Τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις πλεονασματικές χώρες της Ευρωζώνης, όπως και την «ακαμψία» του Βερολίνου, αναλύει στο naftemporiki.gr ο κ. Γιώργος Παγουλάτος, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διευθυντής στρατηγικού σχεδιασμού επί κυβέρνησης Παπαδήμου. Ειδικότερα για την Ελλάδα σημειώνει ότι το διαπραγματευτικό ατού του πρωτογενούς πλεονάσματος θα πρέπει να αξιοποιηθεί πολύ προσεκτικά εκεί που κατά τη γνώμη του πρέπει, δηλαδή στη διευθέτηση του χρέους.
Τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις πλεονασματικές χώρες της Ευρωζώνης, όπως και την «ακαμψία» του Βερολίνου, αναλύει στο naftemporiki.gr ο κ. Γιώργος Παγουλάτος, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διευθυντής στρατηγικού σχεδιασμού επί κυβέρνησης Παπαδήμου. Ειδικότερα για την Ελλάδα σημειώνει ότι το διαπραγματευτικό ατού του πρωτογενούς πλεονάσματος θα πρέπει να αξιοποιηθεί πολύ προσεκτικά εκεί που κατά τη γνώμη του πρέπει, δηλαδή στη διευθέτηση του χρέους.
Είπε στο naftemporiki.gr:
• Η Αθήνα θα καταλήξει ακόμη μία φορά σε συμβιβασμό με την τρόικα, αλλά δεν θα πρέπει να «κάψει» το χαρτί του πρωτογενούς πλεονάσματος.
• Το βάρος της προσαρμογής του ελλειμματικού Νότου είναι πολύ μεγαλύτερο λόγω της διατήρησης υψηλών πλεονασμάτων στον Βορρά.
• Χρειάζεται ένας συνδυασμός τόνωσης της ζήτησης σε χώρες όπως η Γερμανία και διοχέτευσης επενδύσεων σε χώρες όπως η Ελλάδα.
• Το Βερολίνο δεν υποκύπτει στις πιέσεις για αύξηση των μισθών διότι ανησυχεί ότι θα βάλει τέλος στο «θαύμα» της σχεδόν πλήρους απασχόλησης (αν και με υψηλό ποσοστό εργαζόμενων φτωχών) στη Γερμανία.
• Οικονομικά αλλά και πολιτικά ανησυχητική η στασιμότητας της Γαλλίας.
• Μύθος ότι οι χαμηλές επιδόσεις των νότιων χωρών ευνοούν τη Γερμανία.
• Μία Ευρωζώνη δύο ταχυτήτων δεν θα ευνοούσε ούτε τις βόρειες ούτε τις νότιες χώρες. Μία έξοδος της Ελλάδας από το Ευρώ θα ήταν καταστροφική.
• Η Ευρωζώνη έχει ημερομηνία λήξης, αν δεν προβεί σε πραγματική οικονομική ενοποίηση.
Τι είδους προβλήματα μπορεί να δημιουργεί το δυσανάλογα υψηλό εμπορικό πλεόνασμα μιας χώρας – μέλους της Ευρωζώνης και δη της Γερμανίας;
Αυτή η κρίση, εκτός από κρίση δημοσιονομική και κρίση δημόσιου χρέους, για χώρες όπως -κυρίως- η Ελλάδα, υπήρξε και κρίση εξωτερικών ανισορροπιών. Δηλαδή, το κοινό χαρακτηριστικό που είχαν η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ισπανία, παρ’ όλες τις μεγάλες διαφορές τους, ήταν ότι είχαν πολύ υψηλά εξωτερικά ελλείμματα την ώρα της κρίσης. Την ίδια ώρα, υπήρχε μία ομάδα χωρών, κυρίως η Γερμανία, λιγότερο η Ολλανδία και σε κάποιον βαθμό η Φινλανδία και η Αυστρία, οι οποίες είχαν μεγάλα εξωτερικά πλεονάσματα. Αυτή ήταν η βασικότερη ανισορροπία. Έως τώρα, η προσπάθεια θεραπείας εντοπίζεται στη μείωση των εξωτερικών ελλειμμάτων των τεσσάρων ελλειμματικών χωρών. Όταν όμως αυτό δεν συνοδεύεται από μία αντίστοιχη συμμετρική μείωση των πλεονασμάτων της Ευρωζώνης, τότε το βάρος της προσαρμογής είναι πολλαπλάσιο για τις ελλειμματικές χώρες.
