ΠΡΟΣΦΟΡΑ, ύψους 2,6 δισ. ευρώ (3,45 δισ. δολ.) για την Rexel SA, την κατασκευάστρια ηλεκτρονικών εξαρτημάτων της Pinault-Printemps-Redoute SA, έκανε η Clayton Dublier Rice, το επενδυτικό τμήμα της Merrill Lynch & Co. και η Eurazeo SA.
O όμιλος προσέφερε 38,50 ευρώ ανά μετοχή, 6,9% υψηλότερα από τη χθεσινή τιμή κλεισίματος. Η Pinault-Printemps θα εισπράξει 1,9 δισ. ευρώ για το 74% της εταιρείας και οι εταιρείες επενδύσεων σχεδιάζουν να προσφέρουν τη μειοψηφία τους, στους μετόχους, σύμφωνα με σημερινή του ανακοίνωση.
Η συναλλαγή αυτή, αποτελεί την τελευταία εκποίηση περιουσιακών στοιχείων της Pinault- Printemps, ιδιοκτήτριας των ειδών πολυτελείας Gucci, στο πλαίσιο της στρατηγικής που άρχισε να εφαρμόζει από το 1999, όταν ο δισεκατομμυριούχος Francois Pinault, αγόρασε για πρώτη φορά μετοχές της Gucci. Προκειμένου να εξοφλήσει την συγχώνευση ύψους επτά δισ. δολ. που ολοκλήρωσε τον Μάϊο, η Pinault-Printemps, πούλησε τα τμήματα προμηθειών γραφείων, δυσκίνητες εταιρείες χονδρικής πώλησης και δύο εταιρείας, στον χώρο της καταναλωτικής πίστης και συγκεκριμένα της έκδοσης πιστωτικών καρτών.
«Αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή πωλήσεων για την Pinault», ανέφερε ο Raphael Pitoun, οικονομικός αναλυτής της Dexia Securities στο Παρίσι, ο οποίος χθες είχε εισηγηθεί για τις μετοχές της Pinault, «neutral».
Η Rexel, προμηθεύει περίπου το 1/4, της παγκόσμιας αγοράς ύψους 120 δισ. δολ., στην οποία δραστηριοποιείται, με ηλεκτρικούς διακόπτες, πρίζες, καλώδια και συσσωρευτές. Η μετοχή της κέρδιζε περίπου 80% από τη στιγμή που υποχώρησε στα χαμηλότερα επίπεδα οκτώ ετών, τον Μάρτιο του 2003, καθώς ο επικεφαλής της, Jean-Charles Pauze, μείωσε κατά περίπου 10% το προσωπικό της, σε συνδυασμό με την ανάκαμψη της ζήτησης για υλικά κατασκευής κτιρίων στις ΗΠΑ και την Ασία.
Τα καθαρά κέρδη της εταιρείας, που εδρεύει στο Παρίσι, διαμορφώθηκαν πέρυσι σε 6,66 δισ. ευρώ. Η εταιρεία το 2002 είχε ζημίες ύψους 31,2 εκατ. ευρώ, εξ αιτίας της μείωσης των θέσεων εργασίας. Στις 8 Νοεμβρίου, ο Pauze είχε ανακοινώσει, ότι, η ετήσια αύξηση των πωλήσεων της εταιρείας, θα είναι υψηλότερη του 14%, που σημείωσαν αυτές, τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2004.