Οικονομία & Αγορές
Δευτέρα, 01 Σεπτεμβρίου 2003 13:25

Ανοδική η κατανάλωση μαρμάρου στην Ελλάδα

ΑΝΟΔΙΚΗ πορεία, παρουσιάζει η κατανάλωση μαρμάρου στη χώρα μας, με τις εισαγωγές να εμφανίζουν μεγαλύτερο ρυθμό αύξησης, ενώ η εγχώρια παραγωγή παραμένει σταθερή.

Η αυξημένη ζήτηση, οφείλεται στην άνοδο της οικοδομικής και της κατασκευαστικής δραστηριότητας στη χώρα, καθώς και στην κατασκευή μεγάλων δημόσιων έργων, όπως το Αττικό μετρό και τα ολυμπιακά έργα.

Η ελληνική βιομηχανία, έχει καταφέρει να διατηρήσει τη θέση της, παρά τον έντονο ανταγωνισμό που υφίσταται στην αγορά των διακοσμητικών φυσικών πετρωμάτων.

Η Ελλάδα, με τη μακρόχρονη παράδοση που έχει, αποτελεί μία από τις βασικότερες χώρες παραγωγής μαρμάρου παγκοσμίως. Ωστόσο, οι περιορισμοί που επιβάλλει το θεσμικό πλαίσιο, ιδιαίτερα αυτοί που αναφέρονται στην προστασία του περιβάλλοντος, έχουν ως αποτέλεσμα να μην αξιοποιούνται πλήρως τα υπάρχοντα αποθέματα.

Σύμφωνα με την κλαδική μελέτη για τα μάρμαρα και τους γρανίτες, η οποία κυκλοφόρησε προσφάτως από τη Διεύθυνση Μελετών Οικονομικού Περιβάλλοντος της ICAP, η εγχώρια πρωτογενής παραγωγή μαρμάρου, εμφάνισε σταθερά ανοδική πορεία παό το 1980 μέχρι και το 1993.

Το 1994 όμως, παρατηρήθηκε σημαντική μείωση της εξορυκτικής δραστηριότητας και έκτοτε η παραγόμενη ποσότητα παρέμεινε σχετικά σταθερή. Η παραγωγή τελικών προϊόντων μαρμάρων, ακολουθεί στενά τις μεταβολές της εξορυκτικής δραστηριότητας.

Οι εισαγωγές μαρμάρου, με τα ακατέργαστα μάρμαρα να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος τους, εμφάνισαν ανοδική πορεία την περίοδο 1991-2002, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 39,3%, παραμένοντας ωστόσο σε χαμηλά επίπεδα, σε σχέση με το μέγεθος της εγχώριας παραγωγής.

Οι εξαγωγές μαρμάρων, παρουσίασαν μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 4,5% την περίοδο 1991-2002, εμφανίζοντας ωστόσο ετήσιες διακυμάνσεις.

Η εγχώρια κατανάλωση ογκομαρμάρου, παρουσίασε διακυμάνσεις κατά την περίοδο 1991-2002. Το 2002, εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 12,5% σε σχέση με το 2001, ενώ και η εγχώρια φαινομενική κατανάλωση τελικών προϊόντων μαρμάρου, ακολούθησε ανάλογη πορεία, παρουσιάζοντας το 2002 αύξηση κατά 15,7%, έναντι του προηγούμενου έτους.

Επιχειρήσεις

Στον ελληνικό κλάδο μαρμάρου, δραστηριοποιείται μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων, οι οποίες ασχολούνται με την εξόρυξη, την επεξεργασία και το εμπόριο μαρμάρου. Αρκετές από τις μεγάλου μεγέθους μονάδες, διαθέτουν καθετοποιημένη δραστηριότητα ή εντάσσονται σε ομίλους με άλλες εταιρείες του ίδιου αντικειμένου.

Οι εταιρείες που ασχολούνται με τον γρανίτη είναι λιγότερες στον αριθμό και η πλειονότητα αυτών δραστηριοποιείται ταυτόχρονα και στον τομέα του μαρμάρου.

Οι περισσότερες από τις ελληνικές βιομηχανίες, αναπτύσσουν εξαγωγική δραστηριότητα, συμβάλλοντας αποφασιστικά στη διεύρυνση της αναγνωρισιμότητας των ελληνικών μαρμάρων.

Ο γρανίτης, αποτελεί ανταγωνιστικό προϊόν του μαρμάρου και είναι αποκλειστικά εισαγόμενος. Η πορεία των εισαγομένων ποσοτήτων γρανίτη, ήταν σε γενικές γραμμές ανοδική το χρονικό διάστημα 1992-2002, με ετήσιο ρυθμό περίπου 22%.

Οι εξαγωγές γρανίτη, παρουσίασαν αυξομειώσεις το ίδιο διάστημα και αφορούν κατά ένα μέρος ακατέργαστο προϊόν, το οποίο επανεξάγεται. Η φαινομενική κατανάλωση κατεργασμένου γρανίτη στη χώρα μας, το διάστημα 1994-2002, ακολούθησε ανοδική πορεία, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 13,3%. Το 2002 εκτιμάται, ότι η εγχώρια κατανάλωση γρανίτη, αυξήθηκε κατά περίπου 7%. Η διείσδυση του γρανίτη στη συνολική εγχώρια αγορά μαρμάρου-γρανίτη, κυμάνθηκε μεταξύ του περίπου 3-3,5%, την περίοδο 1999-2002.

Η ICAP, εκτιμά ότι ο όγκος της εγχώριας φαινομενικής κατανάλωσης μαρμάρων, θα παρουσιάσει αύξηση τη διετία 2003-2004, με μέσο ετήσιο ρυθμό 3-5%.

Ο γρανίτης είναι από τα πιο ανταγωνιστικά προϊόντα του μαρμάρου και παρουσιάζει αυξανόμενη ζήτηση στην ελληνική αγορά φυσικών πετρωμάτων. Η εγχώρια φαινομενική κατανάλωση γρανιτών, προβλέπεται ότι θα συνεχίσει την ανοδική πορεία των τελευταίων ετών, σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 5-6% (σε ποσότητα).