Σε ιστορικά χαμηλά βρέθηκε τον Ιούλιο ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, καταγράφοντας μείωση 0,7% έναντι μείωσης 0,4% τον Ιούνιο, παρά τις αυξήσεις σε βασικά είδη διατροφής και ενεργειακά προϊόντα. Προβληματισμός Ε.Ε. - ΔΝΤ για την ακρίβεια σε προϊόντα και υπηρεσίες.
Σε ιστορικά χαμηλά βρέθηκε τον Ιούλιο ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔτΚ), καταγράφοντας μείωση 0,7% έναντι μείωσης 0,4% που είχε σημειώσει τον Ιούνιο, παρά τις αυξήσεις σε βασικά είδη διατροφής και ενεργειακά προϊόντα.
Σε μέσα επίπεδα έτους, μετά και το αποτέλεσμα του Ιουλίου, διαμορφώνεται στο -0,25%, τη στιγμή που τόσο η Ε.Ε. όσο και το ΔΝΤ αναμένουν το μέσο ετήσιο ΔτΚ στο 0,8% για το 2013.
Το παραπάνω σημαίνει ότι για τους επόμενους πέντε μήνες θα πρέπει να αναμένουμε αποκλιμάκωση του γενικού δείκτη με ακόμη ταχύτερους ρυθμούς, ώστε να προσεγγίσει, αν όχι να επιτύχει, τον ετήσιο στόχο.
Στις εκθέσεις τους για την πορεία υλοποίησης του ελληνικού μνημονίου οι δύο διεθνείς οργανισμοί έχουν εκφράσει κατ' επανάληψη τον προβληματισμό τους για το γεγονός ότι οι μεγάλες μειώσεις που έχουν γίνει στους μισθούς δημόσιου και ιδιωτικού τομέα δεν ακολουθούνται και από μειώσεις τιμών στα προϊόντα και τις υπηρεσίες.
Σε απάντησή τους και παρά το αρνητικό πρόσημο του γενικού δείκτη για πέμπτο συνεχή μήνα (η πτώση ξεκίνησε τον περασμένο Μάρτιο), η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) καταγράφει για άλλο ένα μήνα αυξήσεις σε βασικές κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών.
Και αυτό τη στιγμή που το εισόδημα των νοικοκυριών βαίνει συνεχώς μειούμενο, περιορίζοντας ακόμα περισσότερο την αγοραστική δυνατότητα των καταναλωτών.
Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με έρευνα της ICAP Group, που επικαλείται τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., στο διάστημα 2009-2012 το εισόδημα των νοικοκυριών εμφανίζει αθροιστικά συρρίκνωση περί το 27%.
Συγκεκριμένα, η υποχώρηση την περίοδο 2009-2010 διαμορφώνεται στο 8,1% και ακολουθεί περαιτέρω πτώση την επόμενη χρονιά στο 8%, μεταξύ του 2010 και του 2011.
Η κατάσταση δεν βελτιώνεται ούτε και το 2012, αφού το εισόδημα βάλλεται ακόμα περισσότερο, με το ποσοστό της μείωσης να διαμορφώνεται στο 11%.
Αναπόφευκτα η εξέλιξη αυτή έχει επηρεάσει την καταναλωτική συμπεριφορά, περιορίζοντας σε αντίστοιχο βαθμό -ή και υψηλότερο- τη ζήτηση σε όλα τα είδη. Και αυτό το παραδέχονται όλοι οι φορείς της αγοράς.
Ακαμψία της ακρίβειας
Δεδομένης της αλληλένδετης σχέσης μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, το αναμενόμενο θα ήταν οι τιμές να υποχωρούν με ανάλογο ρυθμό. Εντούτοις στην πράξη η οικονομική θεωρία ανατρέπεται, καθώς οι τιμές παραμένουν σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με την οικονομική ευρωστία των πολιτών. Οι αιτίες για την «ακαμψία» της ακρίβειας αποδίδονται σε διάφορες παραμέτρους.
Οπως αναφέρουν στη «Ν» παράγοντες της αγοράς, οι μικρομεσαίοι παίχτες αποδίδουν τις υψηλές τιμές στις αντίστοιχα υψηλές τιμές προμήθειας των προϊόντων τους σε σχέση με τους μεγάλους παίχτες, στο αυξημένο λειτουργικό κόστος από τις αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ και άλλων ΔΕΚΟ, στις υψηλές τιμές πετρελαίου, στις φορολογικές επιβαρύνσεις, καθώς και στην αδυναμία χορήγησης πιστώσεων από τους προμηθευτές.
Στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό
Αντίστοιχα, οι ισχυροί του κλάδου της λιανικής επικαλούνται -πέρα από τα προαναφερόμενα- τις αυξημένες τιμές στις πρώτες ύλες κυρίως των εισαγόμενων προϊόντων, την επιβάρυνση των συντελεστών του ΦΠΑ που δεν δύναται πάντα να απορροφούνται, αλλά και τις γενικότερες στρεβλώσεις ανταγωνισμού που υπάρχουν στην αγορά, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις δημιουργούν ακόμα και συνθήκες ολιγοπωλίου.
