Ο τρόπος εμπλοκής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) στις εξυγιάνσεις τραπεζών, θα αποτελέσει τον καθοριστικό παράγοντα για το βαθμό συμμετοχής των καταθετών στις διασώσεις τραπεζών, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τραπεζικής ενοποίησης.
Ο τρόπος εμπλοκής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) στις εξυγιάνσεις τραπεζών, θα αποτελέσει τον καθοριστικό παράγοντα για το βαθμό συμμετοχής των καταθετών στις διασώσεις τραπεζών, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τραπεζικής ενοποίησης.
Τα επόμενα βήματα της τραπεζικής ενοποίησης, μετά την απόφαση για τη σύσταση του ευρωπαϊκού μηχανισμού εποπτείας των τραπεζών υπό την αιγίδα της ΕΚΤ, θα εξεταστούν σήμερα και αύριο στο Δουβλίνο, στη συνεδρίαση του Εurogroup και του Συμβουλίου ECO-FIN, αλλά δεν αναμένονται αποφάσεις.
Η ιρλανδική προεδρία αναμένει να υπενθυμίσει στα κράτη-μελη το αυστηρό χρονοδιάγραμμα που έχει τεθεί από τη Σύνοδο Κορυφής της (14-15 Μαρτίου) για να καταλήξουν σε συμφωνία πριν από τα τέλη Ιουνίου 2013. Ωστόσο, εκτιμάται ότι λόγω του πολιτικού χαρακτήρα που έχει λάβει το θέμα, στις Βρυξέλλες εκτιμούν ότι οι αποφάσεις για την ευρωπαϊκή τραπεζική ενοποίηση θα οριστικοποιηθούν μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Η περίπτωση της Κύπρου, όπου κλήθηκαν να συνεισφέρουν στη διάσωση των τραπεζών, αρχικά όλοι οι καταθέτες, αλλά στη συνέχεια και αφού επικράτησαν δεύτερες σκέψεις, η συνεισφορά περιορίστηκε στους καταθέτες άνω των 100.000 ευρώ, έχει θορυβήσει τους Ευρωπαίους πολίτες, παρά το γεγονός ότι η εξέλιξη αυτή προβλέπεται από την πρόταση της Κομισιόν για το μηχανισμό εξυγίανσης των τραπεζών.
Είναι αλήθεια ότι όταν η Κομισιόν παρουσίασε στον Τύπο την πρόταση, στα μέσα του 2012, είχε αποφύγει επιμελώς στην ανακοίνωσή της οποιαδήποτε αναφορά στην εμπλοκή των καταθετών, και έπρεπε κανείς να ανατρέξει στο νομοθετικό κείμενο της οδηγίας για να βρει την αναφορά.
Η πρόταση για τη σύσταση ευρωπαϊκής αρχής εξυγίανσης και εκκαθάρισης προβληματικών τραπεζών, προβλέπει ότι όλες οι ευρωπαϊκές τράπεζες καταρτίζουν σχέδια που θα ενεργοποιηθούν σε περίπτωση επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης, προκειμένου να αποκατασταθεί η βιωσιμότητά τους.
Τα βασικά εργαλεία εξυγίανσης είναι η πώληση μέρους ή του συνόλου της υπό πτώχευση τράπεζας σε άλλη τράπεζα και προσδιορισμός των υγιών περιουσιακών στοιχείων. Η διάσωση θα ξεκινάει με ίδια μέσα, με την τράπεζα να προβαίνει σε ανακεφαλαιοποίηση με διαγραφή ή αποδυνάμωση των μετόχων, ενώ οι απαιτήσεις των πιστωτών θα μειώνονται ή θα μετατρέπονται σε μετοχές. Εάν τα μέσα αυτά δεν επαρκούν, τότε θα εμπλέκονται και οι ανασφάλιστοι καταθέτες, δηλαδή άνω των 100.000 ευρώ.
Σύμφωνα με τη δέσμευση που έχουν αναλάβει οι Ευρωπαίοι ηγέτες μόλις ολοκληρωθεί η τραπεζική ενοποίηση, οι τράπεζες που μπορούν να γίνουν βιώσιμες θα ανακεφαλαιώνονται υπό προϋποθέσεις απευθείας από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Ωστόσο, στην αρχική πρόταση της Κομισιόν δεν υπάρχει αναφορά σε εμπλοκή του ΕΜΣ γιατί τότε δεν υπήρχε η σχετική δέσμευση των Ευρωπαίων ηγετών.
