Με τον ΣΕΒ να επισημαίνει την ανάγκη επαναπροσδιορισμού του θεσμού της ΕΓΣΣΕ και τη ΓΣΕΕ να θέτει ως αφετηρία των συλλογικών διαπραγματεύσεων τη συμφωνία του Φεβρουαρίου του 2012 με τις εργοδοτικές οργανώσεις ολοκληρώθηκε σήμερα η συνάντηση των κοινωνικών εταίρων.
Με τον ΣΕΒ να επισημαίνει την ανάγκη επαναπροσδιορισμού του θεσμού της ΕΓΣΣΕ και τη ΓΣΕΕ να θέτει ως αφετηρία των συλλογικών διαπραγματεύσεων τη συμφωνία του Φεβρουαρίου του 2012 με τις εργοδοτικές οργανώσεις, ολοκληρώθηκε σήμερα η συνάντηση των κοινωνικών εταίρων.
Σε τοποθέτησή του μετά τη συνάντηση, ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Δ. Δασκαλόπουλος υπογράμμισε ότι «η νέα πραγματικότητα της κρίσης υπαγορεύει μια νέα μορφή κοινωνικού διαλόγου» και επομένως, οι κοινωνικοί εταίροι δεν μπορούν να συζητούν πλέον «όπως τον παλιό καλό καιρό με ένα εκατομμύριο ανέργους και ανυποχώρητη ύφεση».
«Η επιστολή που πανηγυρικώς συνυπογράψαμε τον Φεβρουάριο του 2012 αγνοήθηκε παντελώς από την τότε κυβέρνηση, όπως και από τη σημερινή. Στην πράξη, οι κοινωνικοί εταίροι αυτοεξαιρέθηκαν από τον διάλογο πολιτείας - τρόικας για τα εργασιακά και απομείωσαν τον ρόλο τους», τόνισε, ξεκαθαρίζοντας ότι «ο ΣΕΒ δεν επιθυμεί να επαναλάβει το ίδιο έργο».
Σημείωσε επίσης ότι η αγωνία των εργαζομένων σήμερα δεν είναι το ποσό του νόμιμου κατώτατου μισθού, αλλά η ανεργία ή ο κίνδυνος να χάσουν τη δουλειά τους. «Η παραδοσιακή ΕΓΣΣΕ δεν απαντά στις σημερινές αγωνίες των εργαζομένων. Η χρησιμότητα της παραδοσιακής ΕΓΣΣΕ έχει ξεπεραστεί από τη σημερινή πραγματικότητα δεδομένου ότι το βασικό αντικείμενό της, που ήταν ο καθορισμός του κατώτατου μισθού όπως και η διαδικασία τροποποίησής του, έχει προβλεφθεί με ισχύοντα νόμο και για μεγάλη χρονική διάρκεια», σημείωσε.
Ανέφερε ακόμη ότι η πραγματικότητα των εργασιακών σχέσεων σε κάθε εργοδοτική οργάνωση είναι διαφορετική και ότι οι διαφορές αυτές γίνονται ολοένα και πιο αισθητές. Στο πλαίσιο αυτό, συνέχισε, ο διάλογος και η συνεργασία κάθε εργοδοτικής οργάνωσης χωριστά με τις κλαδικές οργανώσεις, τα σωματεία των εργαζομένων της και τη ΓΣΣΕ για τα άμεσα και πραγματικά ζητήματα κάθε κλάδου, μπορούν να δώσουν γρήγορες λύσεις.
Σημείωσε μάλιστα ότι η πραγματικότητα που επικρατεί στις επιχειρήσεις-μέλη του ΣΕΒ είναι «όαση» και ότι οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό είναι λίγοι, αφού ο μέσος όρος αμοιβών είναι πολύ υψηλότερος από τα κατώτατα όρια.
Επεσήμανε τέλος ότι το αντικείμενο του διαλόγου των κοινωνικών εταίρων πρέπει να διευρυνθεί, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις του αύριο.
Την ανάγκη επίτευξης μιας «ισχυρής συμφωνίας» των κοινωνικών εταίρων «που θα αναγνωρίζει έμπρακτα ότι η μείωση των μισθών δεν οδηγεί στην ανταγωνιστικότητα», υπογράμμισε με τη σειρά του ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Βασίλης Κορκίδης. Όπως δήλωσε ο κ. Κορκίδης μετά τη συνάντηση, στο πλαίσιο της συζήτησης που είχαν, οι κοινωνικοί εταίροι υιοθέτησαν «καλή τη πίστει μια νέα στρατηγική συναίνεσης υπό τις νέες συνθήκες».
