Το μέγεθος της αγοράς των εταιρειών – μελών του Μητρώου Εργοληπτικών Επιχειρήσεων (ΜΕΕΠ) δημοσίων έργων ενώ το 1993 ανερχόταν σε κάτι περισσότερο από 1 δισ. ευρώ, το 2000 έφτασε τα 4,5 δισ. ευρώ και το 2001 ξεπέρασε τα 5,58 δισ. ευρώ.
Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία της εταιρείας ερευνών Stat Bank για τον κατασκευαστικό κλάδο.
Ανάλογη ήταν και η πορεία των επενδύσεων σε πάγια. Το 2001 διαμορφώθηκαν σε 1,87 δισ. ευρώ έναντι 587,8 εκατ. ευρώ το 1993. Ακόμη μεγαλύτερη άνοδο εμφάνισαν τα ίδια κεφάλαια. Την περίοδο 1993 – 2001 παρουσίασαν αύξηση της τάξης του 955% στα 5,71 δισ. ευρώ.
Οπως προκύπτει εξάλλου από μελέτη που εκπόνησε το Ινστιτούτο Οικονομίας Κατασκευών (ΙΟΚ), το 2000 η συμβολή του κλάδου στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν διαμορφώθηκε σε 16,5%. Το 2004 εκτιμάται ότι η συμβολή του κλάδου στο ΑΕΠ θα φτάσει στο 20,7%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΚ, το 2000 ο αριθμός των απασχολούμενων στις κατασκευές ανερχόταν σε 290.000 εργαζομένους, χωρίς να υπολογίζεται το δυναμικό των μελετητών (περίπου 27.000), αριθμός που αντιστοιχούσε στο 7,5% της συνολικής απασχόλησης στη χώρα. Αν προστεθεί στο παραπάνω ποσοστό ο αριθμός των έμμεσα εργαζομένων στις κατασκευές (παραγωγή και εμπορία δομικών υλικών, υπηρεσίες κλπ.), καθώς και των αυτοαπασχολούμενων, τότε αυτό διπλασιάζεται και φτάνει το 14%. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΚ μέχρι το 2006 οι απασχολούμενοι στις κατασκευές θα φτάσουν τις 350.000.
Η συμβολή του κατασκευαστικού κλάδου στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, καθώς η Ελλάδα υπολείπεται του επιπέδου υποδομών των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών.
Προκειμένου οι ελληνικές τεχνικές να μπορέσουν να ανταγωνιστούν τους μεγάλους κατασκευαστικούς οίκους του εξωτερικού, κρίθηκε αναγκαία η αναδιάρθρωση του κατασκευαστικού κλάδου και η δημιουργία μεγαλύτερων κατασκευαστικών σχημάτων. Το πρώτο σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή έγινε το 2001 με τη θέσπιση του νόμου 2490/2001 περί συγχωνεύσεων των εργοληπτικών επιχειρήσεων.
Ενώ με βάση την παλαιά διαβάθμιση του ΜΕΕΠ ο αριθμός των εργοληπτικών εταιρειών με νομική μορφή ΑΕ και ΕΠΕ που κατατάσσονταν στις πέντε μεγαλύτερες τάξεις (Δ' έως Η' τάξη) ανερχόταν σε 759, στις 30 Σεπτεμβρίου 2002 (οπότε και ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες υποβολής αιτήσεων για επανάκριση των πτυχίων) ο αριθμός των εταιρειών στις πέντε ανώτερες τάξεις με βάση τη νέα διαβάθμιση (3η έως 7η τάξη), εμφανίζεται μειωμένος κατά 50% στις 385 επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥΠΕΧΩΔΕ, μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων δημιουργήθηκαν 166 νέα σχήματα που υπέβαλαν πλήρη φάκελο συγχώνευσης. Εξ αυτών 15 νέοι όμιλοι ζήτησαν την κατάταξή τους στην ανώτατη 7η τάξη, 48 σχήματα ζήτησαν κατάταξη στην 6η τάξη, 56 στην 5η τάξη, 46 στην 4η τάξη, ενώ ένα σχήμα ζήτησε την ένταξή του στην 3η τάξη.
Ωστόσο, παράγοντες της κατασκευαστικής αγοράς υποστηρίζουν ότι δεν αποκλείεται σύντομα οι εταιρείες να προβούν και σε ένα δεύτερο κύκλο συγχωνεύσεων.