Για αδικίες που χαρακτηρίζουν τη σημερινή πραγματικότητα στην ελληνική οικονομία, όπως η φοροδιαφυγή, η διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα σε αντίθεση με τη μείωση των εισοδημάτων και η προστασία θέσεων εργασίας στο δημόσιο σε αντίθεση με την έκρηξη ανεργίας στον ιδιωτικό τομέα, έκανε λόγο απο το βήμα του συνεδρίου του Economist ο αναπληρωτής διευθυντής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ Π. Τόμσεν.
Για αδικίες που χαρακτηρίζουν τη σημερινή πραγματικότητα στην ελληνική οικονομία, έκανε λόγο απο το βήμα του συνεδρίου του Economist ο αναπληρωτής διευθυντής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ Π. Τόμσεν.
Ενδεικτικά αναφέρθηκε στην επιμονή της φοροδιαφυγής, η οποία, όπως είπε, πλήττει σε τελική ανάλυση μέσω επιπλέον επιβαρύνσεων τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, στην επιμονή των υψηλών τιμών προϊόντων και υπηρεσιών σε αντίθεση με τη μείωση των εισοδημάτων και στην προστασία θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα σε αντίθεση με τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας στον ιδιωτικό τομέα.
«Η κυβέρνηση λαμβάνει μέτρα ώστε να διορθώσει αυτά τα προβλήματα και η τελευταία συμφωνία μας εστιάζεται ακριβώς σε αυτούς τους τομείς», ανέφερε ο κ. Τόμσεν, ο οποίος στάθηκε στην εν εξελίξει αυτονόμηση της φορολογικής αρχής, αλλά και στην αντικατάσταση υπαλλήλων στο Δημόσιο με στόχο τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του εργατικού δυναμικού.
Η Ελλάδα σημείωσε ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ έχει διανύσει μεγάλη απόσταση μέσα από μία «εξαιρετική δημοσιονομική προσαρμογή» και προέβλεψε ότι «το 2014 θα είναι καλύτερο», καθώς όπως είπε, είναι σαφής η βούληση της ελληνικής κυβέρνησης «να κάνει ό,τι χρειαστεί, όπως το ζητήσουν οι ευρωπαίοι εταίροι».
«Οι Ευρωπαίοι θα κάνουν ό,τι χρειαστεί για να εφαρμόσουν το πρόγραμμα στην Ελλάδα», διαμήνυσε ο κ. Τόμσεν, δηλώνοντας χαρακτηριστικά πως θεωρεί «το ποτήρι μισογεμάτο».
Ο κ. Τόμσεν δήλωσε εκ νέου ότι σε αυτήν τη φάση του προγράμματος δεν υπάρχει περιθώριο για άλλες περικοπές και αυξήσεις φόρων, σημείωσε ότι το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας έχει μειωθεί κατά το ήμισυ και εξέφρασε την άποψη ότι «οι τράπεζες επλήγησαν, αλλά παρέμειναν ισχυρές και συνέχισαν να εξυπηρετούν».
Κατέληξε τέλος, στο συμπέρασμα ότι «η Ελλάδα εκπληρώνει τους δημοσιονομικούς στόχους και θα επιτύχει σύντομα πρωτογενές πλεόνασμα».