Mέσα στον κυκεώνα των μέτρων, των αποφάσεων και των πολύπλοκων διαπραγματεύσεων με την τρόικα και την ίδια την Ε.Ε., η επιβίωση της χώρας στη «μετά μνημονίου εποχή», θα στηριχτεί σε εκείνους τους τομείς, αλλά και στο ανθρώπινο δυναμικό που άντεξε στις «σεισμικές δονήσεις» της συστημικής οικονομίας των προηγούμενων δεκαετιών.
Mέσα στον κυκεώνα των μέτρων, των αποφάσεων και των πολύπλοκων διαπραγματεύσεων με την τρόικα και την ίδια την Ε.Ε., η επιβίωση της χώρας στη «μετά μνημονίου εποχή», θα στηριχτεί σε εκείνους τους τομείς, αλλά και στο ανθρώπινο δυναμικό που άντεξε στις «σεισμικές δονήσεις» της συστημικής οικονομίας των προηγούμενων δεκαετιών.
Το νέο αναδυόμενο μοντέλο διαφαίνεται ότι δεν θα οικοδομηθεί πάνω στις δομές του παλαιού. Είτε διότι πολλές από αυτές έχουν ήδη ξεπεραστεί είτε διότι το άνοιγμα της ελληνικής οικονομίας σε νέους «παίκτες» διαμορφώνει διαφορετικούς πλέον τρόπους λειτουργίας της οικονομίας, της αγοράς, των τραπεζών, των επενδυτικών δραστηριοτήτων και των εργασιακών δομών. Επίσης, είναι ορατή πλέον η τάση για ενίσχυση των συνεργειών και των συλλογικών προσπαθειών από τους ιδιώτες, οι οποίοι αρχίζουν να αναζητούν μεταξύ τους την ασφάλεια των πρωτοβουλιών τους. Δεν απευθύνονται πλέον στο κράτος.
Η επιχειρηματική δραστηριότητα σταδιακά θα απογαλακτιστεί από το μέχρι πρότινος κρατισμό αλλά και από την αμφίδρομη σχέση «μίσους και πάθους». Η τάση αυτή σταδιακά θα οδηγήσει και σε νέες αντιλήψεις.
Η λειτουργία της αγοράς
Οι αλλαγές αυτές όμως θα επηρεάσουν άμεσα τόσο την κοινωνική διαστρωμάτωση όσο και την ίδια τη λειτουργία της αγοράς.
Εάν η νέα συγκέντρωση των επενδυτικών πρωτοβουλιών αφεθεί στην αυτορρύθμιση της αγοράς μπορεί να δημιουργηθεί μια νέου τύπου εξαρτημένη απασχόληση. Θα διαμορφωθεί, δηλαδή, μια νέα τάξη απασχολουμένων που θα ισορροπεί σε μια γκρίζα ζώνη.
Αυτή μεταξύ της αυτοαπασχόλησης και της εξαρτημένης εργασίας, αυτή μεταξύ της πλήρους απασχόλησης και της μερικής. Επίσης, το τραπεζικό σύστημα -αναζητώντας τη σιγουριά των εγγυήσεών του, των χρηματοδοτήσεών του αλλά και των μεγάλων αποδόσεων της συμμετοχής του- και προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες των μετόχων του, θα επιδιώξει να συνεργαστεί με μεγάλα σχήματα.
Σήμερα δίνεται μια ευκαιρία. Μικρή ή μεγάλη, θα εξαρτηθεί από το πώς θα τη διαχειριστoύν το κράτος και οι εν δυνάμει παραγωγικοί φορείς.
Το κράτος ακόμη και μέσα σε αυτό το κλίμα που ασφυκτιά από τις περικοπές και την προσπάθεια αποφυγής της χρεοκοπίας πρέπει να βάλει τις δικές του κόκκινες γραμμές. Εκείνες που αφορούν στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Ενα φορολογικό πλαίσιο όπου ο παραγωγικός κόσμος θα κινείται με σταθερότητα. Χωρίς καθημερινές εκπλήξεις και ανατροπές. Ο σχεδιασμός των τομέων που θα στηρίξουν τη μεγάλη βάση της οικονομίας.
Το κόστος μιας θέσης εργασίας
Να επισημανθεί ότι με στοιχεία του ΟΟΣΑ η δημιουργία μίας θέσης εργασίας στη βιομηχανία κατά μ.ο. κοστίζει 100.000 δολάρια, ενώ στο εμπόριο και στις υπηρεσίες 10.000 δολάρια. Επίσης οι δύο τελευταίοι τομείς απαιτούν πλέον την εφαρμογή νέων τεχνολογιών, ώστε να είναι ανταγωνιστικοί και να ανταποκρίνονται στις νέες καταναλωτικές ανάγκες.