«Οφείλουμε να συμφωνήσουμε να απευθυνθούμε στην κυβέρνηση, ζητώντας να επιστρέψει σε εμάς, μέσω του νέου διαβουλευτικού ρόλου μας, την αρμοδιότητα καθορισμού των κατώτατων αμοιβών στη χώρα», πρόσθεσε, τονίζοντας μάλιστα την ανάγκη να επιδιωχθεί άμεσα συνάντηση των κοινωνικών εταίρων με τον Πρωθυπουργό.
«Πρέπει να πείσουμε ότι μπορούμε αυτή την φορά να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να ζητήσουμε την δέσμευση της κυβέρνησης ότι θα υποστηρίξει τα συμφωνηθέντα από εμάς», συμπλήρωσε, επισημαίνοντας ότι μια ισχυρή συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων έχει «ιδιαίτερη βαρύτητα, κοινωνική νομιμοποίηση και μεγαλύτερη αποδοχή, ακόμα και από τους δανειστές μας».
«Στο δίλημμα, λοιπόν, μεταξύ συναίνεσης και παράκαμψης των ελεύθερων διαπραγματεύσεων, επιλέγουμε τη συνεννόηση μεταξύ κοινωνικών εταίρων και βεβαίως το διάλογο με την κυβέρνηση», πρόσθεσε.
Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ επανέλαβε ακόμη ότι το ελληνικό εμπόριο ποτέ δεν αποδέχθηκε τη λογική ότι όσο μεγαλύτερη είναι η ύφεση, τόσο μεγαλύτερη πρέπει να είναι η μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, για να αποκατασταθεί η απώλεια της ανταγωνιστικότητας.
«Για το ελληνικό εμπόριο, οι μισθοί ισοδυναμούν με τζίρο, δεν είναι επομένως το πρόβλημα αλλά αντίθετα ένα αξιοπρεπές επίπεδο και η έγκαιρη καταβολή του μισθού σε κάθε μισθωτό, είναι η λύση στο πρόβλημα της αγοράς», ανέφερε.
Υπογράμμισε μάλιστα ότι το μισθολογικό κόστος δεν είναι η αιτία για τα λουκέτα και την ανεργία, αλλά αντιθέτως, όπως είπε, η αιτία είναι η αλόγιστη μείωση των μισθών που οδηγεί στην κατάρρευση της κατανάλωσης.
Στις διατυπωμένες θέσεις της επέμεινε από την πλευρά της η ΓΣΕΕ, προκρίνοντας ως βάση των συλλογικών διαπραγματεύσεων τη συμφωνία του Φεβρουαρίου του 2012 με τις εργοδοτικές οργανώσεις, η οποία προβλέπει μεταξύ άλλων κατώτατο μισθό 751,39 ευρώ.
Όπως ανέφερε ωστόσο σε ανακοίνωσή της μετά τη συνάντηση η Συνομοσπονδία, «δυστυχώς οι εργοδότες, με πρόσχημα τη νομοθετική ναρκοθέτηση του θεσμού της ΕΓΣΕΕ και της υπονόμευσης των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, δια του επιβαλλόμενου καθορισμού των όρων εργασίας από την εκτελεστική εξουσία, προέβαλαν αδυναμία προσέγγισης των οικονομικών αιτημάτων της ΓΣΕΕ».
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, συμφωνήθηκε πάντως να πραγματοποιηθεί νέα συνάντηση «ώστε μέσω της ΕΓΣΣΕ να δημιουργηθεί ένα πλέγμα προστασίας που θα παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου για τους εργαζόμενους που αμείβονται κυριολεκτικά με μισθούς πείνας».
Όπως ανέφερε ακόμη ο πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Γ. Παναγόπουλος, η ΓΣΕΕ ζητεί κοινή συνάντηση με τους εργοδοτικούς φορείς με τον Πρωθυπουργό και τους αρχηγούς όλων των κομμάτων, με αιτήματα την επαναφορά της πλήρους και καθολικής ισχύος της ΕΓΣΣΕ, την επεκτασιμότητα των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων, την αποκατάσταση της μετενέργειας, την αντιμετώπιση της μαύρης και αδήλωτης εργασίας και την ανάπτυξη της οικονομίας.
«Επιτέλους δεν μπορούν οι θεσμικοί παράγοντες εκπροσώπησης του κόσμου της εργασίας και των επιχειρήσεων να είναι στο περιθώριο. Αυτή η κατάσταση όπου οι απαιτήσεις της τρόικας μετατρέπονται δια μιας σε νόμους δεν μπορεί να συνεχιστεί», πρόσθεσε.