Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ελληνική οικονομία και τις προοπτικές της περιλαμβάνει εκτιμήσεις για την ανάπτυξη. Εμμέσως συνδέει την πορεία της ανάπτυξης με τη ρευστότητα, που όμως δεν υπάρχει, αλλά και ορισμένες μεταρρυθμίσεις που θα έπρεπε να είχαν γίνει και οι οποίες θα επηρέαζαν, σε κάποιο βαθμό, θετικά το ΑΕΠ.
Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ελληνική οικονομία και τις προοπτικές της περιλαμβάνει εκτιμήσεις για την ανάπτυξη. Εμμέσως συνδέει την πορεία της ανάπτυξης με τη ρευστότητα, που όμως δεν υπάρχει, αλλά και ορισμένες μεταρρυθμίσεις που θα έπρεπε να είχαν γίνει και οι οποίες θα επηρέαζαν, σε κάποιο βαθμό, θετικά το ΑΕΠ.
Οι καθυστερήσεις, για παράδειγμα, στην εξόφληση των υποχρεώσεων του κράτους προς τους ιδιώτες δημιουργούν διόγκωση των προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία και οι επιχειρήσεις. Σε συνδυασμό με την ανεπαρκή εφαρμογή των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων, η οικονομική ανάκαμψη ίσως καθυστερήσει σε σύγκριση με το βασικό σενάριο, αποκαλύπτει η έκθεση. Τέλος, η χαμηλότερη των εκτιμήσεων ανάπτυξη στην Ε.Ε. και άλλοι αρνητικοί εξωτερικοί παράγοντες αποτελούν κινδύνους τόσο για την ανάπτυξη όσο και για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Είναι προφανές ότι η μεταβολή του ΑΕΠ επηρεάζει την πορεία του χρέους. Αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από τα στοιχεία της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της αύξησης του χρέους αποδίδεται στην ισχυρότατη ύφεση στην οποία έχει περιέλθει η οικονομία από το 2008 και εντεύθεν.
Με βάση τα στοιχεία, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε την περίοδο 2009-2014 κατά 45,4 μονάδες, που είναι η τρίτη υψηλότερη αύξηση του δημοσίου χρέους στην Ευρωζώνη μετά την Κύπρο και την Ισπανία. Το ποσοστό αυτό είναι αποτέλεσμα της ανόδου κατά 10,5 μονάδες του ΑΕΠ του πρωτογενούς ελλείμματος, η κάλυψη του οποίου απαιτεί χρηματοδότηση.
Ομως, εντυπωσιακό είναι το γεγονός της θεαματικής ανόδου, κατά 62,5 μονάδες, των δαπανών για τόκους και του κόστους που συνεπάγεται η βαθιά ύφεση της οικονομίας. Πρόκειται για ποσοστό ανόδου από τους δύο αυτούς παράγοντες που δεν εμφανίζεται σε καμία άλλη χώρα της Ευρωζώνης, καθώς ο μέσος όρος ανόδου διαμορφώνεται στις 6,5 μονάδες του ΑΕΠ. Θα πρέπει να υπομνησθεί ότι υπήρξε ελάφρυνση του χρέους κατά 27,5 μονάδες του ΑΕΠ με τις ρυθμίσεις που έγιναν με το «κούρεμα», το PSI κ.λπ.
Συμπερασματικά και με βάση τα παραπάνω στοιχεία, η ύφεση είναι ο κύριος παράγοντας που υποσκάπτει τη βιωσιμότητα του χρέους της χώρας, παράγοντας ο οποίος θα πρέπει να εξαλειφθεί σύντομα. Για τα αίτια της ύφεσης έχουν ειπωθεί πολλά, ενώ είναι προφανές ότι τα μέτρα λιτότητας επιδεινώνουν την κατάσταση.
Συνεπώς η κυβέρνηση θα πρέπει να αναζητήσει το ταχύτερο το κατάλληλο μείγμα εξόδου από την ύφεση. Η έξοδος από την ύφεση απαιτεί αναθέρμανση της επενδυτικής δραστηριότητας, κυρίως από την αλλοδαπή. Η πολιτική προσέλκυσης των επενδύσεων θα αποδώσει περισσότερο αν υπάρξει ουσιαστική πρόοδος σε ορισμένους μεταρρυθμιστικούς τομείς. Και εκεί οφείλει να στρέψει το ενδιαφέρον η κυβέρνηση.
Δ. ΠΛΑΚΟΥΤΣΗΣ - [email protected]