.

Στην έκθεση του περασμένου Ιουνίου, το ΔΝΤ παραδέχτηκε ότι «η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας μέσω της εσωτερικής υποτίμησης έχει αποδειχθεί ότι είναι ένα δύσκολο εγχείρημα με πολύ λίγες επιτυχίες». Ειδικότερα για την Ελλάδα, σημείωσε ότι «οι αρχικές συνθήκες της χώρας ήταν δυσμενείς σε σύγκριση με τη διεθνή εμπειρία», όπως και ότι «οι τιμές μειώθηκαν [βασικά μόνο] από τη μείωση των μισθών, αντανακλώντας τις συνεχιζόμενες ακαμψίες στις αγορές προϊόντων», ενώ οι τιμές αποδείχτηκαν ότι «δεν ήταν τόσο ευέλικτες όσο οι μισθοί».

Αυτή η παρατήρηση μας φέρνει στα θέματα της αγοράς εργασίας. Όπως επίσης παρατηρεί το ΔΝΤ, «ο καλύτερος τρόπος για να προχωρήσει η Ελλάδα θα ήταν μια διαπραγμάτευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για τη μείωση των μισθών και των τιμών και η αποφυγή μιας μακράς και επίπονης διαδικασία προσαρμογής». Όλοι γνωρίζουμε πλέον την κατάσταση των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα. Στην ουσία, δεν υπάρχει πια σύστημα εργασιακών σχέσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υφίστανται προβλήματα τα οποία οφείλουν να διορθωθούν (όπως θα έπρεπε να έχει γίνει). Όπως συμπεραίνει το ΔΝΤ, το τελικό αποτέλεσμα ήταν το εξής: «Υπήρξαν περιορισμένα κέρδη στην παραγωγικότητα» και «οι μειώσεις στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος οδηγήθηκαν από τους μισθούς με λίγες ενδείξεις αύξησης της παραγωγικότητας». Αυτό παρέτεινε την ύφεση συμβάλλοντας στη συρρίκνωση της εσωτερικής ζήτησης, που αποτελεί έναν παράγοντα (μαζί με τις εξαγωγές) για την ανάπτυξη και την έξοδο από την ύφεση.

Όσον αφορά στους κοινωνικούς τομείς, η αρχικά αδιάκριτη μείωση των συντάξεων ήταν λάθος, παρά τον άστοχο ισχυρισμό της αναπληρώτριας διευθύνουσας συμβούλου (νούμερο 2) του ΔΝΤ ότι «στην Ελλάδα προστατεύσαμε τις συντάξεις κάτω από 1.000 ευρώ ανά μήνα». Αυτό δεν λαμβάνει υπόψη την απάλειψη της 13ης και 14ης σύνταξης. Στη Νότια Κορέα (και σε άλλες χώρες) συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις προστάτευαν όσους ήδη λάμβαναν ή επρόκειτο να λάβουν σύνταξη, διατηρώντας συγχρόνως την αξία των συντάξεων που καταβάλλονταν στους φτωχούς. Όπως -δυστυχώς καταλήγει- το ΔΝΤ, «το βάρος της προσαρμογής δεν κατανεμήθηκε ισομερώς σε όλη την ελληνική κοινωνία».

Ποια βασικά σημεία ξεχωρίζετε εσείς ως πραγματικά αίτια της ελληνικής κρίσης;

Μπορώ να απαντήσω με μία λέξη, την οποία όμως θα αναφέρω τελευταία. Επιτρέψτε μου προηγουμένως να αναφερθώ σε αυτά που δεν ήταν τα αίτια της κρίσης. Η Ελλάδα δεν έπασχε από κρίση υπερβολικών δανείων για ακίνητη περιουσία (όπως, για παράδειγμα οι ΗΠΑ, η Ιρλανδία και η Ισπανία) ή των τραπεζών ή χρηματοπιστωτικής φούσκας. Δεν ήταν επίσης η ένταξη αυτή καθ΄αυτή στην ΕΕ ή το ευρώ -άλλο αν οι διαδοχικές κυβερνήσεις δεν έπαιξαν τα χαρτιά τους σωστά. 

Η κρίση δεν οφείλεται επίσης σε κανέναν από τους δέκα λόγους που θα θίξω πιο κάτω, τους οποίους φίλοι και εχθροί μας στην Ευρώπη επισημαίνουν και μας δαιμονοποιούν –και, δυστυχώς, έχουμε κάνει ελάχιστα για να διαλύσουμε αυτούς τους μύθους και να υπερασπιστούμε τους απλούς πολίτες μας.