Σε αυτό το πλαίσιο, ορισμένοι κλάδοι του εγχώριου επιχειρείν εμφανίζουν αδυναμία να μειώσουν τις τιμές, εξέλιξη που αποτυπώνεται και στα στοιχεία της ετήσιας σύγκρισης του γενικού δείκτη για τον Ιούλιο (έναντι του ιδίου μήνα του 2012) όπου και καταγράφονται αυξήσεις:
Εκτός από τις παραπάνω αυξήσεις, το σύνολο σχεδόν των υπόλοιπων προϊόντων και υπηρεσιών καταγράφει μείωση σε ετήσια βάση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., οι σημαντικότερες μειώσεις τιμών είναι:
Ο γενικός δείκτης κατά το μήνα Ιούλιο 2013, σε σύγκριση με τον Ιούνιο 2013, παρουσίασε μείωση 1,7%, έναντι μείωσης 1,4% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του προηγούμενου έτους.
Η συνολική μείωση του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή το μήνα Ιούλιο 2013, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιουνίου 2013, προήλθε από τις ακόλουθες μεταβολές:
Από τις μειώσεις των δεικτών:
Οι μειώσεις αυτές αντισταθμίστηκαν ώς ένα βαθμό από αυξήσεις:
Τέλος, ο μέσος δείκτης του δωδεκαμήνου Αυγούστου 2012 - Ιουλίου 2013, σε σύγκριση προς τον ίδιο δείκτη του δωδεκαμήνου Αυγούστου 2011 - Ιουλίου 2012, παρουσίασε αύξηση 0,3%, έναντι αύξησης 2,1% που σημειώθηκε κατά τα αντίστοιχα προηγούμενα δωδεκάμηνα.
Kάμψη σημείωσε και ο Εναρμονισμένος Δείκτης
Ο Εναρμονισμένoς Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ο δείκτης που έχει ίδια στάθμιση προϊόντων για όλες της χώρες της Ε.Ε.) του μηνός Ιουλίου 2013, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιουλίου 2012, παρουσίασε μείωση 0,5%, έναντι μείωσης 0,3% τον Ιούνιο.
Οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφονται στα διαρκή αγαθά και τα είδη νοικοκυριού, όπου οι τιμές μειώθηκαν κατά 4,9%, την υγεία που καταγράφονται μειώσεις τιμών 4% και την κατηγορία επικοινωνίες όπου καταγράφεται μείωση τιμών 4,4%.
Οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφονται στα αλκοολούχα ποτά και τον καπνό (2,9%), τη στέγαση που περιλαμβάνει στη μέτρηση και το πετρέλαιο θέρμανσης (5,4%) και την κατηγορία διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά, όπου καταγράφεται αύξηση των τιμών κατά 1%.
Στη μηνιαία σύγκριση του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή κατά το μήνα Ιούλιο 2013, σε σύγκριση με τον Ιούνιο 2013, σημειώθηκε μείωση 1,6%, έναντι μείωσης 0,2% που είχε σημειώσει τον Ιούνιο.
Ο μέσος Εν. ΔΤΚ του δωδεκαμήνου Αυγούστου 2012 - Ιουλίου 2013, σε σύγκριση προς τον ίδιο δείκτη του δωδεκαμήνου Αυγούστου 2011 - Ιουλίου 2012, παρουσίασε αύξηση 0,1%, έναντι αύξησης 1,8%, που σημειώθηκε από τη σύγκριση των αντίστοιχων προηγούμενων δωδεκάμηνων.
«Κλειδί» η ενίσχυση του ανταγωνισμού για φθηνότερα προϊόντα και υπηρεσίες
«Οπως φαίνεται από τα στοιχεία, για πέμπτο συνεχόμενο μήνα του έτους καταγράφεται αποπληθωρισμός, κάτι που καταγράφηκε τελευταία φορά το 1968, γυρίζοντας την αγορά 45 χρόνια πίσω», αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), Βασίλης Κορκίδης.
Αναλύοντας τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. μάς εξηγεί ότι: «Ο Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή για το μήνα Ιούλιο 2013 διαμορφώθηκε στις 108,13 μονάδες, όντας μειωμένος σε σχέση με το ίδιο χρονικό διάστημα του 2012, ενώ τη μεγαλύτερη μείωση παρουσίασε η ομάδα ''ένδυση-υπόδηση'' με 13,6% και ακολουθεί η κατηγορία ''διαρκή αγαθά- είδη σπιτιού'' με 3,4% κυρίως λόγω των θερινών εκπτώσεων.
Κυριότεροι λόγοι και ερμηνευτικές παράμετροι για την περίοδο αποπληθωρισμού που διανύουμε αποτελούν: α) η μεγάλη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, β) η δίχως προηγούμενο μακροχρόνια ύφεση, γ) η φθίνουσα επίδραση από την άνοδο των έμμεσων φόρων και δ) η σημαντική υποχώρηση των διεθνών τιμών των καυσίμων.