Άρα, το βασικό πρόβλημα το οποίο δημιουργεί για μία οικονομική νομισματική ένωση το υψηλό πλεόνασμα μιας μεγάλης οικονομίας της, είναι ότι καθιστά ακόμη πιο δυσβάσταχτο το βάρος της προσαρμογής για τις ελλειμματικές οικονομίες. Με άλλα λόγια, δεν διευκολύνει την έξοδο των χωρών της περιφέρειας από την ύφεση μέσα από τις εξαγωγές. Όσο δεν ενισχύεται η ζήτηση στις μεγάλες οικονομίες, ιδίως στη Γερμανία, δεν υπάρχει ζήτηση για τις εξαγωγές των χωρών της περιφέρειας όπως η Ελλάδα, άρα η έξοδος των τελευταίων από την κρίση γίνεται ακόμη πιο δύσκολη.
Διατυπώνεται η άποψη σύμφωνα με την οποία οι χαμηλές επιδόσεις των υπόλοιπων κρατών – μελών, ιδίως κατά τη διάρκεια της κρίσης, ευνοούν σε μεγάλο βαθμό τη γερμανική οικονομία. Πόση βάση έχει κατά τη γνώμη σας αυτή η ανάλυση;
Τα εξωτερικά ελλείμματα των νότιων χωρών, από το 2010 οπότε και εντάχθηκαν σε προγράμματα προσαρμογής, μειώνονται κυρίως μέσω της μείωσης των εισαγωγών τους. Αυτό αποτελεί απώλεια και για τις πλεονασματικές χώρες, διότι για παράδειγμα η Γερμανία και η Ολλανδία εξάγουν πολύ λιγότερα αγαθά στην Ελλάδα και την Ισπανία, σε σύγκριση με το διάστημα πριν από την κρίση. Γι’ αυτόν τον λόγο, συμφέρει όλους ένα demand stimulus (τόνωση της ζήτησης) στη Γερμανία, που θα διευκολύνει την προσαρμογή στην περιφέρεια και θα επιβραδύνει τον ρυθμό μείωσης της ζήτησης για τις εξαγωγές της Γερμανίας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ερμηνεύει το παρατεταμένο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας ως αποτέλεσμα επενδύσεων της χώρας εκτός της Ευρωζώνης και σε αυτό το πλαίσιο επισημαίνει την ειδική ευθύνη της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας στην προσπάθεια ανάκαμψης της ζώνης του Ευρώ.
Αν θέλαμε να συνοψίσουμε ποιο είναι το μείγμα των πολιτικών το οποίο θα βοηθούσε την προσπάθεια ανάκαμψης της περιφέρειας του Ευρώ και γενικότερα της οικονομίας του Ευρώ, αυτό θα ήταν ένα μείγμα τόνωσης της ζήτησης στη Γερμανία, στις πλεονασματικές οικονομίες, και παράλληλης διοχεύτευσης επενδύσεων στις χώρες της περιφέρειας. Η τόνωση της ζήτησης θα διευκόλυνε τις εξαγωγές των χωρών της περιφέρειας και η τόνωση των επενδύσεων θα μπορούσε να ανακόψει τον ρυθμό ύφεσης και να στηρίξει την απασχόληση στις οικονομίες της περιφέρειας.
Γιατί λοιπόν η Γερμανία, ως ρυθμιστής των εξελίξεων στην Ευρωζώνη, δεν βαδίζει προς αυτήν την κατεύθυνση;
Η επενδυτική στήριξη της περιφέρειας θα μπορούσε ίσως να γίνει πιο εύκολα αποδεκτή από τη Γερμανία. Ωστόσο, το demand stimulus προσκρούει στον πυρήνα της όλης γερμανικής προσέγγισης, σύμφωνα με την οποία «η Γερμανία βγήκε από τη δική της κρίση, έπαψε να είναι ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης, μέσω των μεταρρυθμίσεων του Σρέντερ την περίοδο 2003-04, οι οποίες αποσκοπούσαν ακριβώς στη μείωση της εσωτερικής ζήτησης, στη μείωση του κόστους εργασίας, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας». Άρα, σύμφωνα με το consensus στη Γερμανία, μία προσπάθεια αύξησης των μισθών ή μία αποδοχή υψηλότερου πληθωρισμού θα υπέσκαπτε την ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας και άρα θα έβαζε τέλος στο «θαύμα» της γερμανικής αγοράς εργασίας, η οποία έχει φτάσει να λειτουργεί σχεδόν σε επίπεδα πλήρους απασχόλησης –βεβαίως με ένα πολύ υψηλό ποσοστό εργαζόμενων φτωχών.
