Αναγκαία για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και για να γίνει πιο θετική η δυναμική του δημόσιου χρέους θεωρεί το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (IIF) την επιμήκυνση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας.
Αναγκαία για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και για να γίνει πιο θετική η δυναμική του δημόσιου χρέους θεωρεί το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (IIF) την επιμήκυνση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας.
Όπως εξηγεί το IIF σε έκθεσή του που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, η χρήση του μεγαλύτερου δημοσιονομικού περιθωρίου από την επιμήκυνση της αναγκαίας προσαρμογής θα λειτουργήσει αποτελεσματικά για να αναχαιτίσει την καθοδική πορεία της οικονομικής δραστηριότητας και να οδηγήσει στην ανάπτυξη.
Η χρήση αυτού του περιθωρίου, σε συνδυασμό με την αύξηση της απορρόφησης των πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε. για να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις, θα μετέτρεπαν έναν φαύλο κύκλο σε ενάρετο κύκλο, υποστηρίζει το IIF.
Εκτιμά, πάντως, ότι μία νέα επιμήκυνση του ελληνικού προγράμματος, ώστε να εξαλειφθεί ο σημερινός εμπροσθοβαρής χαρακτήρας του, πιθανόν να καταστήσει αναγκαία πρόσθετη χρηματοδότηση με τη μορφή περαιτέρω μειώσεων των επιτοκίων των επίσημων δανείων. Ωστόσο, η πρόσθετη χρηματοδότηση εκτιμάται ότι θα χρειασθεί μόνο έως ότου ανακάμψει η οικονομία.
Στο ενδιάμεσο, προσθέτουν οι συντάκτες της έκθεσης, χρειάζεται να δοθεί μικρότερη έμφαση στον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ στο τέλος της δεκαετίας. Οι μειώσεις στον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ θα είναι ευκολότερο να επιτευχθούν όταν αρχίσει η ανάπτυξη, προσθέτουν, καθώς δεν θα υπάρχει η αρνητική επίπτωση από τη μείωση του παρονομαστή του λόγου, η οποία προκάλεσε μεγάλη αύξηση του λόγου την τελευταία τριετία.
Πολύ πιο μετριοπαθές το πρόγραμμα της Ιρλανδίας
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα συμπεράσματα της έκθεσης στηρίζονται σε μία σύγκριση του ελληνικού και του ιρλανδικού προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Το ελληνικό πρόγραμμα προβλέπει τριπλάσια σε μέγεθος προσαρμογή, με τον μέσο ετήσιο όρο δημοσιονομικής σύσφιξης να φθάνει το 5,2% του ΑΕΠ, έναντι 1,7% στην περίπτωση της Ιρλανδίας.
Το πολύ πιο μετριοπαθές πρόγραμμα της Ιρλανδίας βοήθησε τη χώρα να επιτύχει την επανεκκίνηση της οικονομίας της - η οποία είναι απαραίτητη για να στηριχθεί η βιωσιμότητα του χρέους της - και να αρχίσει εκδόσεις ομολόγων. Ως αποτέλεσμα, σημειώνει το IIF, «λίγοι αμφιβάλλουν ότι οι επίσημοι πιστωτές της Ιρλανδίας θα πληρωθούν στην ώρα τους και πλήρως».
Αντιθέτως, το σκληρότερο πρόγραμμα της Ελλάδας, η οποία είχε ένα πολύ υψηλότερο αρχικό χρέος και ένα μεγαλύτερο αρχικό δημοσιονομικό έλλειμμα, είχε πολύ πιο αρνητική επίπτωση στο ΑΕΠ. Αυτή η επίπτωση, αναφέρει το IIF, οδήγησε σε αύξηση του λόγου του χρέους και ενίσχυσε τις αμφιβολίες σχετικά με τη φερεγγυότητα της Ελλάδας, παρά τη μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή και το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων των ιδιωτών επενδυτών.
Το IIF συμπεραίνει στην έκθεσή του πως η εφαρμογή του ιρλανδικού παραδείγματος στην Ελλάδα, για να βοηθηθεί η ανάκαμψη, θα απαιτούσε κάποια πρόσθετη χρηματοδότηση. «Το τελικό κόστος, όμως, θα ήταν πολύ μικρότερο από αυτό που τελικά μπορεί να χρειασθεί, αν συνεχισθεί η μείωση της παραγωγής και παραμείνουν οι αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του χρέους», παρατηρεί.
Πηγή: ΑΜΠΕ