Οικονομία & Αγορές
Σάββατο, 02 Φεβρουαρίου 2013 07:00

Στις «Συμπληγάδες» του ευρώ και του πετρελαίου η οικονομία

Πλήγμα στον εξαγωγικό τομέα της οικονομίας, αποτελεί η ισχυροποίηση του ευρώ, προκαλώντας ανησυχία στις εξαγωγικές επιχειρήσεις, αλλά και στο υπουργείο Οικονομικών, που εκτιμά πως αν έχει διάρκεια, θα απειλήσει την έξοδο της οικονομίας από την ύφεση.

Πλήγμα στον εξαγωγικό τομέα της οικονομίας, αποτελεί η ισχυροποίηση του ευρώ, προκαλώντας ανησυχία στις εξαγωγικές επιχειρήσεις, αλλά και στο υπουργείο Οικονομικών, που εκτιμά πως αν έχει διάρκεια, θα απειλήσει την έξοδο της οικονομίας από την ύφεση.

Ταυτόχρονα το ισχυρό ευρώ, αναδεικνύει και τις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και, κυρίως, την έλλειψη ανταγωνισμού, που οδηγεί στη διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα, δυσανάλογα του επιπέδου των εισοδημάτων, όπως έχουν διαμορφωθεί με τις διαρκείς μειώσεις από το 2010 και μετά.

Στην τελευταία τριετία και συγκεκριμένα από τον Οκτώβριο του 2010, η δυναμική που επέδειξαν οι εξαγωγές, επιβράδυνε την ύφεση της οικονομίας σε μια περίοδο που οι επενδύσεις και η κατανάλωση βούλιαζαν, αλλά τώρα, το ισχυρό ευρώ, απειλεί και το μοναδικό τομέα αντίστασης. Καθώς η ζήτηση στην εγχώρια αγορά συρρικνώνονταν, οι δυναμικές ελληνικές επιχειρήσεις στράφηκαν σε αγορές του εξωτερικού, κερδίζοντας σημαντικά μερίδια. Με δεδομένο, όμως, ότι οι περισσότερες εξαγωγές, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, κατευθύνονται σε χώρες εκτός Ευρωζώνης, το ισχυρό ευρώ συνιστά απειλή, που μπορεί να φρενάρει τον ανοδικό τους ρυθμό.

Επίσης, αρνητικά θα επιδράσει το ισχυρό ευρώ, στον τουρισμό, καθώς έχουν κτιστεί προσδοκίες για την εισροή φέτος τουριστών, από τρίτες χώρες και μια ανατίμηση του νομίσματος, εκτιμάται ότι θα επιδράσει αρνητικά. Μια τέτοια εξέλιξη θα συρρικνώσει τη θετική συμβολή που έχει ο εξαγωγικός τομέας στο ΑΕΠ, με κίνδυνο να καθυστερήσει την επάνοδο της οικονομίας σε αναπτυξιακούς ρυθμούς, την οποία το υπουργείο Οικονομικών περιμένει να συμβεί στο τελευταίο τρίμηνο του 2013.

Σημειώνεται πως στα τελευταία χρόνια, που το συνολικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν υποχωρεί και έχει χάσει σωρευτικά από το 2009, το 20%, έχει αυξηθεί σημαντικά η συμβολή του εξωτερικού τομέα. Ενώ το 2009, η συμβολή στο ΑΕΠ του εξωτερικού τομέα της οικονομίας ήταν στο 20,1%, το 2010 αυξήθηκε στο 21,3% και το 2011 στο 24%.

Στις θετικές συνέπειες του ισχυρού ευρώ εντάσσεται, η λειτουργία του ως «ασπίδας» απέναντι στην ανατίμηση των καυσίμων. Επειδή οι διεθνείς τιμές των καυσίμων αποτιμώνται σε δολάρια, η ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου εξουδετερώνει ένα σημαντικό μέρος των ανατιμήσεων. Επίσης, μειώνεται το κόστος των εισαγομένων αγαθών και πρώτων υλών που εκφράζονται σε δολάρια ή σε άλλα νομίσματα, η ισοτιμία των οποίων εξασθενεί έναντι του ευρώ. Αυτό όμως δεν γίνεται άμεσα αισθητό στους καταναλωτές.