Πόσο ανησυχητική είναι από την άλλη πλευρά η στασιμότητα της Γαλλίας, της δεύτερης μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας;
Καταρχήν, είναι οικονομικά ανησυχητική, καθώς οξύνει την πόλωση μεταξύ των πλεονασματικών και των ελλειμματικών χωρών -όταν συναντά δυσκολίες και η Γαλλία, τότε δυσκολεύεται και ολόκληρη η Ευρωζώνη να εξέλθει από την κρίση. Επιπλέον, είναι πολιτικά ανησυχητική, διότι μια πιο συμμετρική οικονομική και πολιτική σχέση μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας είναι αναγκαία για μία πιο ισορροπημένη δομή της Ευρωζώνης. Όταν η Γαλλία είναι μέρος του προβλήματος, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η δομή της Ευρωζώνης είναι λιγότερο συμμετρική και ότι πια οι πλεονασματικές οικονομίες, η Γερμανία, είναι οικονομικά και πολιτικά κυρίαρχες.
Κάποιοι αναλυτές αλλά και μεγάλοι επενδυτές, όπως ο Τζορτζ Σόρος, προκρίνουν την εκδοχή διάσπασης της ζώνης του Ευρώ σε βόρεια και νότια. Ποιος θα ωφελείτο και ποιος θα ζημιωνόταν από μία Ευρωζώνη δύο ταχυτήτων;
Καταρχήν, η διάσπαση του Ευρώ, όπως και η έξοδος μίας χώρας από το Ευρώ, είναι εξαιρετικά περίπλοκη υπόθεση, διότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα σύστημα ισοτιμιών αλλά με ένα κοινό νόμισμα. Αν υποθέσουμε όμως ότι παρακάμπτουμε αυτήν την παράμετρο, τότε θα πρέπει να δούμε ποια θα ήταν η σύνθεση της κάθε ομάδας. Για παράδειγμα, θα ήταν κρίσιμο να δούμε σε ποια ομάδα θα συμμετείχε η Γαλλία. Έπειτα, και οι δύο ομάδες θα αντιμετώπιζαν ένα κίνδυνο διαφορετικού τύπου. Η βόρεια ομάδα θα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο της πραγματικής ανατίμησης του νομίσματος και της απώλειας ανταγωνιστικότητας και η νότια ομάδα θα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο του ασθενούς νομίσματος, του υψηλού πληθωρισμού και της φυγής κεφαλαίων. Ουσιαστικά, καμία από τις δύο ομάδες που θα συγκροτούνταν δεν θα έβγαινε κερδισμένη από αυτήν την υπόθεση. Γι’ αυτό και η λύση θα πρέπει να αφορά σε μία πιο συμμετρική εσωτερική δομή του Ευρώ μέσα από την παρουσία και των βόρειων και των νότιων χωρών, σε συνδυασμό με μία μετακύλιση των πλεονασμάτων των βόρειων χωρών, έτσι ώστε αυτά να σταθεροποιούν και να υποβοηθούν την ανάπτυξη των χωρών του Νότου -όχι με τη μορφή μόνιμων μεταβιβάσεων, κάτι που πολιτικά δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό, αλλά τουλάχιστον με τη μορφή σταθεροποιητικών μεταβιβάσεων.
Τις μακροοικονομικές ανισορροπίες στη ζώνη του Ευρώ επικαλούνται ως κύριο επιχείρημα υποστηρικτές της εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Ποια είναι η γνώμη σας;
Νομίζω ότι είναι η λάθος απάντηση στο λάθος ερώτημα. Η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα ήταν πολλαπλά καταστροφική, με πολύ ευρύτερες και βαθύτερες επιπτώσεις από αυτές που επιφέρει η προσπάθεια προσαρμογής μέσω της ύφεσης. Η Ελλάδα θα αποκτούσε ένα εξαιρετικά ασθενές και ασταθές νόμισμα, με υψηλό και ανεξέλεγκτο πληθωρισμό, και θα αντιμετώπιζε μία καταστροφή των καταθέσεων και του τραπεζικού συστήματος. Θα διαμορφωνόταν μία κατάσταση μέσα από την οποία θα μπορούσε να ορθοποδήσει, αν το κατάφερνε, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα και μετά από πολύ μεγάλες θυσίες, εν μέσω ακόμη μεγαλύτερης ύφεσης και ακόμη υψηλότερης ανεργίας.
