Βελτίωση στους βασικούς οικονομικούς δείκτες προβλέπει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), το οποίο αναμένει ύφεση 3,5% το 2013.
Βελτίωση στους βασικούς οικονομικούς δείκτες προβλέπει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ).
Ειδικότερα, οι επικαιροποιημένες βραχυπρόθεσμες προβλέψεις του ΚΕΠΕ αναφορικά με τον μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ για το 2013 συμπίπτουν και διαμορφώνονται στο -3,5%, αντανακλώντας τη σημαντική επιβράδυνση της ύφεσης.
Εξάλλου, ως ιδιαίτερα σημαντικό αξιολογείται το γεγονός ότι οι πρώτες εκτιμήσεις για το 2014 φαίνεται να συνηγορούν προς την κατεύθυνση του τερματισμού της ύφεσης στην ελληνική οικονομία.
Οι αντίστοιχες προβλέψεις του ΚΕΠΕ για τα μεγέθη του πληθωρισμού (-0,28%) και της ανεργίας (27,6%) το 2013 είναι πιο ευνοϊκές σε σχέση με τις προβλέψεις του περασμένου Ιουνίου, ενώ ενθαρρυντικές είναι οι προβλέψεις που αφορούν το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, το οποίο εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει σημαντικό πλεόνασμα (ως ποσοστό του ΑΕΠ) (0,91%).
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, εντείνονται οι ενδείξεις για σημαντική αποκλιμάκωση της αρνητικής δυναμικής που μέχρι πρόσφατα χαρακτήριζε το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον στη χώρα.
Ειδικότερα, ιδιαίτερα θετική καταγράφεται η πορεία στον κλάδο του τουρισμού, ενώ ευνοϊκές εξελίξεις παρατηρούνται και ως προς τις εξαγωγές αγαθών, τον κύκλο εργασιών στη βιομηχανία για την εξωτερική αγορά, τους δείκτες ανταγωνιστικότητας, τον δείκτη οικονομικού κλίματος, καθώς και ορισμένους επί μέρους δείκτες που αντανακλούν προσδοκίες.
Παράλληλα, ηπιότερες πτωτικές τάσεις επικρατούν ιδιαίτερα στο δεύτερο τρίμηνο του 2013 σε κύρια μακροοικονομικά μεγέθη της εγχώριας ζήτησης, όπως οι επενδύσεις και η κατανάλωση.
Σημαίνοντα ρόλο στις εξελίξεις αυτές, όπως επισημαίνει το ΚΕΠΕ, διαδραματίζει η βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, η αποδυνάμωση του κλίματος αβεβαιότητας, η ενίσχυση της αξιοπιστίας της εφαρμοζόμενης πολιτικής και η πρόοδος αναφορικά με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Παράλληλα, θετική χαρακτηρίζεται και η συμβολή της ολοκλήρωσης της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών συστημικών τραπεζών.
Το Κέντρο εκτιμά πως σε συνδυασμό με τα παραπάνω, η προοπτική σταδιακής εξόδου από την ύφεση ξεκινώντας από το δεύτερο τρίμηνο του 2014 μπορεί να επιτευχθεί στη βάση μιας σημαντικής ενίσχυσης των εξαγωγών και μιας βαθμιαίας ανάκαμψης των επενδύσεων.
Σε ό,τι αφορά τη διατήρηση της ανεργίας σε τόσο υψηλά επίπεδα, παρά το ότι οι νέες εκτιμήσεις ειναι λιγότερα δυσμενείς, το ΚΕΠΕ σημειώνει πως αυτό οφείλεται τόσο στη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της χώρας όσο και στην αδυναμία ταχείας αναδιάρθρωσης και προσαρμογής των οικονομικών δομών σε ένα νέο παραγωγικό πρότυπο.
Σε μεγάλο βαθμό η εξέλιξη αυτή αντικατοπτρίζει, μεταξύ άλλων, την αδυναμία των ελληνικών επιχειρήσεων να αντλήσουν κεφάλαια από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Σχετικά με τις εξελίξεις στο γενικό επίπεδο των τιμών επισημαίνεται πως οι προβλέψεις αυτές είναι απολύτως συμβατές τόσο με την ύπαρξη αρνητικού παραγωγικού κενού λόγω ελλιπούς εγχώριας ζήτησης κατά την τρέχουσα περίοδο όσο και με τη σημαντική μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Επίσης, οι εξελίξεις και προοπτικές του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να είναι ιδιαίτερα θετικές, με το Κέντρο να τονίζει πως η εκτίμηση αυτή αντανακλά την αύξηση της ανταγωνιστικότητας κόστους των ελληνικών προϊόντων (λόγω εσωτερικής υποτίμησης) η οποία με τη σειρά της έχει οδηγήσει στον περιορισμό του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου και την αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών.
Ωστόσο, σημειώνει πως τη μεγαλύτερη συμβολή στη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έχει η μείωση του ελλείμματος ισοζυγίου εισοδημάτων λόγω του περιορισμού των πληρωμών για τόκους επί τίτλων του δημοσίου που διακρατούν κάτοικοι του εξωτερικού στα πλαίσια του PSI.
Το ΚΕΠΕ διατυπώνει ανά τρίμηνο προβλέψεις για τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές κύριων μακροοικονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας στη βάση δύο διαφορετικών υποδειγμάτων: ενός υποδείγματος δυναμικού παράγοντα και ενός μικρής κλίμακας μακρο-οικονομετρικού υποδείγματος.
Το πρώτο εστιάζει στην πρόβλεψη του ρυθμού μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ με τη χρήση ενός μεγάλου αριθμού οικονομικών δεικτών, ενώ το δεύτερο στηρίζεται σε ένα σύστημα εξισώσεων με στόχο την ταυτόχρονη πρόβλεψη του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ και του εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, του ποσοστού της ανεργίας καθώς και του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών ως ποσοστού του ΑΕΠ.