Όπως εύστοχα σημειώνεται στη σχετική έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος, οι λιανικές τιμές των καυσίμων αυξάνονται άμεσα όταν αυξάνονται οι διεθνείς τιμές των καυσίμων, ενώ όταν η διεθνής τιμή του πετρελαίου μειώνεται, καθυστερούν να προσαρμόσουν ανάλογα τις τιμές, λόγω των στρεβλώσεων που υπάρχουν στον ανταγωνισμό. Η ίδια εικόνα, αλλά με λιγότερα έντονα χαρακτηριστικά επικρατεί και σε άλλους κλάδους προϊόντων.

Σε ό,τι αφορά στα δημοσιονομικά, οι επιπτώσεις από το ισχυρό ευρώ, είναι αμελητέες εκτός και αν παραταθεί και βαθύνει την ύφεση ή καθυστερήσει την επάνοδο της οικονομίας σε αναπτυξιακούς ρυθμούς. Ολόκληρο σχεδόν το χρέος είναι εκφρασμένο σε ευρώ, εκτός από ένα μικρό τμήμα ομολόγων που έμειναν εκτός PSI (και είναι σε διάφορα νομίσματα), όπως επίσης και των δανείων που έχει λάβει η χώρα από το ΔΝΤ (23,2 δισ. ευρώ) τα οποία είναι εκφρασμένα σε «Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα» (SDR).

Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι τα συγκεκριμένα δάνεια, ο ΟΔΔΗΧ τα έχει μετατρέψει σε ευρώ, με πράξεις swaps, έναντι «ενδεχόμενου συναλλαγματικού κινδύνου», όπως εξηγεί. Ειδικότερα αναφέρει ότι το τμήμα του δανείου του μηχανισμού στήριξης από το ΔΝΤ, είναι εκφρασμένο σε «Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα» (SDR) και αυτό σημαίνει ότι τα εκτός ευρώ νομίσματα, όπως δολάρια ΗΠΑ, στερλίνες και γεν Ιαπωνίας των ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων, δημιουργούν έκθεση σε συναλλαγματικές διακυμάνσεις σε ποσοστό 66% των ποσών που αντλούνται.

Αρνητικό περιβάλλον βλέπει ο ΠΣΕ

Η άνοδος του ευρώ έναντι του δολαρίου, αλλά και των διεθνών τιμών του πετρελαίου, συνθέτουν ένα αρνητικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο καλούνται οι Έλληνες εξαγωγείς να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους, αλλά και να διεκδικήσουν περαιτέρω μερίδια στην παγκόσμια αγορά.

Αυτό δήλωσε στη «Ν» η πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων Χριστίνα Σακελλαρίδη, προσθέτοντας ότι από τη μία πλευρά, η συνεχιζόμενη άνοδος του ευρώ, που ξεπέρασε το 8,3% μέσα στο 2012, στερεί ανταγωνιστικότητα σε επίπεδο τιμών, σε σχέση με Τρίτες Χώρες, οι οποίες συναλλάσσονται με δολάρια, αλλά και τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., που διατηρούν τα εθνικά τους νομίσματα, και, από την άλλη πλευρά οι αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων, συνεπάγονται περαιτέρω αυξήσεις στο κόστος παραγωγής.

Σύμφωνα με την πρόεδρο του ΠΣΕ αν στα δεδομένα αυτά, προστεθούν οι φορολογικές επιβαρύνσεις, το υψηλό ακόμη γραφειοκρατικό κόστος της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα και οι τραγικές ελλείψεις ρευστότητας στην αγορά, γίνεται εύκολα σαφές ότι περιορίζονται σημαντικά τα περιθώρια ανταγωνιστικής τιμολογιακής πολιτικής για τα ελληνικά προϊόντα και συνολικά μίας επιθετικής εξαγωγικής στρατηγικής της χώρας. Ως εκ τούτου, η κα Σακελλαρίδη εκτιμά πως είναι άμεσα απαραίτητη μία ξεκάθαρη ευρωπαϊκή απάντηση στο θέμα του ευρώ, προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω όξυνση των υφεσιακών φαινομένων, αλλά και ουσιαστική στήριξη, με ελαφρύνσεις κόστους και ενίσχυση ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, ούτως ώστε, να συνεχίσουν τη διεύρυνση των μεριδίων τους στις Τρίτες Χώρες, που πλέον απορροφούν το 40% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών.

