Οικονομία & Αγορές
Πέμπτη, 30 Δεκεμβρίου 2004 13:51

Stat Bank: Αθρόα διείσδυση κινεζικών προϊόντων και στην αγορά παιχνιδιών

Το ποσό των 300 εκατομμυρίων ευρώ προβλέπεται να ξοδέψουν φέτος τα ελληνικά νοικοκυριά για την αγορά των παιδικών παιχνιδιών. Αυτό προκύπτει από έρευνα της STAT BANK, σύμφωνα με την οποία, περίπου τα μισά από τα χρήματα αυτά θα ξοδευτούν τις ημέρες των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

Όπως επισημαίνει η STAT BANK, οι οικονομικές δυσκολίες ευρέος φάσματος του καταναλωτικού κοινού έχουν επηρεάσει αισθητά την αγορά παιδικών παιχνιδιών, που έχει κατακλυστεί από παιχνίδια που προέρχονται από χώρες χαμηλού κόστους, ιδιαίτερα από την Κίνα. Στην αγορά κυριαρχούν τα κακέκτυπα, αφού αρκετοί καταναλωτές βολεύονται με τα φθηνότερα προϊόντα.

Ο κύριος παράγοντας των φετινών εξελίξεων είναι η αθρόα διείσδυση των κινέζικης κατασκευής παιδικών παιχνιδιών, τα οποία στην κυριολεξία έχουν κατακλύσει την εγχώρια αγορά. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, φέτος τα παιχνίδια αυτά ενδέχεται να υπερβούν το 45% της συνολικής αγοράς. H εισβολή αυτή, όπως υπογραμμίζει η STAT BANK, δεν υπακούει σε κάποιους κανόνες παιχνιδιού. Τα φθηνά κινέζικα παιδικά παιχνίδια προσφέρουν σε δύσκολους καιρούς μια καλή λύση για πολλά νοικοκυριά, πολύ περισσότερο που τα συγκεκριμένα προϊόντα δείχνουν ίδια με τα πρωτότυπα. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οι φθηνές απομιμήσεις των προϊόντων των μεγάλων πολυεθνικών οίκων έρχονται στην Ελλάδα πριν ακόμη καταφθάσουν τα αυθεντικά προϊόντα.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις εκπροσώπων της αγοράς φέτος οι συνολικές πωλήσεις παιδικών παιχνιδιών θα φτάσουν τα 300 εκατομμύρια ευρώ από τα οποία πάνω από 200 εκατομμύρια ευρώ θα κατευθυνθούν στην αγορά των λεγόμενων παραδοσιακών παιχνιδιών. Στα ποσά αυτά οφείλει να συνυπολογίσει κανείς και το τζίρο που γίνεται στα ηλεκτρονικά παιχνίδια – βλέπε Playstation, Nitendo, X-Box, Game-Boy. Έτσι, ο συνολικός τζίρος εκτοξεύεται στα 370 εκατομμύρια ευρώ.

Μπορεί βεβαίως η αγορά παιδικών παιχνιδιών να εμφανίζει μια δυσπραγία, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι συμβαίνει το ίδιο και με τον ανταγωνισμό των παραγωγικών εταιριών, αναφέρει στην έκθεσή της η STAT BANK.

Στα δημιουργικά τμήματα των μεγάλων κατασκευαστών παιδικών παιχνιδιών αναζητούνται συνεχώς νέα πρότυπα, νέοι ήρωες που θα «πυρπολήσουν» τη παιδική φαντασία. Στην προσπάθεια τους αυτή για αναζήτηση νέων ηρώων τα μεγάλα πολυεθνικά σπίτια παιδικών παιχνιδιών δεν φοβούνται να βάλουν σε δεύτερη μοίρα τους παλιούς τους ήρωες, ορισμένοι από τους οποίους έχουν αγαπηθεί από εκατομμύρια παιδιών και να φέρουν στην αγορά νέους.

