Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, η χώρα χρειάζεται μια μακροπρόθεσμη, ορθολογική αναπτυξιακή στρατηγική, επισημαίνει ο Ελληνικός Σύλλογος Αποφοίτων του London School of Economics and Political Science στο τελευταίο κείμενο θέσης που δημοσίευσε.
Η Ελλάδα βιώνει από το 2009 την μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική κρίση από τη δεκαετία του 1950. Ταυτόχρονα, σήμερα, οι παραγωγικοί τομείς της ευρωπαϊκής οικονομίας αισθάνονται τις συνέπειες της μετατόπισης της παραγωγής σε χώρες που διαθέτουν το συγκριτικό πλεονέκτημα του χαμηλού κόστους παραγωγής και της μεγάλης εσωτερικής αγοράς.
Τα παραπάνω επισημαίνει ο Ελληνικός Σύλλογος Αποφοίτων του London School of Economics and Political Science στο τελευταίο κείμενο θέσης που δημοσίευσε, με θέμα «Θέσεις και προτάσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και την έξοδο από την οικονομική κρίση».
Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του, ο Σύλλογος προχώρησε στη δημιουργία «Ομάδων Σκέψης» (Think Tanks), σκοπός των οποίων είναι η αξιοποίηση του πλούσιου πνευματικού δυναμικού των αποφοίτων, η δικτύωση και η συνεργασία μεταξύ των αποφοίτων του Συλλόγου και η παραγωγή Κειμένων Θέσης (Policy papers).
Στο κείμενο θέσης της Ομάδας Οικονομία και Ανάπτυξη επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, πως η Ελλάδα απώλεσε σημαντικό τμήμα της παραγωγικής της βάσης, καθώς απέφυγε συστηματικά να καινοτομήσει και να πάρει πρωτοβουλίες. «Αρκέστηκε να δημιουργήσει μια οικονομία που βασιζόταν αποκλειστικά σχεδόν στις κρατικές ενισχύσεις, και σχεδόν πάντα σε συνθήκες δημοσιονομικής πίεσης. Ένας κρατισμός που παρήγαγε χρέος, δημιουργώντας σχεδόν ειδυλλιακές συνθήκες κατανάλωσης, καθώς τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια της δεκαετίας του 2000, έδωσαν την ευκαιρία υψηλών δεικτών “αύξησης” του ΑΕΠ μέσω της αύξησης της εσωτερικής κατανάλωσης εισαγόμενων προϊόντων.»
Στο πλαίσιο αυτό, η Ομάδα Οικονομία και Ανάπτυξη υποστηρίζει πως η εκτροχιασμός της ελληνικής οικονομίας ήταν αναπόφευκτος. Όπως εξηγεί, η συσσώρευση σφαλμάτων πολιτικής και οικονομικής διαχείρισης, η άρνηση αποδοχής της πραγματικότητας και η επί μακρόν μυωπική αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας από τις κυβερνήσεις, έφερε στη χώρα τη «μόχλευση» της κρίσης, την αναγκαστική εξωγενή διαχείρισή της μέσω των «μνημονίων» και τον εξ αυτής περιορισμό του εύρους των δυνατών κινήσεών μας, και φυσικά την πρωτοφανή σε διάρκεια και έκταση ύφεση και ανεργία.
«Και επιπλέον, ας δεχθούμε το πασιφανές, ότι τελικά, χωρίς υγιή επιχειρηματικό τομέα δεν υπάρχει οικονομία. Εάν θέλουμε να αναπτύξουμε υγιείς επιχειρήσεις, τότε θα πρέπει να μειώσουμε τα περιττά εμπόδια και δυσκολίες που επιφυλάσσονται σε όσους αποφασίζουν να δημιουργήσουν προϊόντα και υπηρεσίες», τονίζεται στο κείμενο.
Επισημαίνεται επίσης πως, σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, η χώρα χρειάζεται μια μακροπρόθεσμη, ορθολογική αναπτυξιακή στρατηγική. «Πιστεύουμε ότι η χώρα μας διαθέτει ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά σε διεθνές επίπεδο. Ο πολιτισμός, ο τουρισμός και η αγροτική παραγωγή είναι σαφώς στην πρώτη γραμμή, εδώ και χρόνια, αλλά δεν είναι τα μοναδικά μας όπλα. Η θέση της χώρας, είναι ένα ακόμα σημαντικό πλεονέκτημα, σε σχέση με το διαμετακομιστικό εμπόριο, την παροχή υπηρεσιών logistics, τη δημιουργία ενεργειακών κόμβων. Το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας είναι, επίσης, ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αφού διαθέτει εργατικό και στελεχιακό δυναμικό με γνώση, ικανότητες και δεξιοτεχνία στα πεδία της παραγωγής καινοτομικών προϊόντων, πληροφορικής και τεχνολογίας», αναφέρουν οι απόφοιτοι του LSE.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι συντονιστές της συγκεκριμένης Ομάδας Εργασίας είναι ο Παναγιώτης Μακρυγιάννης και ο Κων/νος Χανιώτης και μέλη της οι: Κατερίνα Ιωαννίδου, Δημήτρης Κατσούρης, Άννα Μανούδη, Πάρις Μισερλής, Νικόλαος H. Μπήλιος, Ευθύμιος Νικολόπουλος, Κυριάκος Παπαδάκης, Ισμήνη Παπακυρίλλου, Μάριος Στουρνάρας και Μενέλαος Τζούρης.