Γενική ανατίμηση

Ειδικότερα, βάσει των σταθμισμένων δεικτών ισοτιμίας που καταρτίζει το Κέντρο Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ) του ΠΣΕ, ανατίμηση ως προς το σύνολο των ξένων νομισμάτων σημείωσε το ευρώ κατά τον Ιανουάριο.

Πιο συγκεκριμένα, με βάση τις σταθμίσεις του συνολικού εξωτερικού εμπορίου των χωρών της ζώνης του ευρώ (εισαγωγές και εξαγωγές), ο σταθμισμένος δείκτης ισοτιμίας του συνόλου των νομισμάτων υποχώρησε κατά -1,58% ως αποτέλεσμα της υποτίμησης τόσο των ευρωπαϊκών (εκτός ζώνης ευρώ) νομισμάτων (-1,41%) όσο και των λοιπών νομισμάτων (-1,72%). Εξάλλου, με συντελεστές σταθμίσεως τη συμμετοχή της χώρας κάθε νομίσματος στις εξαγωγές μόνο των χωρών της ζώνης του ευρώ, ο σταθμισμένος δείκτης ισοτιμίας του συνόλου των νομισμάτων μειώθηκε κατά -1,57%, ο δείκτης των ευρωπαϊκών νομισμάτων κατά -1,42%, και ο δείκτης των λοιπών νομισμάτων κατά -1,72%.

Οι μεταβολές των σταθμισμένων δεικτών κατά το τρέχον δωδεκάμηνο, Ιανουάριος 2012 - Ιανουάριος 2013, ήταν -0,88%, +1,44% και -2,86% για το σύνολο των νομισμάτων, τα ευρωπαϊκά (εκτός ζώνης ευρώ) νομίσματα και τα λοιπά νομίσματα, αντίστοιχα.

Εμπόδιο στη μείωση των τιμών

Eντονος είναι και προβληματισμός στην αγορά, η οποία μιλά για εξωτερική «υπονόμευση» της προσπάθειας για τη μείωση των τιμών των αγαθών. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, οι ανατιμητικές τάσεις, τόσο του πετρελαίου, όσο και του ευρώ, επιβαρύνουν περαιτέρω τις προσπάθειες ανακοπής του υφεσιακού κλίματος στην Ελλάδα, καθότι οι Έλληνες εισαγωγές επιβαρύνονται με επιπλέον κόστη, ενώ οι εξαγωγείς καλούνται να μειώσουν τις τιμές τους, προκειμένου τα προϊόντα τους να είναι ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές.

Κατά τις εκτιμήσεις των ίδιων οι ανατιμητικές τάσεις στο πετρέλαιο θα συνεχιστούν και στο επόμενο διάστημα διότι τα κερδοσκοπικά funds, εγκατέλειψαν τα παιχνίδια με τις υπερχρεωμένες χώρες, και στρέφονται στις πρώτες ύλες.

Την ίδια στιγμή, από πλευράς υπουργείου Ανάπτυξης, τηρείται στάσης αναμονής. Ωστόσο, η κυρίαρχη εκτίμηση είναι ότι η άνοδος του ευρώ έναντι του δολαρίου βραχυπρόθεσμα, πλην των εξαγωγών, θα υποβοηθήσει την ελληνική οικονομία διότι με τα σημερινά δεδομένα για μια χώρα που βρίσκεται σε ύφεση και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές, είναι προτιμότερο να έχει ένα ακριβό νόμισμα. Αναφέρεται μάλιστα, ότι οι επιπτώσεις της διεθνούς αύξησης του πετρελαίου, αποσβένονται σε έναν βαθμό από την ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου, όπως φθηνότερες είναι και οι λοιπές εισαγωγές που τιμολογούνται με το δολάριο.

Αισθητές, όμως, σύμφωνα με το υπουργείο θα είναι οι επιπτώσεις στις εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας, ωστόσο εκφράζεται η πεποίθηση ότι οι συνέπειες αυτές δεν θα είναι δυσβάσταχτες καθότι οι εκτιμήσεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου προβλέπουν ότι το ανώτατο ύψος του ευρώ έναντι του δολαρίου.

«Ράλι» του ενιαίου νομίσματος - Εκτόξευση σε υψηλά 14 μηνών έναντι του δολαρίου

Οι ενδείξεις αποκλιμάκωσης της κρίσης χρέους και οι βελτιωμένες προοπτικές στην Ευρωζώνη έχουν εκτοξεύσει το ευρώ σε υψηλά 14 μηνών έναντι του δολαρίου, με το «ράλι» του ενιαίου νομίσματος να συμπαρασύρει και την τιμή του πετρελαίου.

Το ανοδικό «σερί» του ευρώ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δυναμική συμβολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που απομάκρυνε τους φόβους για διάσπαση της Ευρωζώνης.

Το ενιαίο νόμισμα κατάφερε να αναρριχηθεί πάνω από το ψυχολογικό «φράγμα» του 1,37 έναντι του δολαρίου -στα υψηλότερα επίπεδα από το Νοέμβριο του 2011- και με αρκετούς αναλυτές και παράγοντες της αγοράς να διακρίνουν περιθώρια για περαιτέρω άνοδο, κοντά στο 1,40. Σε μια ακόμη ένδειξη ότι οι επενδυτές θεωρούν πως το «ράλι» του ευρώ δεν έχει φθάσει στο τέλος του, τα στοιχήματα long για το ενιαίο νόμισμα αυξήθηκαν κατά 2,3 δισ. δολάρια την προηγούμενη εβδομάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης Προθεσμιακών Παραγώγων (CFTC).

Ταυτόχρονα, η σημαντική άνοδος των επιτοκίων Euribor στη διατραπεζική αγορά ενισχύουν περισσότερο τη θέση του ευρώ στο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα. Φυσικά, κανείς δεν αμφισβητεί τις οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις στην Ευρωζώνη: η οικονομία της Ζώνης του Ευρώ εισήλθε σε δεύτερη ύφεση πέρυσι και οι οικονομολόγοι αναμένουν «αναιμικούς» ρυθμούς ανάπτυξης για το 2013.

Και με τη γερμανική οικονομία να έχει βασικό «στήριγμα» την εξαγωγική δραστηριότητα, ένα ισχυρό ευρώ θα μπορούσε να υπονομεύσει τις προσπάθειες για επιστροφή στην ανάκαμψη. Οι γερμανικές επιχειρήσεις έχουν επανειλημμένως προειδοποιήσει ότι μια ισοτιμία ευρώ-δολαρίου πάνω από το 1,40 θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

«Θα μπορούσα να φαντασθώ περαιτέρω κέρδη 2%-3% για το ευρώ, όχι όμως και συνεχόμενο ράλι», επισημαίνει ο Τζο Κόρμπαχ, επικεφαλής του τμήματος εμπορευμάτων και ισοτιμιών στη Swiss Global Asset Management. Σύμφωνα με τον κ. Κόρμπαχ, το ενιαίο νόμισμα θα βρει ισχυρό σημείο αντίστασης στο 1,40.

Στη διάρκεια του Ιανουαρίου, το ευρώ ενισχύθηκε 3% έναντι του δολαρίου, καταγράφοντας τα μεγαλύτερα μηνιαία κέρδη από τον Οκτώβριο του 2011. Παράλληλα, έχει επιδοθεί σε «ράλι» και έναντι του γιεν, με μηνιαία κέρδη πάνω από 8%, με τον Ιανουάριο να είναι ο καλύτερος μήνας από το Φεβρουάριο του 2012.

Ακόμη όμως κι εκείνοι οι επενδυτές που συνέβαλαν στο να βρεθεί το ευρώ σε υψηλά 14 μηνών παραδέχονται ότι δεν υπάρχουν ακόμη μεγάλα περιθώρια. Τα προβλήματα για την οικονομία της Ευρωζώνης παραμένουν και ένα ισχυρό ενιαίο νόμισμα κάνει τα πράγματα χειρότερα. Και με τις κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο να πιέζουν προς τα κάτω τα εθνικά νομίσματα -ενισχύοντας τη σχετική αξία του ευρώ- η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να μπει στον πειρασμό να συμμετάσχει σε ένα «συναλλαγματικό πόλεμο», επιδιώκοντας να επηρεάσει την ισοτιμία του ενιαίου νομίσματος.

