«ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ μετοχές διαπραγματεύονται σήμερα κοντά στις αντικειμενικές τους τιμές, όμως η ενισχυμένη δυναμική της αγοράς, η σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και αυξανόμενες ροές από θεσμικούς και ιδιώτες επενδυτές, δείχνουν ότι βραχυπρόθεσμα θα μπορούσε να σημειωθεί άνοδος σε υψηλότερα επίπεδα».
Αυτό επισημαίνει, μεταξύ άλλων, η Αlpha Finance στο μηνιαίο δελτίο της για τις εξελίξεις στη χρηματιστηριακή αγορά, όπου την έκπληξη, όπως υπογραμμίζεται, προκάλεσε ο τραπεζικός κλάδος, καθώς ήταν αυτός που έσυρε το χορό της ανόδου, με τους επενδυτές να εμφανίζονται και πάλι αισιόδοξοι για θετικές εκπλήξεις κερδοφορίας του κλάδου το υπόλοιπο του έτους.
Μάλιστα, η Alpha Finance αναφέρει ότι η ίδια διαψεύστηκε για τις προοπτικές που τελικά εμφανίζεται να έχει ο τραπεζικός κλάδος, αφού στην αρχή του έτους εξέφραζε τις ανησυχίες της για τα θεμελιώδη μεγέθη, ενώ η κερδοφορία αναμένεται να ενισχυθεί, με τα κέρδη να προέρχονται από χρηματοοικονομικές δραστηριότητες.
Επιπλέον, τονίζεται πως το ράλι των ομολόγων και η συνεχής βελτίωση των προοπτικών για τις μετοχές θα συνδυαστούν και θα συμβάλουν στα οικονομικά μεγέθη των τραπεζών.
Αντίθετα, οι τηλεπικοινωνίες έμειναν πίσω από την αγορά, καθώς ο ΟΤΕ δεν κατάφερε να πείσει τους επενδυτές για την ικανότητά του να αντιμετωπίσει εγχώριες (ανταγωνισμός σταθερής τηλεφωνίας) και διεθνείς (Rometelecom) καταστάσεις. Οι δε εταιρείες κινητής τηλεφωνίας είχαν σαφώς καλύτερη απόδοση, η οποία όμως ήταν χαμηλότερη από αυτή της αγοράς.
Ο κλάδος των κατασκευών δεν δικαίωσε τις προσδοκίες, καθώς οι επενδυτές ανησυχούν ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας των έργων υποδομής έχει ήδη ανατεθεί και ότι οι εταιρείες του κλάδου πιθανόν να δυσκολευτούν αρκετά να διατηρήσουν σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης μετά το 2004.
Η επιφυλακτική στάση της Alpha Finance απέναντι στον κλάδο της τεχνολογίας, επισημαίνεται στην ίδια έκθεση, αποδείχτηκε σωστή, καθώς δεν σημειώθηκε σημαντική πρόοδος στο μέτωπο της ανάθεσης έργων πληροφορικής, συγχρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Εάν η Ιντρακόμ δεν είχε σημειώσει δυνατή ανάκαμψη, ο κλάδος θα είχε αρνητική εικόνα.
Οι κλάδοι των εταιρειών κοινής ωφελείας και του λιανικού εμπορίου είχαν και οι δύο πολύ καλή απόδοση, η οποία βασίζεται σε θετικά θεμελιώδη μεγέθη και ορατές προοπτικές ανάπτυξης.
Λανθασμένες αποδείχθηκαν οι προβλέψεις για τον κλάδο των ΜΜΕ, του οποίου η ανοδική πορεία στηρίχθηκε σε σενάρια δραστηριοτήτων εταιρικής χρηματοδότησης, αλλά ήταν σωστές για την υγεία, καθώς ο συνδυασμός των απαιτητικών αποτιμήσεων και της έλλειψης λειτουργικής διαφάνειας αποθάρρυνε τους επενδυτές.
Οι εταιρείες μικρής κεφαλαιοποίηση παρουσίασαν σημαντικά κεφαλαιακά κέρδη, κυρίως το β' τρίμηνο του 2003. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι όλες οι μετοχές που απαρτίζουν το δείκτη FTSE/ASE 80, εκτός από μία, είχαν θετικές αποδόσεις την περίοδο αυτή, ενώ το 56% των μετοχών του δείκτη υπερέβη σε απόδοση την αγορά, σημειώνοντας μάλιστα την υψηλότερη απόδοση μεταξύ των τριών δεικτών FTSE/ASE.
Η αύξηση του μεριδίου τους στη συνολική αξία της αγοράς μαρτυρά επίσης τη σημαντικά καλύτερη απόδοση των μετοχών μεσαίας και μικρής κεφαλαιοποίησης σε σχέση με την ευρύτερη αγορά: 27,4% στα τέλη Ιουνίου από 26,3% στα τέλη του 2002.
Ο όγκος των χρηματιστηριακών συναλλαγών ενισχύθηκε το β' τρίμηνο του 2003, περίοδο κατά την οποία ο μέσος μηνιαίος όγκος συναλλαγών εκτοξεύθηκε στα 2,66 δισ. ευρώ από μόλις 1,34 δισ. ευρώ το α' τρίμηνο.
Οσον αφορά στην ανάλυση της χρηματιστηριακής δραστηριότητας, τα blue chips συγκέντρωσαν τη μερίδα του λέοντος, με το 51% της συνολικής αξίας των συναλλαγών να προέρχεται από μετοχές του δείκτη FTSE/ASE 20 και ακολουθούν ο FTSE/ASE 80 (18%) και ο FTSE/ASE 40 (14%). Οι εκτός FTSE μετοχές αναλογούν στο υπόλοιπο 17% του τζίρου.
Με βάση τα παραπάνω, η Alpha Finance καταλήγει πως, όταν ο όγκος συναλλαγών αυξάνεται και το επενδυτικό ενδιαφέρον αναθερμαίνεται, οι επενδυτές τείνουν να επικεντρώνονται στο υψηλότερα τμήμα της αγοράς και λιγότερο στο πιο κερδοσκοπικό τμήμα.