Οικονομία & Αγορές
Τετάρτη, 23 Απριλίου 2003 16:17

Καλύτερα των προβλέψεων τα αποτελέσματα α΄ τριμήνου του Ομίλου της Εθνικής

Τα προ φόρων κέρδη του Ομίλου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος μετά τα δικαιώματα μειοψηφίας, διαμορφώθηκαν στο α' 3μηνο 2003 σε 112 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 28% σε σχέση με τα μέσα επίπεδα των τεσσάρων 3μηνων του 2002 και κατά 52,4% σε σχέση με το τέταρτο 3μηνο του 2002. Τα αποτελέσματα αυτά παρουσιάζουν μείωση έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2002 κατά 17,8% κυρίως λόγω της μη επανάληψης των υψηλών διαπραγματευτικών κερδών του α΄ 3μηνου του 2002. Οι αναλυτές σε έρευνα του Reuters ανέμεναν μείωση της τάξεως του 36%.

Εξαιρουμένων των εκτάκτων αποτελεσμάτων τα οποία είχαν επιβαρύνει δυσανάλογα το τελευταίο 3μηνο του 2002, ο ρυθμός αύξησης των κερδών του Ομίλου διαμορφώνεται σε 22,9% έναντι του προηγουμένου 3μηνου και 2.9% έναντι του α΄ 3μηνου του 2002. Η θετική αυτή εξέλιξη, όπως επισημαίνεται σε ανακοίνωση της τράπεζας, οφείλεται στη βελτίωση των οργανικών εσόδων του Ομίλου, στη δραστική περιστολή των λειτουργικών δαπανών και στη διατήρηση της δυναμικής του Ομίλου στη λιανική τραπεζική.

Συγκεκριμένα, η βελτίωση της οργανικής κερδοφορίας του Ομίλου υπογραμμίζεται από τα παρακάτω:

Τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα του Ομίλου διαμορφώθηκαν στο α' 3μηνο του 2003 σε €316,2 εκατ., αυξημένα κατά 15,1% σε σχέση με το α' 3μηνο του 2002 και 2,7% σε σχέση με το προηγούμενο 3μηνο. Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει τη στρατηγική αναδιάρθρωσης του ενεργητικού του Ομίλου με στόχο τη βελτίωση της αποδοτικότητάς του, η οποία ακολουθείται με συνέπεια τα τελευταία χρόνια, με τη σταδιακή διεύρυνση των χαρτοφυλακίων χορηγήσεων λιανικής τραπεζικής στο σύνολο του ενεργητικού του Ομίλου. Σημαντική εξέλιξη προς την ίδια κατεύθυνση είναι και η αισθητή βελτίωση του επιτοκιακού περιθωρίου του Ομίλου το οποίο στο α! 3μηνο 2003 διαμορφώθηκε σε 2,54% έναντι 2,34% στο αντίστοιχο 3μηνο του 2002 και 2,43% για ολόκληρο το 2002.

Η συνεχιζόμενη διεύρυνση των προμηθειών λιανικής τραπεζικής και διαχείρισης κεφαλαίων αντιστάθμισε τις απώλειες των προμηθειών που σχετίζονται με την κεφαλαιαγορά και τις προμήθειες διαμεσολάβησης, με αποτέλεσμα τα καθαρά έσοδα προμηθειών του Ομίλου να σημειώσουν αύξηση κατά 2,8% σε σχέση με το α! 3μηνο του 2002 και να διατηρηθούν, παρά την αρνητική συγκυρία, περίπου στα μέσα επίπεδα του 2002 (-1,2%).

Σημαντική συμβολή στη συνολική κερδοφορία του Ομίλου είχε η συστηματική προσπάθεια περιστολής των λειτουργικών δαπανών, οι οποίες παρουσιάζουν μείωση κατά 3,8% σε σχέση με το προηγούμενο 3μηνο και κατά 1,3% σε σχέση με το μέσο όρο του 2002.

Ειδικότερα, οι δαπάνες προσωπικού του Ομίλου, παρά την αύξηση των ονομαστικών μισθών με βάση τη συλλογική σύμβαση εργασίας, εμφανίζουν μείωση κατά 1,5% έναντι του μέσου όρου του 2002, ως αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης του προγράμματος εθελουσίας εξόδου της ΕΤΕ και της ΕΤΕΒΑ και της επιτυχημένης διαχείρισης του προσωπικού του Ομίλου. Μείωση παρουσιάζουν και τα διοικητικά έξοδα τόσο σε σχέση με τα μέσα επίπεδα του 2002 (-0,9%), όσο και σε σχέση με το προηγούμενο 3μηνο (-10,4%).

Τα παραπάνω αποτελέσματα των πρωτοβουλιών της Διοίκησης στην περιστολή των δαπανών, οδήγησαν σε βελτίωση του δείκτη αποτελεσματικότητας του Ομίλου από 71,7% το 2002 σε 67,3% το α! 3μηνο του 2003.