Στη χώρα μας με ευκολία έχει δηλωθεί ότι ο διατροφικός, τουριστικός και ενεργειακός τομέας θα είναι ο βασικός πυρήνας της νέας οικονομίας. Γενικά δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει κάποιος για μία χώρα σαν την Ελλάδα. Οταν μάλιστα ο ενεργειακός και διατροφικός τομέας κρίνουν στις περισσότερες των περιπτώσεων και το βαθμό αυτάρκειας μίας χώρας. Οχι φυσικά με την έννοια του ισοσκελισμένου ισοζυγίου προσφοράς και ζήτησης.
Αλλά με την έννοια της παραγωγής, των επαρκών εκείνων ποσοτήτων που θα κατοχυρώσει τη χώρα ως σοβαρό συνομιλητή και διαπραγματευτή για τα θέματα των αλληλοσυμπληρούμενων αυτών τομέων.
Είναι σκόπιμο -στο πλαίσιο της προσέλκυσης επενδύσεων- να εξεταστεί και το ζήτημα των βιομηχανικών, αγροτικών και αστικών οικοπέδων, καθώς και η πιθανή αλλαγή στη χρήσης τους. Η σημερινή κατάσταση σε συνδυασμό με το νέο φορολογικό νόμο, είτε το επιδιώκει είτε όχι, θα φέρει ανατροπές στην ακίνητη περιουσία και κυρίως στα αγροτεμάχια και τη χρήση γης.
Στη χώρα μας λόγω της οικονομικής κρίσης, της αυξανόμενης φορολόγησης της ιδιοκτησίας και τώρα μάλιστα και της αγροτικής γης αναμένεται η αποδέσμευση μεγάλων εκτάσεων.
Η αγροτική γη δεν μπορεί να φορολογηθεί με κτηματομεσιτικά κριτήρια, δηλαδή αν είναι γωνιακό το οικόπεδο, κοντά στη θάλασσα κ.ά., διότι το κόστος παραγωγής και η εμπορική αξία του προϊόντος της γης δεν αλλάζουν.
Αντίθετα, μία υψηλότερη φορολόγηση των «προνομιακών χωραφιών» θα δημιουργήσει στρεβλώσεις εντός του ίδιου τομέα, διότι τα γεωργικά προϊόντα που παράγονται π.χ. στις ημιορεινές περιοχές θα έχουν χαμηλότερη επιβάρυνση λόγω του χαμηλότερου φόρου ακίνητης περιουσίας.
Αποτέλεσμα θα είναι η σταδιακή εγκατάλειψη των παραγωγικών μεγάλων εκμεταλλεύσεων, κυρίως των πεδινών, και η μεταβίβασή τους σε μεγάλους επενδυτές που θα ενεργοποιηθούν στον αγροτικό τομέα ή σε άλλους.
Και δεν είναι λύση η επιπλέον φορολόγηση των μεγάλων εκμεταλλεύσεων ως αντίβαρο της μείωσης των δεικτών στις ημιορεινές περιοχές, διότι και πάλι καταστρέφονται οι μεγάλες εκμεταλλεύσεις που αποτελούν και τον πυρήνα για ένα ανταγωνιστικό διατροφικό τομέα.
Παράπλευρες απώλειες
Φυσικά θα υπάρξουν και παράπλευρες απώλειες όπως αυτή της μείωσης των δικαιωμάτων, δηλαδή των κοινοτικών επιδοτήσεων των αγροτών που θα εγκαταλείψουν την παραγωγή τους.
Θέμα που αν δεν αντιμετωπιστεί εθνικά θα οδηγήσει και σε απώλειες κοινοτικών πόρων.
Την εξέλιξη αυτή στη γη δεν θα μπορέσει να τη διαχειριστεί ορθά από μόνη της η αγορά. Η καταγραφή της -όταν μάλιστα αφορά σε αγροτική γη- και η επαναδιάθεσή της για νέα επένδυση πρέπει να παρακολουθείται και σε κεντρικό επίπεδο.
Θα μπορούσε να σχεδιαστεί ένα εθνικό παραγωγικό και κοινωνικό συμβόλαιο που θα λειτουργούσε ανεξάρτητα από το εθνικό σχέδιο δημοσιονομικής ανασύστασης της χώρας.
Ποτέ δεν είναι αργά να διορθωθούν τα λάθη του παρελθόντος και να «οικοδομηθεί» μια χώρα με νέες ελπίδες για τους νέους...
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΠΑΤΖΕΛΗ