Τα οικονομικά αποτελέσματα, καθώς και τις προοπτικές και στρατηγικές προτεραιότητες του ομίλου εταιρειών της Α.Ε.Ε. Αργυρομεταλλευμάτων & Βαρυτίνης παρουσίασαν σήμερα στο ΣΜΕΧΑ, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Ευθύμιος Βιδάλης και ο οικονομικός διευθυντής, Σωτήρης Χατζίκος.
Αναφορικά με τα οικονομικά αποτελέσματα του α’ τριμήνου του 2003, οι κ.κ. Βιδάλης και Χατζίκος ανέφεραν ότι οι πωλήσεις πλησίασαν τα €64 εκατ. περίπου, έναντι €65,6 εκατ. την αντίστοιχη περίοδο του 2002. Οι πωλήσεις στον τομέα βιομηχανικών ορυκτών σημείωσαν ελαφρά πτώση, ενώ μεγαλύτερη ήταν η κάμψη στις πωλήσεις του τομέα εμπορικών δραστηριοτήτων, ο οποίος επηρεάστηκε ιδιαίτερα από την επιφυλακτική καταναλωτική συμπεριφορά που εκδηλώθηκε εξαιτίας του πολέμου στο Ιράκ.
Σχετικά με τις προοπτικές που διαφαίνονται για το 2003, ο κ. Βιδάλης δήλωσε ότι παρά τη μικρή μείωση των πωλήσεων που σημειώθηκε το α’ τρίμηνο, οι πρώτες ενδείξεις από τις πωλήσεις του Απριλίου αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας για την πορεία της Α.Ε.Ε. Αργυρομεταλλευμάτων & Βαρυτίνης μέσα στο έτος.
Σχετικά με το μέρισμα ανά μετοχή, το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας θα προτείνει στη γενική συνέλευση να οριστεί σε €0,23, αυξημένο κατά 9,5% συγκριτικά με το 2001. Η βελτίωση αυτή είναι συνεπής με τη μέριμνα της εταιρείας για την ομαλή διαχρονική εξέλιξη της μερισματικής της πολιτικής.
Στην παρουσίαση αναλύθηκαν επίσης οι οικονομικές επιδόσεις της εταιρείας για το 2002, κατά το οποίο παρά τη διατήρηση των πωλήσεων σε επίπεδα ίδια με το 2001, παρατηρήθηκε αυξημένη κερδοφορία σε όλα τα επίπεδα.
Σύμφωνα με τα τελικά οικονομικά αποτελέσματα για το 2002, σημειώθηκε βελτίωση των καθαρών ενοποιημένων κερδών από €14,42 εκατ. το 2001 σε €16,25 (αύξηση 12,7% σε σύγκριση με την αύξηση κατά 9,4% των κερδών προ φόρων).
Η σημαντική αυτή αύξηση, όπως τόνισαν οι εκπρόσωποι της εταιρείας, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις ενέργειες που πραγματοποίησε το περασμένο έτος η εταιρεία για την απλοποίηση και εκλογίκευση της οργανωτικής της δομής, οι οποίες οδήγησαν στη μείωση της φορολογικής της επιβάρυνσης διεθνώς.
Τα καθαρά κέρδη του ομίλου ανά μετοχή ανήλθαν το 2002 σε €0,54 έναντι €0,48 το 2001, σημειώνοντας αύξηση 13,5%. Η διαφορά στο ποσοστό αύξησης των καθαρών ενοποιημένων κερδών και των καθαρών κερδών ανά μετοχή οφείλεται στην αγορά ιδίων μετοχών από την εταιρεία, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο στήριξης της πορείας της μετοχής στο Χ.Α.