Το Βερολίνο αν και έχει δεσμευθεί πολιτικά, επιχειρεί να αποδυναμώσει τη συμμετοχή του ΕΜΣ, ωστόσο, σ’ αυτό το θέμα δεν έχει πολλούς συμμάχους, αφού μόνο οι δορυφόροι του (Ολλανδία, Φινλανδία), υποστηρίζουν τη γερμανική θέση. Συνεπώς, εκ των πραγμάτων η γερμανική πλευρά θα πρέπει να κάνει ένα βήμα πίσω, αλλά αυτό δεν αναμένεται να γίνει πριν τις εκλογές.
Μια από τις εναλλακτικές προτάσεις που βρίσκεται στο τραπέζι και η οποία θα μπορούσε να καθησυχάσει τους Ευρωπαίους καταθέτες, είναι ο ΕΜΣ να παρεμβαίνει στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αφού προηγουμένως συμμετάσχουν στο κόστος εξυγίανσης οι μέτοχοι και οι πιστωτές, αλλά και το κράτος-μέλος σε ποσοστό 10-20%. Στην περίπτωση αυτή οι καταθέτες θα είναι η τελευταία εναλλακτική λύση που σημαίνει ότι η συνεισφορά τους στη διάσωση μιας τράπεζας θα ζητείται σε εξαιρετικά ακραίες περιπτώσεις.
Ενα άλλο θέμα που θα πρέπει επίσης να επιλυθεί στο πλαίσιο του συνολικού πακέτου της τραπεζικής ενοποίησης, είναι αυτό της αναδρομικότητας των ανακεφαλαιοποιήσεων. Οι χώρες που ήδη έχουν προχωρήσει στις διασώσεις των τραπεζών με στήριξη της Ευρωζώνης, όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία ζητούν ένα μέρος των κεφαλαίων που έχουν δώσει στις τράπεζες και έχει επιβαρύνει το δημόσιο χρέος να περάσει στον ΕΜΣ. Εάν αυτό γίνει δεκτό, τότε θα επωφεληθούν και η Ελλάδα με την Κύπρο.
Πορτογαλία, Ιρλανδία
Πιθανότατα, οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης θα συμφωνήσουν στο σημερινό Eurogroup να δώσουν στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία επτά ακόμη έτη για την αποπληρωμή των δανείων που έχουν λάβει από την Ε.Ε., σύμφωνα με κορυφαίο αξιωματούχο, προκειμένου να βοηθήσουν τις δύο χώρες να επιστρέψουν στις χρηματοοικονομικές αγορές.
Το Δουβλίνο και η Λισαβόνα έχασαν την πρόσβαση σε επαρκή χρηματοδότηση το 2010 και 2011 αντίστοιχα και έλαβαν έκτακτη βοήθεια από την Ευρώπη και τώρα η επιμήκυνση των δανείων αυτών θα μπορούσε να άρει ένα σημαντικό βάρος από τις χώρες αυτές οι οποίες προσπαθούν να εξέλθουν από τα πακέτα διάσωσης. «Η πρόθεσή μας να επιμηκύνουμε το χρόνο αποπληρωμής των δανείων για Ιρλανδία και Πορτογαλία είναι πολύ σημαντική», δήλωσε χθες ο Γερούν Ντέισελμπλουμ, πρόεδρος του Eurogroup.
Eπιβεβαιώνοντας το τηλεγράφημα του Reuters την Τρίτη, ο κ. Ντέισελμπλουμ δήλωσε ότι η ΕΚΤ, η Κομισιόν και το ΔΝΤ υπέβαλαν την πρόταση για επταετή επιμήκυνση, η οποία τελεί τώρα υπό συζήτηση. «Ελπίζω ότι θα καταφέρουμε να την ολοκληρώσουμε σήμερα», είπε, αναφερόμενος στο σημερινό Eurogroup. O Eυρωπαίος αξιωματούχος δήλωσε επίσης ότι βλέπει σημάδια ανάκαμψης της Ευρωζώνης προς το τέλος του έτους, ενώ ξεχώρισε την Ισπανία ως τη χώρα που θα μπορούσε να παρουσιάσει δυναμική βελτίωση.