«Σε άλλη περίπτωση -σημειώνει ο κ. Κορκίδης- θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι οι ήπιοι, μέχρι σήμερα, ρυθμοί αποπληθωρισμού είναι πιθανό να ενισχύσουν την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, όπως και την ανταγωνιστικότητα εξαγωγικών κλάδων της οικονομίας.
Ωστόσο, η πίεση από την οικονομική ύφεση, την άνοδο της ανεργίας και την πτώση εισοδήματος και κατανάλωσης φαίνεται να λαμβάνει χαρακτηριστικά μακροχρόνιας διάρκειας, κάτι που οδηγεί σε συρρίκνωση του περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων, παρασύροντας καθοδικά την προσφορά και ζήτηση».
Την ίδια ώρα, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι σημαντική συμβολή στη μείωση των τιμών στα προϊόντα και τις υπηρεσίες θα έχει η περαιτέρω ανάπτυξη του ανταγωνισμού.
Εχει επισημανθεί κατά κόρον ότι η ελληνική οικονομία πάσχει σε σύγκριση με άλλες οικονομίες των ανεπτυγμένων χωρών από την έλλειψη ανταγωνισμού.
Οι αιτίες μπορεί να αναζητηθούν στην υφιστάμενη δομή ορισμένων αγορών, όπως π.χ. στην αγορά του λιανεμπορίου-χονδρεμπορίου, αλλά και στην έλλειψη μεταρρυθμίσεων σε άλλους τομείς, κυρίως στον κλάδο των υπηρεσιών όπου είναι εμφανή ακόμη τα «προνόμια» που απολαμβάνουν ορισμένα επαγγέλματα που παραμένουν «κλειστά».
Παράλληλα, υπενθυμίζουν την ανάγκη σταδιακής αλλαγής των φορολογικών συντελεστών των έμμεσων φόρων προκειμένου να αποκλιμακωθούν αναλόγως και οι τιμές, όπως παρατηρείται μετά την πρόσφατη απόφαση για μείωση στο 13% του συντελεστή ΦΠΑ στην εστίαση, παρά την «αντίσταση» στη συμμόρφωση που επιδεικνύει μερίδια των επιχειρηματιών.
Τέλος, κλειδί θεωρείται και η δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης συνεργειών του πρωτογενούς με το δευτερογενή και τριτογενή τομέα που θα αποφέρουν πολλαπλά οφέλη σε ολόκληρη την αγορά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σύνδεση του αγροτικού τομέα με αυτόν της μεταποίησης και τυποποίησης.
Ριζικές αλλαγές στις συνήθειες κατανάλωσης
Οι εκτιμήσεις παραμένουν δυσοίωνες και αναφέρουν ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες στην Ελλάδα θα παραμείνουν δυσανάλογα ακριβότερα σε σχέση με τις αποδοχές, καθώς οι συνθήκες αποπληθωρισμού που καταγράφονται τους τελευταίους μήνες θα πρέπει να διατηρηθούν σταθερές για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να υπάρξει πραγματική μείωση τιμών.
Το βέβαιο είναι, ωστόσο, ότι από πλευράς των καταναλωτών οι αγοραστικές συνήθειες έχουν αλλάξει σημαντικά, τάση που σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς θα διατηρηθεί και στο μέλλον, ανεξάρτητα με το εάν θα υπάρξει ανάκαμψη στην οικονομία.
Οπως υποστηρίζουν εκπρόσωποι του λιανεμπορίου τροφίμων στη «Ν», η υιοθέτηση στοχευμένων αγορών έχει περάσει στη συνείδηση των Ελλήνων καταναλωτών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το καλάθι των σούπερ μάρκετ στο οποίο πλέον δεν υπάρχει τίποτα το «περιττό» ή το έξτρα.
Μάλιστα, τα ίδια στελέχη τονίζουν ότι «οι στρατηγικές των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας επικεντρώνονται πια στην προσέλκυση του νέου μοντέλου κατανάλωσης, που μέχρι πρόσφατα συναντούσαμε κυρίως στις βορειοευρωπαϊκές αγορές». Ενδεικτικά αναφέρουν ότι «το πρότυπο του καταναλωτή που αγοράζει μισό καρπούζι δεν αποτελεί μόνο σημάδι ύφεσης, αλλά είναι μέρος μιας κουλτούρας που θέλει οι δαπάνες να εξυπηρετούν τις ακριβείς ανάγκες και μόνο αυτές».
Οπως εξηγούν, οι καταναλωτές περιορίζουν τις παρορμητικές επιλογές τους, αυξάνουν το βαθμό προγραμματισμού των αγορών τους, αναζητούν προϊόντα χαμηλότερων τιμών και είδη σε προσφορές.
Παράλληλα γίνονται πιο εγκρατείς και περιορίζουν τη συνολική αξία των αγορών τους (μικρότερες μέσες αποδείξεις), επικεντρώνονται στα απαραίτητα είδη πρώτης ανάγκης, περιορίζουν τις επισκέψεις στα μεγάλα καταστήματα και μειώνουν τις μετακινήσεις τους με το αυτοκίνητο.
ΤΑΣΟΣ ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΣ - ΔΑΝΑΗ ΑΛΕΞΑΚΗ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΝΟΥΠΑΚΗΣ