Οικονομία & Αγορές
Πέμπτη, 08 Μαΐου 2003 13:58

Εθνική: Στο 1% η ανάπτυξη της ευρωζώνης στο 2003

«Λαμβάνοντας υπόψη και τον περιορισμό των πληθωριστικών πιέσεων λόγω περιορισμένης ζήτησης και ανατίμησης του ευρώ, οι τρέχουσες μακροοικονομικές συνθήκες δικαιολογούν πτώση των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης στο δεύτερο τρίμηνο του 2003 και μια δεύτερη αντίστοιχη πτώση μέχρι τέλους του έτους, οδηγώντας έτσι το επιτόκιο παρέμβασης στο 2%».

Αυτό αναφέρει, μεταξύ άλλων, στο μηνιαίο δελτίο της για την ευρωζώνη η Εθνική Τράπεζα, η οποία προβλέπει παράλληλα μικρή ανάκαμψη του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας της ευρωζώνης στο 1% φέτος από 0,8% το 2002.

H ιδιωτική κατανάλωση, σύμφωνα πάντα με την Εθνική, εκτιμάται ότι είναι ο παράγων-κλειδί που προσδιορίζει το χρόνο και την ένταση της οικονομικής ανάκαμψης στην ευρωζώνη, καθώς η έντονη ανατίμηση του ευρώ, οι δυσμενείς διεθνώς οικονομικές συνθήκες και οι συγκρατημένες επενδύσεις δεν αφήνουν περιθώρια σημαντικής αύξησης των υπολοίπων προσδιοριστικών παραγόντων του ΑΕΠ.

Κατά το 2002, σύμφωνα με την έκθεση της Εθνικής, η κατανάλωση αυξήθηκε οριακά (0,6% σε σχέση με 1,8% το 2001) περιορίζοντας έτσι κατά πολύ την ανάκαμψη της οικονομίας. Για το 2003, οι αναλυτές προσδοκούν μια συγκρατημένη, αλλά σαφώς υψηλότερη, ανάκαμψη της κατανάλωσης (1,5%), η οποία θα υποστηρίξει την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών χωρών.

Κατά τη δεκαετία του 1990, όπως επισημαίνεται στην έκθεση της τράπεζας, η άνοδος των χρηματιστηρίων στήριξε σημαντικά την κατανάλωση. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι το ½ της αύξησης της κατανάλωσης κατά την περίοδο 1995-2000 οφειλόταν στο χρηματιστήριο. Επιπλέον, η πτώση των χρηματιστηρίων την τελευταία τριετία μείωσε την κατανάλωση κατά 1,7 ποσοστιαίες μονάδες. Ωστόσο, η κατανάλωση ακόμα και σε αυτή την περίοδο συνέχισε να αυξάνεται (1,6% κατά μέσο όρο), λόγω της ανόδου του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος (μέσος ετήσιος ρυθμός 1,6 %).

Το πιο σημαντικό, όμως, αποτέλεσμα της εμπειρικής αυτής μελέτης, όπως υπογραμμίζεται, είναι ότι η πτώση των χρηματιστηρίων την προηγούμενη τριετία θα συνεχίσει να επιδρά αρνητικά στην καταναλωτική συμπεριφορά των νοικοκυριών και τα επόμενα χρόνια. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι μόνο το 1/3 της αρνητικής αυτής επίδρασης έχει ήδη επηρεάσει την κατανάλωση. Το μεγαλύτερο μέρος της εν λόγω επίδρασης αναμένεται να πραγματοποιηθεί την περίοδο 2003-2004, μειώνοντας την κατανάλωση κατά 0,9% το 2003 και 0,4% το 2004.

Με βάση αυτές τις εκτιμήσεις, η κατανάλωση θα παραμείνει περιορισμένη, έστω και αν υπάρξει συγκρατημένη άνοδος των χρηματιστηρίων και του διαθέσιμου εισοδήματος. Ειδικότερα, προβλέπεται η κατανάλωση να αυξηθεί κατά 0,8% το 2003, υποθέτοντας ότι τα χρηματιστήρια θα παραμείνουν κοντά στα τρέχοντα επίπεδα του Μαΐου και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα θα αυξηθεί κατά 1%.

Κατά συνέπεια, η κατανάλωση θα επιστρέψει σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μετά από 1-2 χρόνια, όταν θα έχει εκλείψει η αρνητική επίδραση από την πτωτική πορεία των χρηματιστηρίων της προηγούμενης τριετίας.