Οικονομία & Αγορές
Τρίτη, 30 Νοεμβρίου 2004 20:44

Καταπέλτης η έκθεση της Eurostat για τα ελληνικά στοιχεία

«Ηρθε η ώρα να αποδεχθείτε την αλήθεια ως έχει», δήλωσε προς την αξιωματική αντιπολίτευση ο υπουργός Οικονομίας Γιώργος Αλογοσκούφης καταθέτοντας στην επιτροπή Οικονομικών της Βουλής την έκθεση της Eurostat για την αναθεώρηση των ελληνικών δημοσιονομικών στοιχείων. Στην έκθεση αναφέρεται ότι «οι σχετικές αμφιβολίες της Eurostat διατυπώθηκαν πολλές φορές στο παρελθόν με υποσημειώσεις, ιδιαίτερα σχόλια και αστερίσκους στα δελτία Τύπου της».

Η Eurostat υπενθυμίζει ότι το 2002 έγινε μια σημαντική αναθεώρηση των δημοσιονομικών στοιχείων της Ελλάδας κατόπιν απαίτησης της Eurostat. Η αναθεώρηση αυτή οδήγησε σε επιδείνωση του ελλείμματος κατά 1% του ΑΕΠ το 2000 και 1,3% το 2001, ενώ το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 1,5% και 1,9% του ΑΕΠ αντίστοιχα.

Οπως επισημαίνει η στατιστική υπηρεσία της Ε.Ε., «οι βασικοί λόγοι της αναθεώρησης των ελληνικών δημοσιονομικών στοιχείων για την περίοδο 2000-2003 συνοψίζονται στην ελλιπή καταγραφή των αμυντικών δαπανών, στην υπερεκτίμηση του πλεονάσματος των ασφαλιστικών οργανισμών και στην αναθεώρηση -προς τα κάτω- των εκτιμήσεων για τα φορολογικά έσοδα (κυρίως από ΦΠΑ). Αυτά τα τρία στοιχεία από μόνα τους ερμηνεύουν περίπου το 90% των συνολικών αναθεωρήσεων. Ειδικότερα οι διαφορές από την καταγραφή των αμυντικών δαπανών ερμηνεύουν 25% των συνολικών αναθεωρήσεων το 2003, 75% το 2002, 50% το 2001 και 90% το 2000».

Επίσης καταγράφονται τα νέα στοιχεία του δημοσιονομικού ελλείμματος για την περίοδο 1997-1999:

1997: 6,6% του ΑΕΠ έναντι 4%

1998: 4,3% του ΑΕΠ έναντι 2,5%

1999: 3,4% του ΑΕΠ έναντι 1,8%

Οι αναθεωρήσεις αυτές οφείλονται κυρίως στην πληρέστερη καταγραφή των αμυντικών δαπανών, στους κεφαλαιοποιημένους τόκους, στη σωστή καταγραφή των κεφαλαιακών μεταβιβάσεων και των εσόδων από την Ε.Ε.

Τα στοιχεία του χρέους της γενικής κυβέρνησης διαμορφώνονται ως εξής:

1997: 114,0% του ΑΕΠ έναντι 108,2%

1998: 112,4% του ΑΕΠ έναντι 105,8%

1999: 112,3% του ΑΕΠ έναντι 105,2%.

Ειδικότερα για τις αμυντικές δαπάνες αναφέρεται ότι «το 2002 δηλώθηκε ανακριβώς από τις ελληνικές αρχές ότι οι προκαταβολές που πληρώνονται στους προμηθευτές στρατιωτικού υλικού αντιμετωπίζονται ως χρηματοοικονομικές συναλλαγές και ότι με την παραλαβή του εξοπλισμού στην Ελλάδα, οι στατιστικές υπηρεσίες λαμβάνουν την πληροφόρηση αυτή και μπορούν να κάνουν τις σχετικές καταχωρίσεις στους εθνικούς λογαριασμούς (ως τελική κατανάλωση). Η πραγματικότητα είναι ότι η ΕΣΥΕ και το Υπουργείο Οικονομικών δεν έλαβαν καμία πληροφόρηση για παραλαβές στρατιωτικού υλικού από το 1997. Ετσι οι περισσότερες αμυντικές δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν με δανεισμό δεν καταγράφηκαν τα τελευταία επτά χρόνια».

Για τα πλεονάσματα των ασφαλιστικών οργανισμών σημειώνεται ότι «η Eurostat ζήτησε το 2002 έναν κατάλογο των ασφαλιστικών φορέων και των οικονομικών τους αποτελεσμάτων, αλλά δεν έλαβε ποτέ απάντηση. Επανήλθε στο θέμα το Σεπτέμβριο του 2003 και έδωσε προθεσμία μέχρι το Σεπτέμβριο 2004 για την παροχή πιο αξιόπιστων στοιχείων. Ετσι διενεργήθηκε από την άνοιξη του 2004 νέα εκτενής έρευνα από την ΕΣΥΕ για όλους αυτούς τους φορείς, που κάλυψε τα έτη 2002 και 2003. Το αποτέλεσμα αυτής ήταν τον περασμένο Σεπτέμβριο να αναθεωρηθούν τα πλεονάσματα των ασφαλιστικών οργανισμών προς τα κάτω».

Τέλος, για τη ΔΕΚΑ "η Eurostat θεωρούσε ότι η ΔΕΚΑ ενεργούσε εκ μέρους και κατόπιν οδηγιών της κυβέρνησης και ήταν αμφίβολο αν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μονάδα με αυτονομία αποφάσεων. Ετσι τον Οκτώβριο 1997 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ΔΕΚΑ έπρεπε να κατατάσσεται εντός της γενικής κυβέρνησης, χωρίς όμως θετική ανταπόκριση από τις ελληνικές αρχές».

Πηγή: ΑΠΕ