Για μία χώρα με ασθενές νόμισμα και ασθενή παραγωγική βάση, η ανεξαρτησία νομισματικής πολιτικής ουσιαστικά σημαίνει αυτό που γνωρίσαμε στην Ελλάδα στη 10ετία του 1980: μία πολιτική συνεχών διολισθήσεων ή υποτιμήσεων προκειμένου να ανακτάται ανταγωνιστικότητα η οποία στη συνέχεια χάνεται από τον υψηλό πληθωρισμό, ο οποίος με τη σειρά του οδηγεί σε απώλεια ανταγωνιστικότητας και επιβάλλει έναν νέο γύρο υποτίμησης κ.ο.κ. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας, η οποία χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη οικονομική αστάθεια, βρίσκεται η απώλεια πραγματικού εισοδήματος, μέσω του πληθωρισμού και της αποανάπτυξης, όπως αυτή που συναντήσαμε από το 1980 έως την αρχή του 1990. Άρα, δεν υπάρχει καμία νοσταλγία για την εποχή της νομισματικής ανεξαρτησίας στην Ελλάδα. Χρειάζεται ένα πλαίσιο σταθερότητας, το οποίο προσφέρει η συμμετοχή στο Ευρώ, αλλά σε ένα Ευρώ το οποίο θα λειτουργεί με τα χαρακτηριστικά της τραπεζικής και της δημοσιονομικής ένωσης, όπως αυτά απορρέουν από τις διάφορες προτάσεις μεταρρύθμισης οι οποίες έχουν διατυπωθεί.
«Βλέπετε» περιθώρια αλλαγής της οικονομικής νοοτροπίας της Γερμανίας, όπως την περιγράψατε;
Αν ολοκληρωθεί η διαδικασία, θα είναι θετική η συμμετοχή του SPD (σοσιαλδημοκρατικό κόμμα) στη γερμανική κυβέρνηση. Από εκεί και ύστερα θα υπάρχει η τάση η Γερμανία να κάνει ό,τι λιγότερο μπορεί έτσι ώστε να αποφύγει τη χειρότερη δυνατή αποσταθεροποίηση, πιστή στη λογική: «βλέποντας και κάνοντας», των πολύ σταδιακών βημάτων.
Ποια προοπτική διαβλέπετε για την Ευρωζώνη ως έχει σήμερα;
Αυτή η πολιτική δεν μπορεί να αντέξει πάνω από ένα μεγάλο διάστημα. Κάποια στιγμή η Γερμανία θα πρέπει να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Χωρίς πραγματικές θεσμικές αλλαγές, όπως η πραγματική τραπεζική και δημοσιονομική ένωση, το Ευρώ δεν θα είναι βιώσιμο. Μπορεί απλώς να κερδίσει μερικά χρόνια ζωής ακόμη, έχοντας όμως παγιδεύσει την περιφέρεια σε έναν μακρύ οικονομικό κύκλο στασιμότητας. Ο μόνος τρόπος για να υπερβεί η περιφέρεια τη στασιμότητα, να «περάσει» η ευρωπαϊκή οικονομία στην ανάκαμψη - ανάπτυξη και να καταστεί το Ευρώ βιώσιμο είναι μία πραγματική οικονομική ένωση. Και δεν αναφέρομαι απαραίτητα σε μία ομοσπονδία αλλά σε όλα εκείνα τα εργαλεία, όπως ένας σταθεροποιητικός προϋπολογισμός της Ευρωζώνης και ένας βαθμός αμοιβαιοποίησης του χρέους, σύμφωνα με τις υφιστάμενες προτάσεις. Αλλά πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι αυτό συνεπάγεται, για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, απώλεια ενός σημαντικού βαθμού ελέγχου στην εθνική δημοσιονομική και οικονομική πολιτική, γεγονός το οποίο αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για ένα βιώσιμο Ευρώ.
Αυτές τις ώρες είναι σε πλήρη εξέλιξη ένας νέος κύκλος διαπραγμάτευσης της ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα. Εσείς τι περιμένετε από αυτήν τη διαδικασία;
Θεωρώ ότι υπάρχει μία τάση δραματοποίησης σε ανάλογες περιστάσεις. Οι διαπραγματεύσεις έχουν πάντοτε τα χαρακτηριστικά μιας αντιπαράθεσης διαφορετικών οπτικών και επιδιώξεων στο ίδιο ζήτημα. Αυτό που πάντοτε προκύπτει στο τέλος είναι ένας συμβιβασμός και ένας κοινός παρονομαστής.
Εκτιμάτε ότι η παράμετρος του πρωτογενούς πλεονάσματος διαμορφώνει νέα δεδομένα στη συνεννόηση της κυβέρνησης με την τρόικα;
Πιστεύω ότι σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται στην καλύτερη διαπραγματευτική θέση στην οποία έχει βρεθεί στο παρελθόν και αυτό είναι προϊόν της προσαρμογής η οποία έχει επιτευχθεί και που μετουσιώνεται στο πρωτογενές πλεόνασμα. Ωστόσο, επειδή έχουμε μπροστά μας θέματα στα οποία πραγματικά θα χρειαστούμε αυτήν τη διαπραγματευτική ισχύ, όπως είναι η διευθέτηση του χρέους, θεωρώ ότι θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί για τον τρόπο με τον οποίο θα την αξιοποιήσουμε.
BAΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ - [email protected]