Στις αγορές εμπορευμάτων, οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου φαίνεται να ακολουθούν πορεία παράλληλη με το ευρώ, έχοντας σκαρφαλώσει το τελευταίο διάστημα στα υψηλότερα επίπεδα των τριών τελευταίων μηνών.

Η διασύνδεσή τους με το ενιαίο νόμισμα δεν θα πρέπει να εκπλήσσει, καθώς ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες, που διαμορφώνει την πορεία τους είναι η ακολουθούμενη νομισματική πολιτική από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη. Οι συνεχείς και «γενναίες» ενέσεις ρευστότητας από τη Φέντεραλ Ριζέρβ και την Τράπεζα της Ιαπωνίας και η διατήρηση των βασικών επιτοκίων τους σε μηδενικά επίπεδα, πέραν των επιδράσεων που έχουν στην αγορά συναλλάγματος, γεννούν ελπίδες για ανάκαμψη της μεγαλύτερης και τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη αντίστοιχα, και κατά συνέπεια για διατήρηση της ζήτησης στον ανεπτυγμένο κόσμο.

Ο «μαύρος χρυσός» επιβαρύνει το κόστος των προϊόντων

Η συνεχιζόμενη αύξηση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου έχει σαφή αρνητικό αντίκτυπο και στην ελληνική αγορά των μεταφορών και κατ' επέκταση στις τιμές των προϊόντων.

Οι μεταφορές (εισιτήρια - κόμιστρα λεωφορείων - ΚΤΕΛ ταξί και φορτηγών, όπως επίσης ΟΣΕ και αεροπορικών εταιρειών) παίζουν σημαντικότατο ρόλο στην κοινωνία και την οικονομία μας και έχουν ζωτική σημασία για την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ο κλάδος των μεταφορών απασχολεί σημαντικό αριθμό ατόμων και αντιστοιχεί στο 12% του ΑΕΠ.

Η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στην παγκόσμια οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ύπαρξη αποτελεσματικών συστημάτων μεταφορών. Οι μεταφορές και η αποθήκευση αντιπροσωπεύουν το 10-15% του κόστους του τελικού προϊόντος των επιχειρήσεων.

Περαιτέρω ώθηση στις τιμές του «μαύρου χρυσού» προσφέρουν οι ανησυχίες για την αναζωπύρωση της έντασης στη Μέση Ανατολή. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, η πολιτική αναταραχή στην Αίγυπτο, η πρόσφατη κρίση στην Αλγερία και οι πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν, πυροδοτούν ανησυχίες για κάμψη της προσφοράς από την περιοχή, με αποτέλεσμα η τιμή του μπρεντ να ενισχυθεί περίπου 2% από τις αρχές του έτους, κοντά στα 116 δολάρια το βαρέλι, και το αμερικανικό ελαφρύ αργό να κυμαίνεται κοντά στα 97 δολάρια. Ο παράδοξος αυτός συνδυασμός αισιοδοξίας για την παγκόσμια οικονομία και φόβων για τους γεωπολιτικούς κινδύνους θα συνεχίσει να κινεί τα νήματα στην αγορά πετρελαίου και τους επόμενους μήνες, υποβοηθούμενος συχνά και από την κερδοσκοπία.

Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του Reuters, αναλυτές εκτιμούν ότι η μέση τιμή του μπρεντ θα διαμορφωθεί φέτος στα 109,70 δολάρια το βαρέλι, ελαφρώς χαμηλότερα σε σχέση με τα επίπεδα των 111,70 δολαρίων του 2012, ενώ η μέση τιμή του αμερικανικού αργού προβλέπεται να καταγράψει ελαφρά αύξηση, στα 96,40 δολ., από 94,15 δολάρια. Το κόστος παραγωγής για τις πετρελαιοβιομηχανίες, το οποίο παραμένει πολύ υψηλό, δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας για υποχώρηση των τιμών.