  •          Πρώτον, εργαζόμαστε εβδομαδιαίως 5 ώρες περισσότερες από τον μέσο όρο των εργαζομένων στην Ευρώπη.
  •          Δεύτερον, εργαζόμαστε περισσότερες ώρες σε έναν χρόνο (άνω των 2.000) από οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ εκτός από τους Μεξικανούς (οι Γερμανοί εργάζονται λιγότερο από 1,400 ώρες).
  •          Τρίτον, δεν βασιζόμαστε σε υψηλές δημόσιες κοινωνικές δαπάνες: Η εκπαίδευση είναι σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτούμενη από τις οικογένειες, ενώ η Ελλάδα έχει μία από τις χαμηλότερες δημόσιες δαπάνες για την υγεία (και τη δεύτερη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη) ως ποσοστό του ΑΕΠ στις χώρες του ΟΟΣΑ (αν και μεγάλο μέρος των δημόσιων δαπανών αφορά σε φαρμακευτικά προϊόντα, μια πολλά υποσχόμενη περιοχή, τόσο για τους προσοδοθήρες του ιδιωτικό τομέα όσο και για μερικούς περιποιητικούς υπαλλήλους στον δημόσιο τομέα).
  •          Τέταρτον, οι φόροι είναι υψηλοί για την πλειοψηφία των Ελλήνων και μπορούν να αντιπαραβάλλονται με τις δημόσιες δαπάνες εάν περιληφθούν οι παράνομες πληρωμές στους δημόσιους υπαλλήλους.
  •          Πέμπτον, η ανεργία δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι προέρχεται από ευρεία διαθεσιμότητα του επιδόματος ανεργίας, όπως γίνεται σε χώρες που έχουν κράτη ευημερίας: το λαμβάνουν μόνο 200.000 από το 1,4 εκατ. ανέργων, ενώ πολλοί έχουν αποθαρρυνθεί από την εγχώρια αγορά εργασίας στο εσωτερικό. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, περίπου 300.000, κυρίως, νέοι και μορφωμένοι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι οι Έλληνες αναζητούν και αποδέχονται εργασία οπουδήποτε υπάρχει.
  •          Έκτον, ούτε το επίπεδο του εποδόματος ανεργίας είναι υψηλό: Στην Ελλάδα ανέρχεται στο ήμισυ του μέσου όρου του ΟΟΣΑ -το δεύτερο χαμηλότερο εκτός της Ιταλίας.
  •          Έβδομον, οι συντάξεις δεν καταβάλλονται νωρίς: Η μέση πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης στην Ελλάδα κινείται στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (περίπου 63 χρόνια για τους άνδρες και 61 για τις γυναίκες). Το κακό όνομα της Ελλάδας προέρχεται από την πρόωρη συνταξιοδότηση στις εδραιωμένες ελίτ.
  •          Όγδοο, οι συντάξεις δεν είναι γενναιόδωρες και μάλιστα μειώθηκαν αδιακρίτως: Σήμερα, μόνο η Ελλάδα (και η Βουλγαρία) έχει κόκκινες σημαίες σε όλες τις πτυχές των κινδύνων της μεγάλης ηλικίας (επίπεδο συντάξης σαν ποσοστό αναπλήρωσης του μέσου μισθού, σοβαρή στέρηση βασικών υπηρεσιών, πιθανότητα φτώχειας, κλπ).
  •          Ένατο, η κοινωνική προστασία και η υποστήριξη στους φτωχούς είναι ελάχιστη, αν και γενναιόδωρα διαθέσιμη για τους λίγους.
  •          Δέκατον, δεν είμαστε σπάταλοι και υπερακαταναλωτές όπως απεικονιζόμαστε, καθώς τα ελληνικά νοικοκυριά είναι από τα λιγότερο χρεωμένα: Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η αναλογία του χρέους προς το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών είναι «αρκετά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και σημαντικά χαμηλότερα από ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες της περιφέρειας».

