Η συμφωνία της 25ης Μαρτίου 2013 για ένα πακέτο διάσωσης ύψους 10 εκατ. ευρώ, συνοδευόμενη από ένα δρακόντειο πρόγραμμα προσαρμογής για την κυπριακή οικονομία, αποτέλεσε σημείο καμπής όχι μόνο για τη Κύπρο αλλά για την Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο, σημειώνεται σε μελέτη που δημοσιεύεται στην έκδοση «Οικονομία και Αγορές» της Eurobank.
Η συμφωνία της 25ης Μαρτίου 2013 για ένα πακέτο διάσωσης ύψους 10 εκατ. ευρώ, συνοδευόμενη από ένα δρακόντειο πρόγραμμα προσαρμογής για την κυπριακή οικονομία, αποτέλεσε σημείο καμπής όχι μόνο για τη Κύπρο αλλά για την Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο, σημειώνεται σε μελέτη των Τ. Αναστασάτου, Γ. Γκιώνη και Πλ. Μονοκρούσου με τίτλο «Η Κύπρος σε σημείο καμπής» που δημοσιεύεται στην έκδοση «Οικονομία και Αγορές» της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank.
Όπως επισημαίνεται στη μελέτη, το πρόγραμμα ήταν ένα αρχικό πείραμα για το σχεδιασμό ενός πανευρωπαϊκού πλαισίου με σκοπό την εκκαθάριση τραπεζών που αντιμετωπίζουν προβλήματα φερεγγυότητας.
Μάλιστα, σύμφωνα με τους υποστηρικτές του bail-in, αυτή η απόφαση θα τερμάτιζε τον φαύλο κύκλο μεταξύ της φερεγγυότητας των τραπεζών και του δημοσίου χρέους ενώ υποστηρίχθηκε πως η περίπτωση της Κύπρου θα λειτουργήσει ως σηματωρός της απόφασης ότι ένα μοντέλο ανάπτυξης βασισμένο σε υπηρεσίες του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν μπορεί να επιβιώσει σε μακροπρόθεσμη βάση.
Από την άλλη πλευρά, αναφέρεται στη μελέτη, μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή η επιλογή δεν είναι δίκαιη στο βαθμό που η εφαρμογή της είναι επιλεκτική ενώ μπορεί ακόμα και να υποστηριχτεί ότι συνιστά νοθεία της αρχής της αλληλεγγύης των κρατών-μελών της ΕΕ, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης.
«Η επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων σε ένα κράτος-μέλος της Ευρωζώνης θέτει υπό αμφισβήτηση τη θεμελιώδη αρχή μίας Νομισματικής Ένωσης, την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων δεν θα είναι εύκολο να αρθούν ενώ μπορούν να αφήσουν μία μόνιμη πληγή στην εμπιστοσύνη», εκτιμάται.
Οι συντάκτες της μελέτης τονίζουν πως, σε κάθε περίπτωση, τα δραματικά γεγονότα του Μαρτίου του 2013 αναγκάζουν την Κύπρο να επανεξετάσει το μοντέλο ανάπτυξής της.
Στη μελέτη εξετάζονται αρχικά οι ανισορροπίες της κυπριακής οικονομίας κατά τη περίοδο προ της κρίσεως και δίνεται μια σύντομη περιγραφή του Προγράμματος Προσαρμογής (Μνημόνιο) για την περίοδο 2013-2018. Στη συνέχεια περιγράφονται οι δανειακές ανάγκες της κυβέρνησης για τα επόμενα έτη και τις πηγές χρηματοδότησης και διεξάγεται μία ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους με διάφορους ελέγχους ευαισθησίας.
Σύμφωνα με την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, που πραγματοποίησαν οι συντάκτες, προκύπτει πως η επίτευξη του στόχου για ένα λόγο 100% του χρέους προς το ΑΕΠ το 2020 παραμένει ευαίσθητη στο ρυθμό που συρρικνώνεται το ΑΕΠ κατά την αρχική περίοδο μετά την κρίση και στο βαθμό εκπλήρωσης των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων.
Κατόπιν, παρουσιάζονται στη μελέτη οι επικαιροποιημένες προβλέψεις για την εξέλιξη του ΑΕΠ και των συστατικών του κατά τα έτη 2013-2014 ενώ τέλος εξετάζονται οι μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές.
Όπως υποστηρίζουν οι συντάκτες, η απότομη συρρίκνωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθιστά αναγκαίο τον επαναπροσδιορισμό του μοντέλου ανάπτυξης της Κύπρου. «Υπό αυτή την έννοια, η παρούσα κρίση αποτελεί μία ευκαιρία ώστε να αναπροσανατολιστεί το μοντέλο της τουριστικής βιομηχανίας στην κατεύθυνση της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές και στην ανάπτυξη εξειδικευμένων δραστηριοτήτων (niche markets). Το ίδιο ισχύει και για τον πρωτογενή τομέα ενώ η ανακάλυψη των αποθεμάτων φυσικού αερίου ανοίγει το δρόμο για το μετασχηματισμό της Κύπρου σε ένα σημαντικό υπεράκτιο ενεργειακό κόμβο», συμπληρώνουν.
Καταλήγοντας σημειώνεται πως η ικανότητα της Κύπρου να ξεπεράσει αυτή τη δύσκολη συγκυρία θα εξαρτηθεί από την αποφασιστικότητα, ψυχραιμία και δημιουργικότητα του λαού της.