Κατά της θέσπισης οδηγίας για την επιβολή ποινικών κυρώσεων ακόμη και στα πληρώματα των πλοίων σε περιπτώσεις θαλάσσιας ρύπανσης τάχθηκεται η Ελλάδα, όπως είπε ο αναπληρωτής κυβερνητικός εκπρόσωπος Ευάγγελος Αντώναρος, με αφορμή τη σημερινή συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο του Συμβουλίου Υπουργών Εσωτερικών Υποθέσεων και Δικαιοσύνης για το θέμα.
«Δεν δεχόμαστε μαθήματα ευαισθησίας από κανένα», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Αντώναρος και πρόσθεσε: «Η Ελλάδα δεν έχει καμία πρόθεση αλλά και κανένα συμφέρον να συμπράξει σε μια ποινικοποίηση της ναυτικής εργασίας, μια εξέλιξη που άλλωστε μόνο χώρες χωρίς ναυτική παράδοση στην Ευρώπη επιδιώκουν».
Ανέφερε μάλιστα ότι η στάση της Ελλάδας, που βρίσκεται σε κοινή γραμμή με εκείνες της Κύπρου και της Μάλτας, δύο χωρών επίσης με δυνατή παρουσία στο ναυτικό χώρο έχει την υποστήριξη όλων όσοι εμπλέκονται στη ναυτιλία: και των εργαζομένων και του εφοπλιστικού χώρου. «Και αυτό γιατί η ναυτιλία είναι εθνικός πλούτος που δεν μπορούμε και δεν επιτρέπεται να τον αφήσουμε απροστάτευτο», τόνισε ο αναπληρωτής κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Η Ελλάδα, η Μάλτα και η Κύπρος μπλόκαραν σήμερα στο Λουξεμβούργο συμφωνία για τις ποινικές κυρώσεις σε περιπτώσεις θαλάσσιας ρύπανσης. Η πλειοψηφία των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε, αντίθετα, ότι η Ε.Ε. θα πρέπει να λάβει μέτρα μετά το ατύχημα του «Πρεστίζ» στα ανοικτά της Γαλικίας το Νοέμβριο του 2002.
Το αρχικό κείμενο, το οποίο πλέον θα αποσταλεί και πάλι στο Συμβούλιο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων των Βρυξελλών στις 4 και 5 Νοεμβρίου, πρότεινε ανάλογα με τη σοβαρότητα των παραβάσεων, ποινές φυλάκισης από ένα έως δέκα χρόνια και αποζημιώσεις από 150.000 μέχρι και 1,5 εκατ. ευρώ.
Το κείμενο είχε υιοθετηθεί κατά πλειοψηφία από του υπουργούς Μεταφορών της Ε.Ε., παρά την αντίθετη γνώμη των τριών κρατών, όμως η διάταξη για τις ποινικές κυρώσεις πρέπει να γίνει ομοφώνως δεκτή.
Παρεμβαίνοντας στο Συμβούλιο, ο κ. Κεφαλογιάννης ανέφερε οτι οι προωθούμενες ρυθμίσεις θα έχουν καταστρεπτικές συνέπειες για την ευρωπαϊκή ναυτιλία, αφού θα οδηγήσουν «σε απαξίωση μια δραστηριότητα τόσο ζωτική για τα συμφέροντα της Ε.Ε., με συνέπεια την υποστολή της κοινοτικής σημαίας απο τα πλοία μας και την πλήρη αδυναμία μας να βρούμε ευρωπαίους ναυτικούς που θα διατηρήσουν ζωντανή τη ναυτιλιακή τεχνογνωσία της Ευρώπης».
Πρόσθεσε επίσης, οτι η χωρίς μέτρο ποινικοποίηση του ναυτικού επαγγέλματος θα λειτουργήσει και ως αντικίνητρο στην προσέλκυση περισσότερων πλοίων στα κοινοτικά νηολόγια, επιχειρηματιών στη ναυτιλιακή δραστηριότητα και νέων στα θαλασσινά επαγγέλματα, με αποτέλεσμα να θιγούν διακηρυγμένες πολιτικές της Ε.Ε..
«Δεν έχουμε πεισθεί ότι το να ποινικοποιούμε το εξ αμελείας ναυτικό ατύχημα, θα συντελέσει ουσιαστικά στην επίτευξη του στόχου μας που είναι η καλύτερη προστασία των ευρωπαϊκών θαλασσών και ακτών», επισήμανε ο κ. υπουργός. «Και τούτο διότι πιστεύουμε οτι η εξ αμελείας τιμωρία μειώνει το αίσθημα ευθύνης των πλοιοκτητών και των ναυτικών, οι οποίοι και δεν θα έχουν πιά κανένα κίνητρο για να περιορίσουν τις συνέπειες του ατυχήματος, γνωρίζοντας οτι ούτως ή άλλως θα τιμωρηθούν αυστηρότατα».
Σε δηλώσεις του προς τους δημοσιογράφους ο κ. Κεφαλογιάννης ανέφερε οτι δόθηκε μάχη στο Λουξεμβούργο για τα συμφέροντα της ελληνικής ναυτιλίας και ναυτεργασίας. «Αρνηθήκαμε», τόνισε, «τη διακριτική μεταχείριση σε βάρος των ελλήνων ναυτικών και την ποινικοποίηση της ναυτικής εργασίας. Η Ελλάδα, η οποία στηρίζεται σε δύο πυλώνες - ναυτιλία και τουρισμό - είναι βέβαιο οτι έχει και ιδιαίτερες περιβαλλοντικές ευαισθησίες. Γι' αυτό άλλωστε η χώρα μας έχει το αυστηρότερο νομοθετικό πλαίσιο για τη θαλάσσια ρύπανση». «Ομως αυτό δεν δικαιολογεί την τάση που υπάρχει σε ορισμένα κράτη-μέλη να οδηγηθεί η εμπορική ναυτιλία σε "οικονομική αυτοκτονία"», κατέληξε στις δηλώσεις του ο κ. Κεφαλογιάννης.