Επομένως, δεν είναι οι συνήθειες των Ελλήνων που προκάλεσαν την κρίση. Ήταν το δημόσιο χρέος. Κοιτάζοντας πίσω στο -όχι και τόσο μακρινό- παρελθόν, οι δημόσιες δαπάνες άρχισαν να αυξάνονται παράλληλα με τη διαδικασία ένταξης στην ΕΕ και, μετά την ένταξη, μέσω της βοήθειας από τα ταμεία διαρθρωτικής προσαρμογής την οποία παρείχε η ευρωπαϊκή κοινότητα στην Ελλάδα για να ευθυγραμμίσει την οικονομία και τους θεσμούς της με την υπόλοιπη Ευρώπη, μια βοήθεια που ξεπέρασε -κατά κεφαλήν- εκείνες που πήραν τα άλλα νέα μέλη της ΕΕ.

Παρ’ όλα αυτά, το χρέος συνέχισε να αυξάνεται μετά την είσοδο στην ΕΟΚ και σχεδόν τριπλασιάστηκε από 26% έως 70% κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, καθώς οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν κατά το πρωτοφανές 460%. Παράλληλα, ο δημόσιος τομέας συνέχισε να μεγεθύνεται μετά τη δεκαετία του 1980 και μαζί με αυτόν η διαφορά μεταξύ εσόδων και δαπανών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα αντιμετώπισε μια παρόμοια δημοσιονομική κρίση στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και έλαβε γενναιόδωρη υποστήριξη μέσω του τότε πρόγραμματος σταθεροποίησης (1986-1988). Το ΔΝΤ δεν συμμετείχε τότε και, καθώς η Ευρώπη δεν είχε εμπειρία προσαρμογής και επαρκείς μηχανισμούς εποπτείας, η επίδραση ήταν ελάχιστη: Ούτε οι δημοσιονομικές ανισορροπίες διορθώθηκαν, ούτε η δομή της οικονομίας επηρεάστηκε, ούτε η πολιτική λογοδοσία αυξήθηκε (συμπεριλαμβανομένων του πελατειακού συστήματος και της διαφθοράς).

Η Ελλάδα απέτυχε να «εξευρωπαΐσει» τόσο την οικονομία όσο και τους θεσμούς της. Η συμβολή του δημόσιου τομέα στο ΑΕΠ έφτασε το 54% το 2009, το έτος που άρχισε η κρίση. Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώνονταν διαρκώς, σχεδόν γραμμικά, από περίπου 35% του ΑΕΠ το 1970 σε λιγότερο από 15% έως το 2009. Στη δεκαετία του 1990, ο προϋπολογισμός αυξήθηκε κατά 350%. Το δημόσιο χρέος εκτοξεύτηκε από 2 δις ευρώ το 1981 σε 140 δις ευρώ έως το 2000. Φτάνοντας στο 2010, το χρέος ήταν 330 δις ευρώ και οι δημόσιες δαπάνες 114 δις ευρώ.

Συνεπώς, επιστρέφοντας στο αρχικό ερώτημα σχετικά με την προέλευση της ελληνικής κρίσης, η απάντηση είναι μία λέξη: κυβέρνηση. Το πραγματικό αίτιο της κρίσης είναι η εδραιωμένη πολιτικοποίηση και η βραχυπρόθεσμη προσέγγιση της ελληνικής δημόσιας ζωής από την πολιτική ηγεσία. Τα κόμματα έχουν πάρει τον έλεγχο του κράτους προς όφελος των έμπιστών τους και σε βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας των απλών πολιτών. Είναι η έλλειψη «αρμόζουσας ευγένειας από τους άρχοντες» (noblesse oblige). Η μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και, ας πούμε, τη Γερμανία δεν αφορά στο κόστος εργασίας και στην παραγωγικότητα. Πολύ απλά, η Ελλάδα βαθμολογείται με 3,4 στην κλίμακα του 10 στον δείκτη της διαφθοράς στον δημόσιο τομέα στην Ευρώπη, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Δείκτη Διαφθοράς του Διεθνούς Οργανισμού Διαφάνειας (Transparency International), η Βουλγαρία κατατάσσεται 77η, ενώ η Ελλάδα κατατάσσεται 80η, στην ουσία μαζί με τη Σουαζιλάνδη και τη Μπουρκίνα Φάσο.