Την ίδια στιγμή, ο Ασόκα Μόντι, πρώην επικεφαλής της αποστολής της τρόικας στην Ιρλανδία, δήλωσε χθες ότι έχει έρθει πλέον η στιγμή να χαλαρώσουμε τα μέτρα λιτότητας στην Ευρώπη, προειδοποιώντας ότι περαιτέρω καθυστέρηση προς αυτό το στόχο κινδυνεύει να υπονομεύσει την ανάκαμψη στην περιοχή.
«Οχι» από Σόιμπλε
Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, μαζί με τους ομολόγους του της Φινλανδίας και της Ολλανδίας, έχουν στείλει επιστολή στην Κομισιόν και στο Eurogroup με την οποία τάσσονται κατά της αναδρομικότητας στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, υπογραμμίζοντας ότι η εμπλοκή του ΕΜΣ θα πρέπει να αφορά τις μελλοντικές διασώσεις τραπεζών και όχι τις διασώσεις του παρελθόντος ή αυτές που θα γίνουν πριν από τις αποφάσεις για την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής τραπεζικής ενοποίησης.
Πυρά της Αυστρίας κατά Λονδίνου και Ουάσιγκτον
Στην αντεπίθεση πέρασε χθες η κυβέρνηση της Αυστρίας, καλώντας όσους την επικρίνουν για προστασία ενός τραπεζικού απορρήτου, που διευκολύνει τη φοροδιαφυγή, να κοιτάξουν πρώτα τις δικές τους παραλείψεις. Εξαπέλυσε δε πυρά κατά του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον, που, όπως είπε, κρύβουν φορολογικούς παραδείσους και κέντρα ξεπλύματος μαύρου χρήματος στις δικές τους «αυλές».
Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Die Presse» η Αυστριακή υπουργός Οικονομικών, Μαρία Φέκτερ, υπογράμμισε ότι η χώρα θα μπορούσε να συμφωνήσει σε κάποιες αλλαγές, ξεκαθαρίζοντας, ωστόσο, ότι δεν υπάρχουν «μονόδρομοι». Κατηγόρησε δε τη Βρετανία και τις ΗΠΑ, ότι έχουν αποτύχει να κλείσουν τα παράθυρα φοροδιαφυγής σε περιοχές της δικής τους δικαιοδοσίας, όπως για παράδειγμα στις Νήσους Τσάνελ και το Ντέλαγουερ. Για τη Βρετανία είπε χαρακτηριστικά: «Είναι το νησί των ευλογημένων για φοροδιαφυγή και ξέπλυμα χρήματος... Αυτό που απαιτούμε από ένα μικρό νησί όπως η Κύπρος, πρέπει να το απαιτούμε και από τη Βρετανία».
Η Αυστρία, ωστόσο, φαίνεται να οδεύει προς την απομόνωση, μετά και την απόφαση του Λουξεμβούργου να παρέχει στοιχεία ξένων πολιτών, που διατηρούν καταθέσεις στις τράπεζές τους. Το Παρίσι απηύθυνε χθες αυστηρή προειδοποίηση προς τη Βιέννη. «Δεν είναι φυσιολογικό μία χώρα, όπως η Αυστρία, να μην παρέχει πληροφορίες πολιτών της Ε.Ε. με καταθέσεις στις τράπεζές της» σχολίασε ο Γάλλος υπουργός Προϋπολογισμού Μπερνάρ Καζενόβ.
Την ίδια ώρα, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, χαιρέτισε τη δήλωση του Λουξεμβούργιου πρωθυπουργού, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, περί ανταλλαγής πληροφοριών για τις τραπεζικές καταθέσεις. Υπογράμμισε ότι δεν μπορεί κανείς να συγκρίνει την περίπτωση του Λουξεμβούργου με την κυπριακή, καθώς οι δομές και οι οικονομίες των δύο κρατών διαφέρουν σημαντικά.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ - [email protected]