Οι κινηματογραφικές ταινίες «Ο ¶ρχοντας των Δαχτυλιδιών», «Οι Απίθανοι», «Ο Μέγας Αλέξανδρος» κλπ έχουν δώσει στους μικρούς καταναλωτές πολλούς νέους ήρωες. Έτσι, το παιδικό παιχνίδι δηλαδή αποτελεί ένα μόνον τμήμα ενός τεράστιου παζλ που δημιουργείται από την διεθνή βιομηχανία διασκέδασης και το οποίο συναποτελείται και από τα φιλμ, τα αθλητικά ενδύματα κλπ. Τα νέα παιχνίδια αντικαθιστούν τα παλιά με τρομερή ταχύτητα κινούμενα προφανώς από τις απαιτήσεις της αγοράς. Βεβαίως, τα νέα παιχνίδια είναι δύσκολο να αποκαθηλώσουν κάποια παλιά που φαίνεται να πλέον θεωρούνται κλασσικά. Και αυτά, όμως, καλούνται να αντιμετωπίσουν την αγορά της ¶πω Ανατολής , ιδίως της Κίνας, που όχι άδικα θεωρείται το «εργαστήρι παιχνιδιών του πλανήτη».

Εισαγωγικές & Ελληνικές Εταιρίες

Η αγορά του παιδικού παιχνιδιού ελέγχεται κυρίως από λίγες μεγάλες εισαγωγικές επιχειρήσεις, που είναι κυρίως θυγατρικές πολυεθνικών οίκων και οι οποίες στη συντριπτική τους πλειοψηφία αντιμετωπίζουν μεγάλες πιέσεις. Μεταξύ αυτών είναι οι: Mattel, Hasbro, Playmobil, AS, Giochi Preziosi Hellas, Snainter, Dreamland, Zita Toys. Οι περισσότερες εξ αυτών έχουν μακρόχρονη παρουσία στην αγορά. Η σχετικά πιο νέα παρουσία είναι η Giochi Preziosi Hellas, που δραστηριοποιείται στην αγορά μόλις 14 μήνες.

Στους μεγάλους εισαγωγείς πάντως πρέπει να συνυπολογίσει κανείς και την αλυσίδα Jumbo η οποία κυρίως για δική της χρήση εισάγει και εμπορεύεται παιχνίδια απ όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα από τη μεγάλη κινέζικη αγορά. Η αλυσίδα Jumbo είχε μια πρόσθετη σημαντική ευκαιρία αύξησης του τζίρου της λόγω ανάληψης της άδειας παραγωγής των ολυμπιακών παιχνιδιών του Αθήνα 2004 τα οποία και διαθέτει τόσο στη λιανική όσο και στη χονδρική.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα ωστόσο που αντιμετωπίζουν οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις είναι η παραγωγή παρεμφερών παιχνιδιών από άλλους κατασκευαστές. Η απομίμηση δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στις παραδοσιακές εταιρίες του κλάδου. Οι τελευταίες, για παράδειγμα, πληρώνουν ένα ποσό για την ανακύκλωση των παιχνιδιών. Στη νομική αυτή δέσμευση δεν υπακούουν οι εταιρίες που εισάγουν κινέζικα. Όπως καταλαβαίνει κανείς είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιμετωπιστούν παρόμοια φαινόμενα με νομικά μέτρα.

Οι εταιρίες που εισάγουν παιχνίδια-απομιμήσεις φαίνεται ωστόσο να διαθέτουν σημαντικά όπλα, πέραν των χαμηλότερων τιμών. Οι εταιρίες που εισάγουν τα ανώνυμα προϊόντα προσφέρουν στους καταστηματάρχες υψηλότερα περιθώρια κέρδους. Αυτό προσφέρει στη λιανική ένα πρόσθετο κίνητρο για να προωθεί.

Στις συμπληγάδες των ποιοτικών προϊόντων των πολυεθνικών εταιριών και των φθηνότερων παιχνιδιών από τις χώρες της ¶πω Ανατολής, το ελληνικό παιδικό παιχνίδι δίνει τη δική του μάχη, προσπαθώντας να επιβιώσει. Στο συγκεκριμένο χώρο δραστηριοποιούνται λίγοι ισχυροί επιχειρηματίες. Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι κατασκευαστές ελληνικών παιχνιδιών είναι η πολιτική διαφημίσεων που εφαρμόζεται από τους ισχυρούς του κλάδου. Με σχετικά πρόσφατες παρεμβάσεις του ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιοτεχνών Παιδικών Παιχνιδιών και Αμαξών ζητά να θεσπιστούν μέτρα που θα προστατεύσουν τα παιδιά από τον διαφημιστικό βομβαρδισμό για την προβολή των παιχνιδιών. Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο στην Ελλάδα τόσο η νομοθεσία όσο και το Σύνταγμα αλλά και οι κοινοτικές οδηγίες ορίζουν συγκεκριμένο πλαίσιο προστασίας της ευαίσθητης πληθυσμιακής ομάδας των παιδιών.

