Έχοντας επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα, το βάρος του προγράμματος προσαρμογής πλέον πέφτει σχεδόν αποκλειστικά στην ατζέντα των μεταρρυθμίσεων, επισημαίνεται στο νέο τεύχος της έκδοσης «Οικονομία και Αγορές» που δημοσιεύει η Eurobank.
Έχοντας επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα, το βάρος του προγράμματος προσαρμογής πλέον πέφτει σχεδόν αποκλειστικά στην ατζέντα των μεταρρυθμίσεων, επισημαίνεται στο νέο τεύχος της έκδοσης «Οικονομία και Αγορές» που δημοσιεύει η Eurobank.
Στο τεύχος αυτό φιλοξενείται άρθρο του Δρος Κωνσταντίνου Α. Παπαδόπουλου, Συμβούλου Διοίκησης επί Ευρωπαϊκών και Οικονομικών Θεμάτων της Eurobank, με τίτλο: «Η Πραγματική Σημασία της Εξωστρέφειας και των Μεταρρυθμίσεων».
Στο άρθρο τονίζεται πως, παρ’ όλες τις καθυστερήσεις, θα πρέπει τώρα να γίνει μία επαναξιολόγηση όλων των διαρθρωτικών μέτρων και μία εκ νέου ιεράρχησή τους, ευθυγραμμίζοντας και προσαρμόζοντας όλες τις μεταρρυθμίσεις, αλλά και τις πολιτικές δαπανών του κράτους, «στις ανάγκες επίτευξης τού υπ’ αριθμόν ένα στόχου, που είναι η δραστική αύξηση των εσόδων από εξαγωγικές δραστηριότητες».
Αναφερόμενος στους στόχους του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, ο σύμβουλος της Eurobank σημειώνει πως, για λόγους τόσο εσωτερικής δομής του προγράμματος, όσο και μίας σειράς δυσκολιών που παρουσιάσθηκαν κατά την εκτέλεση, το βάρος έπεσε στο πρώτο σκέλος, με αποτέλεσμα, πρώτον, μία βαθύτερη του αναμενομένου ύφεση και, δεύτερον, μία καθυστέρηση στη θέσπιση των αλλαγών που είναι απαραίτητες για την έξοδο από την κρίση και, κυρίως, για την επιβίωση της ελληνικής οικονομίας στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα της μελέτης, προκειμένου η χώρα να επανακτήσει, αλλά σε στέρεες βάσεις, το επίπεδο ευμάρειας στο οποίο είχε μάθει μέχρι το 2009, και κυρίως να τεθεί εκ νέου σε κίνηση η διαδικασία σύγκλισης του κατά κεφαλήν εισοδήματος με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, θα πρέπει να αυξήσει κατά περίπου μιάμιση φορά τα έσοδά της από εξαγωγικές δραστηριότητες (αγαθά και υπηρεσίες).
Όπως τονίζει, «πρόκειται για έναν τεράστιο μετασχηματισμό της οικονομίας, κάτι που η συνεχής ενασχόληση με τον προϋπολογισμό και τα δημοσιονομικά τείνει να επισκιάσει, τόσο σε επίπεδο κυβερνητικής πολιτικής, όσο και σε επίπεδο δημοσίου διαλόγου».
Η μελέτη εξετάζει, ακόμα, τα διάφορα ρεύματα στην Ευρώπη, αυτά που υποστηρίζουν την ανάγκη για «λιτότητα» και αυτά που είναι υπέρ της «ανάπτυξης», και ισχυρίζεται ότι πρόκειται γενικώς περί ενός ψευδοδιλήμματος. Μάλιστα, επισημαίνει ότι στο εξωτερικό σχεδόν κανείς δεν υποστηρίζει ότι η Ελλάδα έχει τώρα τα περιθώρια να απαλύνει τους όρους του προγράμματος. Αντιθέτως, τώρα που η δημοσιονομική προσαρμογή φθάνει προς το τέλος της, θα πρέπει οι ελληνικές αρχές να επαυξήσουν τις προσπάθειες που καταβάλλουν στο σκέλος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.