Με τη μεταφορά των δραστηριοτήτων τους στο εξωτερικό «απαντούν» οι Ελληνες επιχειρηματίες στην αδιαφορία της κυβέρνησης και ειδικότερα του οικονομικού της επιτελείου να διαμορφώσουν ένα ξεκάθαρο και υγιές πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων στη χώρα
Με τη μεταφορά των δραστηριοτήτων τους στο εξωτερικό «απαντούν» οι Ελληνες επιχειρηματίες στην αδιαφορία της κυβέρνησης και ειδικότερα του οικονομικού της επιτελείου να διαμορφώσουν ένα ξεκάθαρο και υγιές πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων στη χώρα.
Ενστικτο επιβίωσης
Βιώνοντας το έκτο συνεχές έτος ύφεσης και την αδράνεια της κυβέρνησης, οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι ακολουθούν πλέον το ένστικτο της επιβίωσης, εξαναγκαζόμενοι να μεταναστεύσουν.
Ωστόσο, από τη μετανάστευση αυτή, που για τις επιχειρήσεις αποτελεί ζήτημα ζωής και θανάτου, καταδεικνύεται και η αδυναμία των πολιτικά ιθυνόντων να αναστρέψουν τις δυσμενείς εξελίξεις.
Η απόφαση της Βιοχάλκο να μεταφέρει την έδρα της στο Βέλγιο μπορεί ειδησεογραφικά να αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία, εντούτοις, ουδέναν, από όσους γνωρίζουν τα τεκταινόμενα στην επιχειρηματική δραστηριότητα στη χώρα, φαίνεται να ξάφνιασε. Μάλιστα, λίγες ημέρες πριν, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) έκρουσε τον κώδωνα για τους κινδύνους που εγκυμονεί η ακολουθούμενη πρακτική έναντι της βιομηχανίας.
Δεν ξάφνιασε όμως και την κυβέρνηση και πολύ περισσότερο τον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό Ανάπτυξης, Κωστή Χατζηδάκη, ο οποίος, χθες, με δηλώσεις του σε τηλεοπτικό σταθμό σχολίασε επί του θέματος ότι «δεν πρόκειται για μια ευχάριστη εξέλιξη, αλλά να μη φέρνουμε την καταστροφή».
Εξέφρασε, δε, την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι η επιχείρηση επιλέγει να μη μεταφέρει την παραγωγική της δραστηριότητα εκτός χώρας, ενώ σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο της αποχώρησή της και από το Χρηματιστήριο, δήλωσε αναρμόδιος, αναφέροντας ότι η εν λόγω αρμοδιότητα ανήκει στο υπουργείο Οικονομικών.
Αρμόδιοι και αναρμόδιοι
Η συγκεκριμένη αναφορά του υπουργού Ανάπτυξης, ως προς το τυπικό της σκέλος, δεν αποτελεί πρόβλημα. Αποτελεί όμως μείζον ζήτημα, αφού αποδεικνύει ότι ακόμη και αυτή τη στιγμή, που οι παραγωγικές δυνάμεις και η κοινωνία δίνουν έναν τιτάνιο αγώνα για την ανάκαμψη της οικονομίας, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης κινείται στα όρια του... πρωτοκόλλου. Ουδεμία ουσιαστική επαφή υπάρχει μεταξύ των οικονομικών υπουργείων και ουδεμία επί της ουσίας προσπάθεια για το συντονισμό του οικονομικού επιτελείου γίνεται και από τον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι την τελευταία φορά που επισκέφτηκε το υπουργείο Ανάπτυξης ο πρωθυπουργός ήταν στις 9 Ιανουαρίου, όπου είχε δηλώσει ότι «μία φορά το μήνα θα με βλέπετε εδώ». Ακολούθησε ακόμη μία επίσκεψη στις 8 Μαρτίου, όπου συναντήθηκε με νεοφυείς επιχειρηματίες.
Σε ό,τι αφορά τους επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου, Γιάννη Στουρνάρα και Κωστή Χατζηδάκη, επισήμως δεν έχουν συναντηθεί ποτέ μεταξύ τους, παρά το γεγονός ότι εδρεύουν στο ίδιο κτήριο της Πλατείας Συντάγματος.
Οι απλοποιήσεις καθυστερούν
Στα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι επιχειρήσεις περιλαμβάνονται οι πολυδαίδαλες διαδικασίες αδειοδότησης και εγκατάστασης. Οι διαπιστώσεις αυτές αν και είναι χρόνιες, εντούτοις, κανένα ουσιαστικό πρόβλημα δεν έχει επιλυθεί.
Λίγες ημέρες πριν ο υπουργός Ανάπτυξης ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προωθήσει ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο με το οποίο θα απλοποιείται η διαδικασία αδειοδότησης.
Για να εφαρμοστεί όμως αυτό, αν βέβαια συναινέσουν και τα υπόλοιπα υπουργεία, θα απαιτηθούν, κατ’ εκτίμηση, τουλάχιστον δύο χρόνια.
Την ίδια στιγμή το υπουργείο Ανάπτυξης, σε συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα και τον ΟΟΣΑ έχουν καταγράψει 500 πάσης φύσεως εμπόδια που πλήττουν την επιχειρηματικότητα.
Ωστόσο, από την καταγραφή έως την αντιμετώπιση υπάρχει μεγάλη απόσταση, γεγονός που θέτει εν αμφιβόλω την εκκίνηση της διαδικασίας επίλυσης των προβλημάτων. Στα παραπάνω θα πρέπει να συμπεριληφθούν και οι διαδικασίες εγκατάστασης, οι οποίες, ελλείψει οργανωμένων χώρων υποδοχής επιχειρήσεων, αποτελούν έναν πραγματικό Γολγοθά για τους επενδυτές.
