Έντονες επικρίσεις για τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται σήμερα εξέφρασε το μέλος του γερμανικού συμβουλίου οικονομικών ειδικών Πέτερ Μπόφινγκερ, υποστηρίζοντας πως έχουν αποτύχει πλήρως. Εκτίμησε μάλιστα πως το τέλος της κρίσης στην Ευρωζώνη δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, κυρίως λόγω αυτών των πολιτικών.
Έντονες επικρίσεις για τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται σήμερα εξέφρασε το μέλος του γερμανικού συμβουλίου οικονομικών ειδικών Πέτερ Μπόφινγκερ, υποστηρίζοντας πως έχουν αποτύχει πλήρως. Εκτίμησε μάλιστα πως το τέλος της κρίσης στην Ευρωζώνη δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, κυρίως λόγω αυτών των πολιτικών.
Κατά τη διάρκεια ομιλίας του στις Βρυξέλλες, σε εκδήλωση του Κέντρου Ευρωπαϊκής Πολιτικής, σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι η αντιμετώπιση της κρίσης μέσω της επιβολής δημοσιονομικής λιτότητας στις χώρες που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικές δυσκολίες και διογκωμένο δημόσιο χρέος έχει στην πραγματικότητα τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, καθώς δημιουργεί ύφεση που εντείνει περαιτέρω το πρόβλημα.
Ειδικότερα, υποστήριξε πως οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται σήμερα έχουν αποτύχει πλήρως, όπως αποδεικνύει περίτρανα η διαρκής αύξηση του ποσοστού του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ στις χώρες που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικές δυσκολίες.
Όπως ανέφερε, το αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας είναι ως εκ τούτου το βάθεμα της ύφεσης, η έλλειψη ρευστότητας στην αγορά, η αδυναμία των επιχειρήσεων να προσφύγουν σε τραπεζικό δανεισμό, η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας και φυσικά, η ανεργία.
Κατά τον κ. Μπόφινγκερ, η λαθεμένη αυτή αντιμετώπιση της κρίσης οφείλεται στην υπεραισιοδοξία σχετικά με την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής και στην υπερβολική «δόση» λιτότητας την οποία αυτά επέβαλαν.
Ειδικότερα επισήμανε πως η εφαρμογή της λιτότητας που επιβλήθηκε στα κράτη μέλη της ευρωζώνης με δημοσιονομικά προβλήματα έγινε με τρόπο ιδιαίτερα έντονο και γρήγορο, όπως τελικά παραδέχτηκε και το ίδιο το ΔΝΤ, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας.
Αυτή την ασύμμετρη, όπως τη χαρακτήρισε, προσαρμογή, προσπαθεί τώρα να διορθώσει ανεπιτυχώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δίνοντας στις χώρες περισσότερο χρόνο προκειμένου να μειώσουν τα ελλείμματά τους. Εντούτοις, το μέτρο αυτό είναι ανεπαρκές, καθώς, όπως τόνισε, κανείς δεν τολμά να προτείνει το αυτονόητο, ότι δηλαδή δεν είναι ο χρόνος προσαρμογής το πρόβλημα αλλά η «συνταγή» που ακολουθείται. Ως εκ τούτου, ο ίδιος υπογράμμισε ότι εφόσον δεν αλλάξει ριζικά η αντιμετώπιση της κρίσης, «μόνο με ένα θαύμα θα βγούμε από αυτό το χάος».
«Ανύπαρκτη η επίδραση των μεταρρυθμίσεων στη μείωση του χρέους»
Ως προς τις μεταρρυθμίσεις που επιβάλλονται στα κράτη-μέλη με δημοσιονομικά προβλήματα, υποστήριξε ότι η επίδρασή τους στη μείωση του χρέους είναι ανύπαρκτη, παρά το μεγάλο βαθμό προσαρμοστικότητας στις μεταρρυθμίσεις, που, όπως είπε, έχουν επιδείξει τα κράτη αυτά.
Αντιθετα υποστήριξε ότι ότι χώρες της ευρωζώνης με δημοσιονομικές δυσκολίες πρέπει να έχουν τον απαιτούμενο χρόνο και περιθώριο χειρισμών για να διορθώσουν τα κακώς κείμενα του οίκου τους.
Σημείωσε μάλιστα πως η διαρκής περιστολή των εργασιακών δικαιωμάτων, σε συνδυασμό με την περικοπή μισθών και συντάξεων, δεν αποτελούν στην πραγματικότητα μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα, σύμφωνα με τον κ. Μπόφινγκερ, δημιουργούν συνθήκες εργασιακής ανασφάλειας που ωθούν τους νέους στη μετανάστευση και στο φαινόμενο της φυγής εγκεφάλων (brain-drain), δηλαδή της μαζικής μετακίνησης εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης, γεγονός που σαφώς δεν πρόκειται να βοηθήσει στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών στην περιφέρεια της ευρωζώνης.
Υπογράμμισε επίσης ότι απαιτείται η λήψη συγκεκριμένων μέτρων κατά της φοροδιαφυγής σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και αμοιβαιοποίηση, αφενός του χρέους μεταξύ των κρατών μέσω των ευρωομολόγων, αφετέρου των οικονομικών βαρών μεταξύ των πολιτών, μέσω μιας δίκαιης και αναλογικής φορολογικής πολιτικής.