Το συνολικό ύψος χορηγήσεων του Ομίλου στο τέλος του α! 3μήνου 2003 ανήλθε σε €20,5 δισ., οριακά αυξημένο σε σχέση με την 31.12.2002. Ο τομέας της λιανικής τραπεζικής, στον οποίο περιλαμβάνεται και η επαγγελματική πίστη, εξακολουθεί να αναπτύσσεται δυναμικά και στο τέλος του α! 3μηνου 2003 αντιπροσωπεύει το 45% του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων του Ομίλου έναντι 44% στο τέλος του 2002 (48% έναντι 47% για την Τράπεζα αντίστοιχα).

Ειδικότερα, στην καταναλωτική πίστη (καταναλωτικά και προσωπικά δάνεια) το ύψος των νέων χορηγήσεων παρουσιάζει αύξηση κατά 30% σε σχέση με το αντίστοιχο 3μηνο του 2002 και συνολικά παραμένει στα υψηλά μέσα επίπεδα του 2002, με αποτέλεσμα τα υπόλοιπα της καταναλωτικής πίστης να αυξάνονται με ετησιοποιημένο ρυθμό της τάξης του 15%. Η δυναμική στον τομέα των πιστωτικών καρτών διατηρείται με τον αριθμό των νέων καρτών που εκδόθηκαν το α! 3μηνο του 2003 να προσεγγίζει τις 100 000, αυξημένος κατά 47% σε σχέση με το α! 3μηνο του 2002.

Αντίστοιχη δυναμική παρουσιάζει και η στεγαστική πίστη με τις νέες χορηγήσεις να σημειώνουν αύξηση κατά 26% σε σχέση με το αντίστοιχο 3μηνο του 2002 και σε μέσο όρο να συνεχίζεται ο ρυθμός παραγωγής νέων στεγαστικών δανείων του 2002. Ως αποτέλεσμα της διατήρησης της δυναμικής επέκτασης στη στεγαστική πίστη, τα υπόλοιπα στεγαστικών δανείων αυξάνουν με ετησιοποιημένο ρυθμό της τάξης του 13%, που αποτελεί ικανοποιητική εξέλιξη λαμβανομένου υπόψη του υψηλού ρυθμού αποπληρωμών λόγω ωρίμανσης του εν λόγω χαρτοφυλακίου. Επίσης, θετικά εξελίσσεται η πρωτοβουλία της Τράπεζας στην επαγγελματική πίστη, όπου το σχετικό χαρτοφυλάκιο καταγράφει αύξηση της τάξης του 7.6% στους πρώτους 3 μήνες του 2003 (30% σε ετησιοποιημένη βάση). Ο ρυθμός αυτός αναμένεται να επιταχυνθεί περαιτέρω στα προσεχή 3μηνα. Στον τομέα της επιχειρηματικής πίστης συνεχίζεται η συντηρητική πολιτική της Τράπεζας σε σχέση με την περαιτέρω επέκτασή της στις χρηματοδοτήσεις μεγάλων επιχειρήσεων.

Το σύνολο των υποχρεώσεων προς πελάτες του Ομίλου (καταθέσεις και repos) υποχώρησε κατά 3,6% σε σχέση με το τέλος του έτους, κυρίως ως αποτέλεσμα της κάμψης που εμφανίζουν οι πράξεις repos (-13,8%). Η μείωση όμως αυτή αντισταθμίζεται ουσιαστικά από την εντυπωσιακή αύξηση του ενεργητικού των αμοιβαίων κεφαλαίων του Ομίλου κατά 29,6% το αντίστοιχο διάστημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αύξηση αυτή οδήγησε στη διεύρυνση του μεριδίου της Τράπεζας στην αγορά των αμοιβαίων κεφαλαίων κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες μέσα στο α! 3μηνο του 2003. Η εξέλιξη αυτή είναι ενδεικτική της σταδιακής στροφής των επενδυτών σε εναλλακτικές μορφές επένδυσης, αλλά και της ικανότητας του Ομίλου να προσφέρει ποικιλία αποταμιευτικών και επενδυτικών προϊόντων, καθώς και υπηρεσίες private banking στην πελατειακή του βάση.

Τέλος, σημαντική συμβολή στα κέρδη του Ομίλου είχε το δίκτυο εξωτερικού, τα οργανικά κέρδη του οποίου παρουσιάζουν το α! 3μηνο του 2003 αύξηση κατά 10% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2002.

Με βάση τα παραπάνω αποτελέσματα, η προ φόρων απόδοση των ιδίων κεφαλαίων του Ομίλου (Pre- Tax Return on Average Equity), αυξήθηκε σε 17.9% έναντι 14.3% το 2002 και η απόδοση του ενεργητικού του Ομίλου (Return on Average Assets) βελτιώθηκε από 0,66% σε 0,83% το α! 3μηνο του 2003.

Η κεφαλαιακή επάρκεια του Ομίλου παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Στο τέλος του α! 3μήνου 2003, με βάση προσωρινά στοιχεία ο Βασικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας (Tier I Capital Ratio) υπολογίζεται σε 7,8% και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας (Total Capital Ratio) υπερβαίνει το 11%. Η προτεινόμενη στη Γενική Συνέλευση κεφαλαιοποίηση αποθεματικών, μετά την έγκρισή της, αναμένεται να διαμορφώσει το Βασικό Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 8,2%.