Την ενίσχυση ύψους 114 εκατ. ευρώ για επέκταση του λιμένα Πειραιώς ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Την ενίσχυση ύψους 114 εκατ. ευρώ για επέκταση του λιμένα Πειραιώς ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ειδικότερα, η Κομισιόν απεφάνθη ότι η ελληνική ενίσχυση ύψους 113,9 εκατ. ευρώ ενός έργου υποδομής 120 εκατ. ευρώ στο λιμάνι του Πειραιά συνάδει με τη νομοθεσία της Ε.Ε. σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις. Σύμφωνα με την Επιτροπή, το έργο θα προωθήσει περαιτέρω τους στόχους της πολιτικής μεταφορών και τη συνοχή της Ε.Ε., χωρίς αθέμιτη στρέβλωση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.
Τον Σεπτέμβριο του 2012, η Ελλάδα κοινοποίησε σχέδια για στήριξη επενδυτικού έργου από Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς, με σκοπό να επεκταθεί η υφιστάμενη υποδομή για κρουαζιερόπλοια στο λιμάνι του Πειραιά κατά δύο σταθμούς υποδοχής. Το έργο συγχρηματοδοτείται από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε. με ποσό ύψους 96,9 εκατ. ευρώ.
Η Ελλάδα διεξήγαγε ενδελεχή ανάλυση κόστους-ωφέλους από την οποία φαίνεται ότι τα έσοδα που θα προκύψουν για την λιμενική αρχή από τη χρήση υποδομής κατά τα επόμενα 20 χρόνια θα είναι ανεπαρκή για την κάλυψη των επενδυτικών δαπανών. Συνεπώς, το έργο δεν θα κατασκευαζόταν αν δεν υπήρχε δημόσια χρηματοδότηση.
Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η δημόσια χρηματοδότηση ύψους 113,9 εκατ. ευρώ για το έργο περιορίζεται στο έλλειμμα χρηματοδότησης που εντοπίστηκε στην μελέτη. Η χρηματοδότηση είναι συνεπώς αναγκαία για να υπάρξει το έργο και παραμένει περιορισμένη στο ποσό που είναι αυστηρώς αναγκαίο για την υλοποίηση των στόχων του.
Τέλος, οι πιθανές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών από τη δημιουργία πρόσθετων δυνατοτήτων στο λιμάνι του Πειραιά είναι σχετικά περιορισμένες, λόγω του ότι το λιμάνι του Πειραιά θα εξακολουθήσει να έχει σχετικά χαμηλό μερίδιο στην κίνηση κρουαζιερόπλοιων στη Μεσόγειο.
Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το έργο είναι σύμφωνο με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) που επιτρέπει τη χορήγηση ενισχύσεων για την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν επηρεάζει τις συναλλαγές και τον ανταγωνισμό.