«Εκτός πραγματικότητας η γερμανική αντίληψη»
Περιγράφοντας την κρίση, είπε πως η τρέχουσα κρίση μακροοικονομικών μεγεθών αποτελεί κατ’ ουσία τη συνισταμένη της τραπεζικής κρίσης που αντιμετώπισαν ορισμένα μέλη της ευρωζώνης (Ιρλανδία, Ισπανία, Κύπρος) και της κρίσης χρέους που εκδηλώθηκε σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία.
Σύμφωνα με τον Μπόφινγκερ, η μη έγκαιρη και ορθή αντιμετώπιση των δύο αυτών ξεχωριστών κρίσεων από τα ευρωπαϊκά όργανα οδήγησε στη γενίκευση του προβλήματος, με αποτέλεσμα να απειλείται σταδιακά η καρδιά της ευρωζώνης, δηλαδή η Γαλλία και η Γερμανία.
Αντιπαραβάλλοντας τους χειρισμούς στην Ευρωζώνη με αυτούς στις ΗΠΑ αλλά και την Ιαπωνία, υποστήριξε ότι η γερμανική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το χρέος δεν καταπολεμείται μέσω της δημιουργίας ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό και συνεπώς περισσότερου χρέους, είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας, καθώς αγνοεί τη βασική αρχή της μακροοικονομικής θεωρίας ότι σε περιόδους ύφεσης της οικονομίας απαιτείται αύξηση των δημοσίων δαπανών και όχι συρρίκνωσή τους.
Σε ό,τι αφορά την κοινή γνώμη στη Γερμανία, είπε ότι αδυνατεί να κατανοήσει ότι η κρίση στην Ευρωζώνη δεν αποτελεί «πρόβλημα των άλλων», αλλά ότι απειλεί άμεσα τη γερμανική οικονομία, η οποία βασίζεται στις εξαγωγές. Υπογράμμισε ότι απαιτείται αλλαγή νοοτροπίας των Γερμανών ώστε να αντιληφθούν ότι η αντιμετώπιση της κρίσης αποτελεί κοινή ευθύνη του συνόλου της ευρωζώνης.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, είπε ότι, κατά την άποψή του, η μόνη περίπτωση να υποχωρήσει η Γερμανίδα καγκελάριος στις θέσεις της περί λιτότητας, είναι η κρίση να επεκταθεί και στην ίδια τη Γερμανία. Επίσης, ανέφερε ότι ενδέχεται μικρή αλλαγή της γερμανικής πολιτικής μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, ανάλογα βεβαίως με τα αποτελέσματα.
«Πλήγμα η απαξίωση των καταθέσεων»
Αναφερόμενος στη μέθοδο της συμμετοχής των καταθετών στη διάσωση των τραπεζών εκ των έσω (bail-in), είπε ότι υποκρύπτει τον κίνδυνο μαζικής φυγής κεφαλαίων προς πιο «αξιόπιστα» τραπεζικά συστήματα στην ευρωζώνη, προς όφελος κυρίως των γερμανικών τραπεζών.
Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε ότι, μετά την απαξίωση των κρατικών ομολόγων ως επενδυτικού προϊόντος, η απαξίωση των καταθέσεων αποτελεί ένα ακόμα καίριο χτύπημα στην οικονομική σταθερότητα της ευρωζώνης. Ο ίδιος σημείωσε επίσης ότι η μετακύλιση του βάρους αξιολόγησης της αξιοπιστίας του τραπεζικού συστήματος από τις κρατικές αρχές στον πολίτη είναι, εκτός από παράλογη, εντελώς άδικη και ανεδαφική.
Ως προς την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να διατεθούν 6 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων, ο ίδιος επεσήμανε ότι το ύψος του ποσού, η διασπορά του στις χώρες που χρειάζονται ενίσχυση και το βάθος χρόνου στο οποίο θα πραγματοποιηθεί η συγκεκριμένη δράση, καθιστούν την απόφαση «προσβλητική για τη νοημοσύνη» και απολύτως ανεπαρκή ως μέτρο.
Τι προτείνει
Ο ομιλητής πρότεινε, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, τη στροφή της ευρωζώνης προς μια πολιτική υποστήριξης της ζήτησης, μέσω δημοσίων επενδύσεων και επιδοτήσεων, ιδίως στον τομέα της ενέργειας και των διευρωπαϊκών δικτύων. Στο πλαίσιο αυτό, δήλωσε ότι το 2% του ΑΕΠ της ευρωζώνης για τα έτη 2013-2014 θα πρέπει διατεθεί για προγράμματα τέτοιου τύπου. Επίσης, πρότεινε τη δημιουργία ευρωομολόγων, καθώς και την απαλλαγή από την υποχρέωση του 3% που επιβάλει η ευρωπαϊκή νομοθεσία στο έλλειμμα του προϋπολογισμού για τα κράτη που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικές δυσκολίες.
Σε μακροπρόθεσμη βάση, πρότεινε την πολιτική ολοκλήρωση της ευρωζώνης με Ευρωπαίο Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος θα έχει άμεση εποπτεία επί των εθνικών προϋπολογισμών, την καθιέρωση των ευρωομολόγων ή τη σύναψη συμφωνίας αμοιβαιότητας χρέους, ολοκληρωμένο σύστημα εποπτείας των τραπεζών και έξοδο από την ευρωζώνη των κρατών που επιμένουν να ακολουθούν αποσταθεροποιητική οικονομική πολιτική.
newsroom naftemporiki.gr με πληροφορίες από ΑΜΠΕ