Η κρίση είναι το αποτέλεσμα του μη διαχωρισμού του κράτους από την κυβέρνηση. Το Βέλγιο δεν είχε κυβέρνηση για περισσότερες από 535 ημέρες, αλλά αυτό πέρασε απαρατήρητο από τους πολίτες του καθώς το κράτος λειτουργούσε. Και η Γερμανία δεν σχημάτιζε κυβέρνηση για μήνες, μετά τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου προκειμένου να επεξεργαστεί έναν σταθερό συνασπισμό για τα συμφέροντά της. Εδώ δεν χρειάζεται να αναφερθεί κανείς στην Τουρκοκρατία: αρκεί να συγκρίνει αυτές τις δύο χώρες με τις εξελίξεις στην Ελλάδα από το 2009.

Πολλοί εκτιμούν ότι η Ελλάδα έχασε χρόνο στην αντιμετώπιση της κρίσης, όταν αυτή ξέσπασε.

Σίγουρα, αν το πρόγραμμα του Μαΐου του 2010 ήταν αξιόπιστο και εφαρμόσιμο, τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα. Αλλά το πρόγραμμα αυτό αποδείχθηκε σποραδικό και σπασμωδικό. Στα αρχικά μέτρα προστέθηκαν άλλα και όλα απλώθηκαν με την πάροδο του χρόνου. Ορισμένα μέτρα προστίθενται ακόμη και τώρα που μιλάμε. Έχουμε Μνημόνιο 1, Μνημόνιο 2, PSI και στη συνέχεια επιπλέον εκδόσεις για κάθε ένα από αυτά.

Δεν χρειάζεται να επεκταθεί κανείς πέρα από την ίδια την εκτίμηση του ΔΝΤ: «Η μη αποφασιστική αντιμετώπιση του προβλήματος του δημόσιου χρέους από την έναρξη ή από τα πρώτα στάδια του προγράμματος ... επιδείνωσε τη συρρίκνωση της παραγωγής... Η καθυστέρηση αναδιάρθρωσης του χρέους παρείχε επίσης ένα παράθυρο στους ιδιώτες πιστωτές να μειώσουν τις επιπτώσεις που θα είχαν με το να μεταφέρουν το χρέος στα επίσημα χέρια, αφήνοντας τους φορολογούμενους και τον επίσημο τομέα στον γάντζο... το πρόγραμμα ήταν μια επιχείρηση για να κερδηθεί χρόνος (holding operation): Η εφαρμογή του ελληνικού προγράμματος έδωσε χρόνο στη ζώνη του ευρώ να χτίσει ένα τείχος προστασίας για τη θωράκιση άλλων ευάλωτων μελών και απέτρεψε δυνητικά σοβαρές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία».

Επομένως, το πρόγραμμα δεν ήταν ένα πρόγραμμα για την Ελλάδα. Ήταν ένα πρόγραμμα με περιεχόμενο και χρονοδιάγραμμα που υπηρέτησαν το ευρώ και την ΕΕ περισσότερο από την Ελλάδα. Πολλά από τα εγχώρια συναισθήματα για το πακέτο διάσωσης στην Ελλάδα -όπως αυτά συνοψίζονται από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια σε μία ομολογουμένως συγκινητική αναφορά: «η Ελλάδα δεν θα υποκύψει στον εκβιασμό»- είναι δικαιολογημένα. Το ελληνικό πρόγραμμα μοιάζει με περίπτωση «δόλιας μεταβίβασης» ενός δανείου (fraudulent conveyance), όπου ο δανειστής γνωρίζει ότι ο οφειλέτης δεν μπορεί να αποπληρώσει το χρέος, αλλά τον δανείζει, αποβλέποντας σε πολύ μεγαλύτερο κέρδος από αυτό που προβλέπεται από την αντικειμενική ανάλυση των αριθμών και την καλή πίστη. Από τη μία πλευρά η Ελλάδα έως σήμερα δεν μπορεί να εξοφλήσει τα χρέη της, από την άλλη πλευρά οι δανειστές της πήραν αυτό που ήθελαν. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα πια -είτε μέσα, είτε έξω από το ευρώ και την ΕΕ- δεν θα προκαλέσει σοβαρές διεθνείς επιπλοκές. Εκείνο όμως που χρειάζεται η χώρα είναι να εφαρμόσει τις σωστές πολιτικές και όχι να βγει από την Ευρώπη από τη λάθος πόρτα.

Διαβάστε αύριο στο 2ο μέρος: Χρέος, επενδύσεις, ιδιωτικοποιήσεις, δαπάνες, απολύσεις στο δημόσιο

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
[email protected]