ΜΕΓΑΛΗ άνοδο σημείωσαν σήμερα οι χρηματιστηριακοί δείκτες στην Ευρώπη εν μέσω έντονων προσδοκιών για γρήγορο τερματισμό του πολέμου στο Ιράκ.
Οι δυνάμεις εμπροσθοφυλακής των ΗΠΑ, που κατευθύνονται από τα νοτιοδυτικά προς τη Βαγδάτη, βρίσκονται πλέον σε απόσταση περίπου 30 χιλιομέτρων από το νότιο άκρο της ιρακινής πρωτεύουσας, όπως μετέδωσε το Reuters. Η προέλασή τους μάλιστα, σύμφωνα με την ίδια πηγή, συναντά αντίσταση μικρότερη της αναμενόμενης.
Η θετική -για τους Αμερικανούς- έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων έδωσε σημαντική ώθηση στο δολάριο και στη Wall Street, ενώ αντιθέτως άσκησε ισχυρές πιέσεις στην τιμή του μαύρου χρυσού.
Στο χρηματιστήριο του Λονδίνου, ο δείκτης FTSE 100 έκλεισε στις 3.769,5 μονάδες αυξημένος κατά 2,30%, στο Παρίσι ο δείκτης CAC 40 στις 2.733,26 μονάδες, ενώ στη Φρανκφούρτη -σχεδόν δύο ώρες πριν από τη λήξη της συνεδρίασης- ο δείκτης Xetra DAX ενισχύεται κατά 4,74% και έχει φθάσει τις 2.566,32 μονάδες.
Το αγοραστικό ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στους κλάδους ασφαλειών, τραπεζών και αερομεταφορών. Οι μετοχές της ολλανδικής KLM και της βρετανικής British Airways ενισχύθηκαν κατά 12,8% και 8,53% αντιστοίχως καλύπτοντας μέρος των σημαντικών απωλειών που κατέγραψαν στις προηγούμενες συνεδριάσεις.
Η KLM ανακοίνωσε σήμερα ότι βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την Air France και την British Airways εξετάζοντας το ενδεχόμενο στρατηγικής συνεργασίας με μία εξ αυτών καθώς και ότι πρόκειται να προβεί στην περικοπή χιλιάδων θέσεων εργασίας.
Αξιόλογα κέρδη κατέγραψαν και οι μετοχές των αυτοκινητοβιομηχανιών μετά την ανακοίνωση των γερμανικών BMW και Porsche περί αύξησης των πωλήσεών τους στις ΗΠΑ κατά τον προηγούμενο μήνα.
Στον αντίποδα, πιέσεις δέχθηκαν οι μετοχές των πετρελαϊκών εταιρειών μετά την απότομη πτώση των τιμών του αργού στις διεθνείς αγορές. Οι τίτλοι των βρετανικών BP και Shell υποχώρησαν κατά 2,23% και 1,14% αντιστοίχως.
Παρά την εντυπωσιακή σημερινή άνοδο, πάντως, πολλοί αναλυτές παραμένουν επιφυλακτικοί επικαλούμενοι τη σημαντική εξασθένηση των θεμελιωδών μεγεθών της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς και την αβεβαιότητα που εξακολουθεί να περιβάλλει τις γεωπολιτικές εξελίξεις.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ, Ζαν Φιλίπ Κοτίς, προέβη στην εκτίμηση ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα αναπτυχθεί φέτος με ρυθμό μικρότερο του 1%, καθώς ο πόλεμος στο Ιράκ κατάφερε πλήγμα στην εμπιστοσύνη καταναλωτών και επενδυτών. Το Νοέμβριο του 2002, ο διεθνής οργανισμός προέβλεπε ρυθμό 1,8% ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας φέτος.
Κάλεσε ταυτόχρονα την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να προχωρήσει σε μείωση των επιτοκίων της ευρωζώνης κατά σημαντικό ποσοστό, προκειμένου να δώσει ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα.
Τόνισε, πάντως, ότι ο κίνδυνος γενικής ύφεσης έχει σχεδόν εκμηδενιστεί, καθώς οι αμερικανο-βρετανικές δυνάμεις διασφάλισαν τα πεδία άντλησης ιρακινού αργού, σταθεροποιώντας τις τιμές του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές.
«Η απειλή της ύφεσης είναι σήμερα πιο απομακρυσμένη από ό,τι ήταν πριν από δύο μήνες», τόνισε ο Κοτίς.