«Αργός θάνατος» από την έλλειψη ρευστότητας
Εξοδο των μεγάλων επιχειρήσεων από την Ελλάδα και «αργό θάνατο» όσων επιχειρήσεων παραμένουν στη χώρα προκαλεί η έλλειψη τραπεζικής χρηματοδότησης. Ακόμη και υγιείς επιχειρηματικές μονάδες στερούνται ρευστότητας, αφού το τραπεζικό σύστημα πριν, αλλά και μετά την ανακεφαλαιοποίηση, δηλώνει αδυναμία να παίξει το ρόλο του στη χρηματοδότηση της οικονομίας. Είναι ενδεικτικό ότι στο επτάμηνο φέτος, η αρνητική ροή χρηματοδότησης υπερέβη τα 3,5 δισ. ευρώ.
Η προσδοκία περί παροχής κάποιας ρευστότητας προς την πραγματική οικονομία μετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης απομακρύνεται, αφού το τραπεζικό σύστημα επικαλείται το δικό του «χρηματοδοτικό κενό» των 60 δισ. ευρώ λόγω μείωσης των καταθέσεων και την αδυναμία να χρηματοδοτηθεί από τις διεθνείς αγορές ως επιχείρημα για τη διατήρηση παγωμένων πιστώσεων. Ακόμη, πάντως, και κοινοτικά προγράμματα, στα οποία είναι αναγκαία η συμβολή των τραπεζών, παραμένουν σχεδόν ανενεργά και δεν επιτρέπουν την αποφόρτιση της αγοράς.
Παρότι η πλευρά των τραπεζών κάνει λόγο για υποτονική ζήτηση και περιορισμένες επενδυτικές προτάσεις, το βέβαιο είναι ότι ακόμη και επιχειρήσεις που «κράτησαν» στην κρίση στηριζόμενες σε ισχυρά μεγέθη, υπονομεύονται από την έλλειψη χρηματοδοτικής στήριξης και την καχυποψία με την οποία τις αντιμετωπίζει το τραπεζικό σύστημα, επικαλούμενο αυστηροποίηση των κριτηρίων πιστοδότησης.
Η αποκατάσταση της ροής χρηματοδότησης συνδέεται με την ενίσχυση της καταθετικής βάσης και την αποκλιμάκωση των επισφαλειών, εξελίξεις αλληλένδετες με την ανάκαμψη, η οποία προϋποθέτει, πάντως, στήριξη της οικονομίας με τραπεζικά κεφάλαια. Πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο που παραμένει ισχυρός, ειδικά δε στην παρούσα περίοδο κατά την οποία η αξιολόγηση της BlackRock και η πίεση προς αναδιάρθρωση οδηγούν σε «μάζεμα» της δραστηριότητας, αντί της αναγκαίας στήριξης της αγοράς.
Η καθαρή ροή χρηματοδότησης ήταν αρνητική ήδη από το 2011 κατά 8,1 δισ. ευρώ έναντι θετικής κατά μόλις 50 εκατ. ευρώ το 2010, μεγέθη που αποτυπώνουν το μακροχρόνιο «στραγγαλισμό» της οικονομίας. Πέραν της ελλιπούς χρηματοδότησης, και το κόστος της περιορισμένης ρευστότητας είναι τέτοιο που καθιστά σχεδόν απαγορευτικό το δανεισμό, οδηγώντας τις επιχειρήσεις που έχουν τη δυνατότητα, να αναζητούν πρόσβαση στις διεθνείς αγορές.
Κοστοβόρα ενέργεια
- H περίπτωση της Βιοχάλκο επαναφέρει στο προσκήνιο πέραν των άλλων και το μείζον ζήτημα του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία στη χώρα μας. Πρόσφατα, μάλιστα, οι εκπρόσωποι της ΕΒΙΚΕΝ, των μεγάλων δηλαδή καταναλωτών ενέργειας, είχαν στείλει «σήμα κινδύνου» για την επιβίωσή τους. Το κόστος της ενέργειας στη μέση τάση από το 2005 αυξήθηκε κατά 45%, ενώ με τις τελευταίες προτάσεις των τιμολογίων που παρουσίασε η ΔΕΗ, οι μειώσεις διαμορφώνονται στις περισσότερες περιπτώσεις στο 5% και κλιμακώνονται μέχρι 10%. Η τιμή της κιλοβατώρας στην υψηλή τάση διαμορφώνεται στα 70 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ενώ, ενδεικτικά, στη Γερμανία είναι 49 ευρώ και στη Γαλλία 42 ευρώ.
Φορολογική πολιτική
- Το ασταθές φορολογικό πλαίσιο δεν αποτελεί μόνο παράγοντα αποτροπής νέων επενδύσεων, αλλά στοιχείο δοκιμασίας για τις υφιστάμενες επιχειρήσεις. Το γεγονός ότι η φορολογική πολιτική μπορεί να αλλάζει πολλές φορές εντός του έτους, καθιστά αδύνατο τον όποιο προγραμματισμό. Σε συνδυασμό με τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές και τους υψηλούς ειδικούς φόρους, το κλίμα λειτουργεί επιβαρυντικά για το σύνολο της οικονομίας.
Κόστος εξαγωγών
- Αν και οι εξαγωγές αποτελούν έναν ισχυρό πυλώνα για την ανάκαμψη της οικονομίας, το ισχύον πλαίσιο τις καθιστά εξαιρετικά δύσκολες και κοστοβόρες.
Τη στιγμή που ο μέσος όρος κόστους εξαγωγής για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι 1.009 δολάρια ΗΠΑ ανά εμπορευματοκιβώτιο, η χώρα μας είναι ακριβότερη κατά περίπου 10% και ανέρχεται στα 1.115 δολ.