Αλυσίδες & Καταστήματα Λιανικής

Αν, όμως, έτσι εμφανίζεται η εικόνα σε επίπεδο χονδρικής και παραγωγής, τι γίνεται στον τομέα της λιανικής;

Η συγκέντρωση δυνάμεων αποτελεί την βασική εξέλιξη στον συγκεκριμένο τομέα. Η εξάπλωση των αλυσίδων παιχνιδιών (Super Market παιχνιδιών) συνεχίστηκε και το 2004 με έντονους ρυθμούς. Πολλά νέα super market παιχνιδιών, μέχρι και 6.000 τετραγωνικά μέτρα το καθένα, άνοιξαν σε διάφορα σημεία της χώρας. Τα πολυκαταστήματα αυτά ανήκουν σε πανίσχυρες εταιρίες , όπως το «Jumbo», ο «Μουστάκας», ο «Ζαχαριάς» και σε μικρότερες όπως η βορειοελλαδίτικη «Κού-Κου ΑΕ» και το «Κομφούζιο».

Η συνεχής ανάπτυξη των αλυσίδων έχει σαν αποτέλεσμα την περαιτέρω συρρίκνωση των παραδοσιακών καταστημάτων παιχνιδιών, όχι μόνο στην περιοχή της Αττικής αλλά και στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις.. Ο ανταγωνισμός οδηγεί πολλούς μικρούς καταστηματάρχες παιδικών παιχνιδιών στην απόφαση να αλλάξουν αντικείμενο. Τη θέση τους αποσπούν οι μεγαλύτερες λιανεμπορικές επιχειρήσεις.

Αποκαλυπτική των τάσεων που επικρατούν στο λιανεμπόριο είναι η παρακάτω εικόνα: ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 υπήρχαν περίπου 1.000 καταστήματα παιδικών παιχνιδιών το 2004 ο αντίστοιχος αριθμός είναι κάτω από 400. Πρόκειται βεβαίως για καταστήματα που κυρίως εμπορεύονται παιδικά παιχνίδια. Μάλιστα μικρός αριθμός καταστηματαρχών, για να προστατευθεί από την έντονη, επερχόμενη κρίση λόγω του ανταγωνισμού των αλυσίδων, επιχειρεί να συνενωθεί.

Στα παραπάνω πρέπει κανείς να συνυπολογίσει και ένα ακόμη γεγονός: μέρος της λιανικής «πίτας» των παιδικών παιχνιδιών αναλογεί και στα τυπικά σουπερμάρκετ, όπως το Carrefour, ο Σκλαβενίτης, ο Α-Β Βασιλόπουλος. Ιδιαίτερα το Carrefour δείχνει να ελέγχει και το υψηλότερο μερίδιο μεταξύ των ομοειδών επιχειρήσεων.

Πάντως, η άνθηση των μεγάλων πολυκαταστημάτων παιδικών παιχνιδιών στην Ελλάδα αποδίδεται στους εξής παράγοντες: πρώτον, οι περισσότερες από αυτές τις αλυσίδες κάνουν και δικές τους εισαγωγές παιχνιδιών, γεγονός που τους βοηθά στην κερδοφορία. Δεύτερον, έχουν διευρύνει τη γκάμα των προϊόντων τους και πέραν των παιδικών παιχνιδιών, διαθέτοντας βιβλία, είδη μπε-μπέ, προϊόντα για μαμάδες κάτι που διευρύνει την πελατειακή βάση. Τρίτον, έχουν επίσης εντάξει εποχιακά προϊόντα, που πωλούνται τις Απόκριες, τα Χριστούγεννα, το Καλοκαίρι και το Πάσχα. Όλα αυτά οδηγούν - εκτός των άλλων – και στη μεταφορά του τζίρου από τα μεμονωμένα καταστήματα στις μεγάλες αλυσίδες.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι: η Ελληνική αγορά έχει ανάγκη τόσων χιλιάδων μέτρων ραφιών για παιχνίδια και στο τέλος όλες αυτές οι αλυσίδες θα επιβιώσουν; Είναι δεδομένο, ότι οι υγιείς οικογενειακές επιχειρήσεις με συνετή διαχείριση, παρά τον ανταγωνισμό, θα μπορέσουν να επιβιώσουν, όπως επίσης είναι δεδομένο, ότι οι αλυσίδες είναι πολλές και ότι για να επιβιώσουν, πρέπει να εξετάσουν σοβαρά την περίπτωση των συνεργασιών και συγχωνεύσεων, καταλήγει η STAT BANK.