Δεν είναι απόλυτα σαφές σε τι ακριβώς ελπίζει ο κ. Σαμαράς από το αυριανό ταξίδι του έως το Βερολίνο και ποια θα είναι η στρατηγική κατά τη συνάντησή του με την καγκελάριο Μέρκελ.
Δεν είναι απόλυτα σαφές σε τι ακριβώς ελπίζει ο κ. Σαμαράς από το αυριανό ταξίδι του έως το Βερολίνο και ποια θα είναι η στρατηγική κατά τη συνάντησή του με την καγκελάριο Μέρκελ.
Σε μια περίοδο που οι συζητήσεις με την τρόικα δείχνουν να πέφτουν από το ένα αδιέξοδο στο άλλο, είναι βέβαιο ότι η ελληνική κυβέρνηση θα εκφράσει τη δυσαρέσκεια για την ακαμψία της τρόικας απέναντι σε ένα εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, που γίνεται ολοένα και πιο εύθραυστο για το κυβερνητικό σχήμα, και μια κοινωνική ισορροπία που κινείται σε τεντωμένο σχοινί, με μοναδικό της στήριγμα τις βελτιώσεις οι οποίες συνεχώς αναγγέλλονται, αλλά δεν βρίσκουν το δρόμο τους προς την πραγματικότητα, περιοριζόμενες στη δημοσιονομική λογιστική.
Αν οι προθέσεις της κυβέρνησης είναι να πετύχει επικοινωνιακά οφέλη παρουσιάζοντας έναν πρωθυπουργό που διαπραγματεύεται μόνο με ηγέτες και όχι με εντεταλμένους ελεγκτικούς υπαλλήλους, ίσως να υπάρξουν κάποια πενιχρά και βραχυπρόθεσμης εμβέλειας αποτελέσματα.
Αν, ωστόσο, επιδιώκουμε κάποια ουσιαστικά οφέλη, τότε καλύτερα να κρατήσουμε ένα πολύ μικρό καλάθι, ή καλύτερα να το αφήσουμε πίσω στην Αθήνα, πηγαίνοντας στο Βερολίνο.
Ακόμη και αν η κα Μέρκελ πιεζόταν -βάσει υποσχέσεών της περί εξεύρεσης λύσης στα ελληνικά θέματα- να κάνει κάτι που δεν έχει κάνει ποτέ έως τώρα στη σχέση της με την Αθήνα, να «κρεμάσει» δηλαδή την τρόικα προχωρώντας σε εξαρτημένες από αυτήν επιλογές, η διέξοδος θα ήταν απλή: η έλλειψη νέου κυβερνητικού σχήματος στη Γερμανία αποτελεί συνθήκη ικανή να παγώσει τη λήψη κάθε απόφασης κι αυτό μπορεί πολύ εύκολα και πειστικά να το επικαλεστεί η καγκελάριος.
Το παράδοξο είναι πως όταν η «μικρή» Ελλάδα κατά τη διάρκεια της θορυβώδους και ταραχώδους πορείας της μέσα στην κρίση έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα χωρίς κυβέρνηση οι προειδοποιήσεις περί κινδύνου διάλυσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος έκαναν το γύρο του κόσμου, ασκώντας ανάλογες πιέσεις για τη λήψη των κρίσιμων αποφάσεων από την ελληνική πλευρά, ενώ δύο μήνες τώρα που η «ηγεμονική» Γερμανία δεν έχει καταλήξει σε πολιτική συμφωνία για το κυβερνητικό σχήμα, το οποίο θα αναλάβει να καθορίσει την τύχη όλης της Ευρωζώνης, οι αναφορές σπανίζουν και απουσιάζουν οι οποιεσδήποτε παροτρύνσεις προς τη γερμανική πλευρά να επιταχύνει το βήμα της.
Η Γερμανία δείχνει να μη βιάζεται καθόλου να αντιμετωπίσει δύσκολες αποφάσεις για το μέλλον της Ελλάδας και της Ευρώπης, άλλωστε ο χρόνος είναι σύμμαχός της, αφού τα πολιτικά και οικονομικά έσοδα από τη διατήρηση των εκκρεμοτήτων «τρέχουν».
Το ερώτημα είναι τι κάνουμε εμείς όταν ο χρόνος που κυλάει μετράει αντίστροφα, οδηγώντας μας προς μεγαλύτερα αδιέξοδα.
ΝΙΚΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ - [email protected]